Ας πάρουμε ως θέσφατο ότι όλοι είμαστε ίσοι απέναντι στη Δικαιοσύνη. Μπορεί να μην ισχύει για μερικούς, οι οποίοι τυγχάνει να είναι εκδότες, μεγαλοσχήμονες επιχειρηματίες και συνδαιτυμόνες της διαπλοκής, αλλά το παραβλέπουμε.
Το αμέσως επόμενο ερώτημα που γεννάται είναι κατά πόσο η σχέση αυτή είναι αμφίδρομη. Κατά πόσο δηλαδή η Δικαιοσύνη είναι ίση απέναντι σε όλους. Κατά πόσο μπορεί αμερόληπτα να επιτελέσει το έργο της, το οποίο αν και τείνει να ξεχαστεί, βάσει Συντάγματος αποτελεί διακριτή εξουσία.
Η χαριστική τροπολογία για την αναδρομική επαναφορά των μισθών των δικαστικών στα επίπεδα του 2012 συνθέτει με τον πλέον ανάγλυφο τρόπο το μωσαϊκό μίας κυβέρνησης που επιχειρεί τελώντας σε πανικό – αφού πνέει τα λοίσθια – να βρει συμπαραστάτες. Ρίχνοντας εκ νέου νερό στο μύλο του κοινωνικού αυτοματισμού και του κατακερματισμού της κοινωνίας σε «ημέτερους» και «παρίες» προβαίνει σε μία κίνηση που ενσαρκώνει με τον πλέον εκκωφαντικό τρόπο την έννοια του εκμαυλισμού.
Με την διαρροή για το προκλητικό «δώρο» στον κλάδο των δικαστικών, το οποίο έρχεται σε συνέχεια του ψηφοθηρικού κοινωνικού μερίσματος λίγες ημέρες πριν τις κάλπες, η κυβέρνηση βάζει ταφόπλακα στον ήλιο της Δικαιοσύνης. Καθιστά ex ante συνυπεύθυνο στα μάτια του κόσμου έναν ολόκληρο κλάδο.
Έναν κλάδο, οποίος αποτελεί για μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου το τελευταίο αποκούμπι, στο οποίο μπορεί να εναποθέσει τις ελπίδες του για επιβίωση. Πρόκειται για έκδηλη στοχοποίηση των δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι πλέον θα αντιμετωπίζονται με τη λογική του ωχαδελφισμού και απαξιωτικά, όπως ακριβώς έχει καταντήσει να αντιμετωπίζεται σήμερα το πολιτικό σύστημα.
Μόνο τυχαίο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η επίμαχη τροπολογία έρχεται λίγες μόνο ημέρες μετά τη δημοσιοποίηση της έκθεσης του ΔΝΤ, σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις της Δικαιοσύνης αποτελούν σημαντικό κίνδυνο για την ολοκλήρωση του προγράμματος που επιβάλλει η τρόικα και ακολουθείται μέχρι κεραίας.
Πρόκειται για ωμή πολιτική παρέμβαση στο έργο και το ρόλο της Δικαιοσύνης που έρχεται ως επιστέγασμα της συνταγματικότητας των απολύσεων στο Δημόσιο, των χαρατσιών, των πλειστηριασμών, του κλεισίματος της ΕΡΤ, της μη επαναπρόσληψης των καθαριστριών παρά την απόφαση του Πρωτοδικείου.
Δεν είναι λίγοι οι εκπρόσωποι του κλάδου που πνέουν μένεα κατά της κυβέρνησης και της ηγεσίας του υπουργείου για την επίμαχη τροπολογία που επιχειρεί να επισφραγίσει στα μάτια του κόσμου την ανυπαρξία διάκρισης των εξουσιών. Όπως φυσικά δεν είναι λίγοι και αυτοί που από τώρα αναλογίζονται τι θα κάνουν με τα αναδρομικά.
Αυτό που μένει ωστόσο να φανεί, είναι κατά πόσο οι δικαστικοί θα θελήσουν να διασφαλίσουν μόνοι τους την διάκριση των εξουσιών που προβλέπει το Σύνταγμα. Η Δικαιοσύνη βρίσκεται μπροστά σε ένα σταυροδρόμι που πρέπει να επιλέξει.
Αν θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και θα επιτελέσει το έργο της ή αν θα δεχθεί μία ακόμη μουτζούρα σαν αυτές που σκιάζουν μερικές από τις πιο σκοτεινές αποφάσεις της.
Αν θα αντιληφθεί ότι τα δικά της δρομολογούμενα αναδρομικά έσοδα θα αποτελέσουν αντίστοιχη αναδρομική φορολογία για την κατσίκα του γείτονα, την οποία πρέπει να προστατέψει μεταξύ άλλων και από την θεσμική αυθαιρεσία.
Αν θα αντιληφθεί ότι οι δικαστές και οι εισαγγελείς δεν είναι μία ιερή κάστα αλλά πολίτες της ίδιας χώρας και όταν κλείνουν τις δικογραφίες και σταματούν να παράγουν νομολογία, έρχονται αντιμέτωποι με τα ίδια προβλήματα που βιώνει και η υπόλοιπη κοινωνία.
Τέλος, πρέπει να διαλέξει αν θα παραμείνει τυφλή ή με κάποιο θαύμα θα καταφέρει να κλείνει πονηρά το μάτι, ερωτοτροπώντας κατά παραγγελία…