Πριν από λίγους μήνες, συμμετείχε σε συνεδρίαση της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων ο συμπρόεδρος του Κουρδικού κόμματος.
Ήταν μια «άβολη» συνάντηση στην οποία ο κ. Σελαχατίν Ντεμιρτάς κουβαλούσε το βάρος της προγραφής που προμήνυε η ψήφιση της άρσης ασυλίας του.
Ο ίδιος καθώς άλλα ηγετικά στελέχη του κόμματός του κατηγορούνται μεταξύ άλλων για τη δημόσια χρήση της Κουρδικής γλώσσας και την προσβολή του προσώπου του κ. Ερντογάν.
Φυσικά, δεν είχε αυταπάτες: θεωρούσε, το ενδεχόμενο απαγγελίας κατηγοριών ως εξαιρετικά πιθανό.
Χαρακτηριστικά είπε φεύγοντας: «Αν επιστρέψω στην Τουρκία το πιθανότερο είναι να φυλακιστώ, αν δεν επιστρέψω όμως θα θεωρηθεί ότι προδίδω τις ιδέες μου».
Τελικά την προηγούμενη Παρασκευή κατά τη διάρκεια της νύχτας ο κ. Ντεμιρτάς συνελήφθη μαζί με την συμπρόεδρο του κόμματος κα Φιγκέν Γιουκσεκντάγκ καθώς και με 9 άλλους βουλευτές, κατηγορούμενοι όλοι στα πλαίσια του αντιτρομοκρατικού νόμου.
Οι «μεταμεσονύκτιες» συλλήψεις έχουν νόημα σε περιπτώσεις υπόπτων φυγής.
Αποτελούν πρωτοφανή πρακτική όμως, όταν εκτυλίσσονται σε συνθήκες δημοκρατίας, με στόχο τον πρόεδρο ενός κόμματος που απολαμβάνει την στήριξη του 10% του εκλογικού σώματος, είναι δημόσιο πρόσωπο, και πλήρως ενταγμένο στην νόμιμη πολιτική σκηνή της χώρας του.
Είναι προφανές ότι γίνεται προσπάθεια συσχέτισης της έκρυθμης κατάστασης που επικρατεί στην νοτιοανατολική Τουρκία, με την νόμιμη πολιτική δραστηριότητα του HDP.
Αυτό γίνεται χωρίς να πιστώνεται ότι το HDP ήταν το πρώτο κόμμα το οποίο καταδίκασε δημοσίως το πραξικόπημα, στηρίζοντας την νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση της χώρας.
Πρέπει να είμαστε απολύτως ξεκάθαροι. Οι συλλήψεις των στελεχών του HDP είχαν προαποφασιστεί και η επίκληση της κατάστασης εκτάκτων μέτρων που επιβλήθηκε μετά το πραξικόπημα λειτουργεί μόνο ως πρόφαση, κακής ποιότητας μάλιστα, η οποία δεν πείθει κανέναν.
Ο κ. Ερντογάν φαίνεται αποφασισμένος να προχωρήσει χωρίς ίχνος σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αποθρασύνεται ακόμα περισσότερο από την αδράνεια της διεθνούς κοινότητας.
Μόλις χθες, κατηγόρησε την ΕΕ ότι «υποθάλπει στο σύνολο της την τρομοκρατία» ενώ δεν δίστασε να δηλώσει ότι ουδόλως τον ενδιαφέρει εάν τον αποκαλούν δικτάτορα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι πάνω από 80.000 άτομα έχουν κατηγορηθεί για συμμετοχή στο πραξικόπημα και αναμένεται να δικαστούν εκ των οποίων 35.000 είναι προφυλακισμένοι.
Και οι διώξεις συνεχίζονται. Μόλις την προηγούμενη εβδομάδα 9 δημοσιογράφοι της εφημερίδας Τζουμχουριέτ οδηγήθηκαν στη φυλακή.
Ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι 2.300 δικαστικοί έχουν διωχθεί.
Πόσο ανεξάρτητη μπορεί να είναι η δικαιοσύνη στις επικείμενες δίκες όταν οι δικαστές έχουν πρόσφατη την εμπειρία των συναδέλφων τους;
Η πολιτική κατευνασμού δεν έχει αποτελέσματα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και η διεθνής κοινότητα, οφείλουν να μεταχειριστούν όλα τα πρόσφορα μέσα και να ασκήσουν κάθε δυνατή πίεση προς την Τουρκική Κυβέρνηση ώστε να σεβαστεί επιτέλους τους νόμους, και την συνταγματική τάξη τις οποίες παραβιάζει συστηματικά.
Αυτό που ισχυρίζονται διεθνώς οι εκπρόσωποι της Τουρκικής Κυβέρνησης ότι η κατάσταση έκτακτης ανάγκης προβλέπεται από το Σύνταγμα είναι η μισή μόνο αλήθεια.
Πράγματι. προβλέπεται από το Σύνταγμα. Όμως τα περισσότερα από τα μέτρα που εκπορεύονται από αυτή, είναι παράνομα και αντίθετα προς το Τουρκικό Σύνταγμα.
Είναι απολύτως κατανοητές οι διώξεις κατά των πρωταίτιων του πραξικοπήματος, όμως δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό η φυλάκιση δεκάδων χιλιάδων πολιτών με αυτή την δικαιολογία.
Στα πλαίσια των καθηκόντων μου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατέθεσα ερώτηση την προηγουμένη Παρασκευή προς την Ύπατη Εκπρόσωπο της ΕΕ κα Φεντερίκα Μογκερίνι υπογραμμίζοντας την ανάγκη να αναληφθούν πρωτοβουλίες ώστε να επικρατήσει η δημοκρατική ομαλότητα στην Τουρκία και να απελευθερωθούν οι συγκεκριμένοι βουλευτές.
Είναι πλέον καθαρό ότι ο κ. Ερντογάν εκβιάζει αξιοποιώντας κάθε μέσο και ειδικότερα την προσφυγική κρίση.
Βάζει στο τραπέζι θέματα όπως η απελευθέρωση των θεωρήσεων, αλλά τελικά αυτό που επιζητά και δυστυχώς πολλές φορές κερδίζει είναι η «σιωπηρή ανοχή» της διεθνούς κοινότητας στο πολιτικό πογκρόμ που έχει εξαπολύσει εντός της Τουρκικής επικράτειας. Και σε αυτό το σημείο δυστυχώς οι ευθύνες των Ευρωπαίων ηγετών είναι σημαντικές.
Εάν θέλουμε να βοηθήσουμε τους Τούρκους πολίτες κουρδικής καταγωγής αλλά και το σύνολο του Τουρκικού λαού να βγουν από τα αδιέξοδα που τους οδηγεί η αδιαλλαξία της ηγεσίας τους, η σιωπή δεν ωφελεί.
Πρέπει όλοι να αναλάβουμε τις ευθύνες μας πριν οδηγηθούμε σε μη αναστρέψιμες καταστάσεις με ολέθριες συνέπειες για την ευρύτερη περιοχή.