Σχεδόν 60 πολίτες – στην πλειονότητά τους σιίτες – σκοτώθηκαν και περίπου 120 τραυματίστηκαν την Κυριακή στην Καμπούλ στην επίθεση βομβιστή αυτοκτονίας, επίθεση για την οποία την ευθύνη ανέλαβε η οργάνωση Ισλαμικό Κράτος.
Στόχος της επίθεσης ήταν ένα κέντρο έκδοσης ταυτοτήτων κι εγγραφής των ψηφοφόρων στους καταλόγους εν όψει των βουλευτικών εκλογών.
Ο βομβιστής αυτοκτονίας πυροδότησε τα εκρηκτικά με τα οποία ήταν ζωσμένος το πρωί της Κυριακής, ενώ βρισκόταν μέσα στο πλήθος που περίμενε για να εγγραφεί στους εκλογικούς καταλόγους. Έκτοτε, ο απολογισμός των θυμάτων δεν έπαψε να αυξάνεται.
Το βράδυ, είχαν καταμετρηθεί 57 νεκροί και 119 τραυματίες, στη συντριπτική τους πλειονότητα μέλη της σιιτικής μειονότητας των Χαζάρων, η οποία στοχοθετείται συχνά από τους σουνίτες εξτρεμιστές του Ισλαμικού Κράτους, σύμφωνα με το υπουργείο Υγείας.
Όπως ανέφερε εκπρόσωπος του υπουργείου Υγείας ανάμεσα στους νεκρούς ήταν τουλάχιστον 21 γυναίκες και πέντε παιδιά, ενώ 47 γυναίκες και δεκαέξι παιδιά συγκαταλέγονται στους τραυματίες.
Οι Ταλιμπάν ανακοίνωσαν αμέσως ότι δεν είχαν «καμιά σχέση» με την επίθεση της Κυριακής, υποδεικνύοντας εμμέσως πλην σαφώς ότι η ευθύνη ανήκε στο Ισλαμικό Κράτος, το οποίο λίγο αργότερα πράγματι ανέλαβε την ευθύνη για την επίθεση μέσω του οργάνου προπαγάνδας του, του πρακτορείου «ειδήσεων» Άμακ.
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ καταδίκασε την «κτηνωδία» της επίθεσης εναντίον πολιτών που ήθελαν να ασκήσουν «θεμελιώδη δημοκρατικά τους δικαιώματα», με τον υπηρεσιακό Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Τζον Σάλιβαν να καταγγέλλει την «άφρονα» αυτή ενέργεια και να επαναλαμβάνει από το Τορόντο τη δέσμευση της Ουάσιγκτον να «καταστρέψει» το Ισλαμικό Κράτος.
Η επίθεση διαπράχθηκε σε μια δυτική συνοικία της Καμπούλ όπου κατοικούν κυρίως σιίτες και επιβεβαίωσε τους φόβους περί κύματος βίας με σκοπό την αποτροπή της συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία, που προγραμματίζεται να διεξαχθεί τον Οκτώβριο.