Οι ΗΠΑ ήταν η πρώτη χώρα που προσέφερε de facto αναγνώριση στο εβραϊκό κράτος όταν κήρυξε την ανεξαρτησία του στις 14 Μαΐου 1948.
Εβδομήντα πέντε χρόνια αργότερα, η Ουάσιγκτον είναι ο ισχυρότερος στρατιωτικός και διπλωματικός σύμμαχος του Ισραήλ. Αλλά δεν ήταν πάντα έτσι.
Για τις πρώτες δύο δεκαετίες μετά την κήρυξη της ανεξαρτησίας, κύριος σύμμαχος του Ισραήλ και βασικός προμηθευτής όπλων, πολεμικών αεροσκαφών, αρμάτων μάχης και πλοίων, ήταν η Γαλλία η οποία συνέδραμε επίσης και στην κατασκευή πυρηνικού εργοστασίου από το οποίο ανέπτυξε τα ατομικά όπλα, όπως αναφέρει ο Guardian.
Όταν το Ισραήλ εισέβαλε στην Αίγυπτο μαζί με τους Βρετανούς και τους Γάλλους κατά τη διάρκεια της κρίσης του Σουέζ το 1956, η Ουάσιγκτον συντάχθηκε στα Ηνωμένα Έθνη με τη Μόσχα για να τους αναγκάσει να αποσυρθούν.
Επίσης για πολλά χρόνια, η αμερικανική βοήθεια προς το Ισραήλ περιοριζόταν μόνο σε δάνεια για την αγορά τροφίμων καθώς η ισραηλινή κυβέρνηση, τα χρόνια μετά την ανεξαρτησία αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες
Τι άλλαξε λοιπόν και γιατί;
Καθώς οι εντάσεις αυξήθηκαν λίγο πριν από τον πόλεμο των έξι ημερών του 1967, το Παρίσι επέβαλε εμπάργκο όπλων στην περιοχή και αρνήθηκε να παραδώσει 50 μαχητικά αεροσκάφη για τα οποία είχε πληρώσει το Ισραήλ.
Μετά τον πόλεμο, η Γαλλία τάχθηκε στο πλευρό των αραβικών χωρών, εν μέρει για να βελτιώσει τις σχέσεις της μαζί τους μετά την ήττα της στον αποικιακό πόλεμο στην Αλγερία.
Ο πρόεδρος Λίντον Τζόνσον συμμεριζόταν τη θέση του Ισραήλ, αλλά δίσταζε να το προμηθεύσει με μεγάλες ποσότητες όπλων λόγω της ανησυχίας του για μια περιφερειακή σύγκρουση που θα τραβούσε την προσοχή της Σοβιετικής Ένωσης.
Ωστόσο, μετά την νίκη του Ισραήλ και την κατάληψη της Γάζας, της Δυτικής Όχθης και της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, η Ουάσιγκτον έκρινε ότι τα αραβικά έθνη είχαν περάσει στο σοβιετικό στρατόπεδο και έτσι αύξησε τις πωλήσεις όπλων στο εβραϊκό κράτος, συμπεριλαμβανομένων των μαχητικών αεροσκαφών Phantom.
Ο Τζόνσον δέσμευσε τις ΗΠΑ να διατηρήσουν το «ποιοτικό στρατιωτικό πλεονέκτημα» του Ισραήλ και άνοιξε την πόρτα σε δεκαετίες πωλήσεων όπλων που βοήθησαν στην οικοδόμηση του ισραηλινού στρατού ως την ισχυρότερη δύναμη στη Μέση Ανατολή.
Υποστήριξαν οι ΗΠΑ την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων από το Ισραήλ;
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, η Γαλλία κατασκεύασε στο Ισραήλ έναν μεγάλο αντιδραστήρα ικανό να παράγει πλουτώνιο και μια μονάδα επανεπεξεργασίας του σε μυστική εγκατάσταση στη Ντιμόνα στην έρημο Νεγκέβ, η οποία παρείχε τα βασικά εργαλεία για την ανάπτυξη πυρηνικού όπλου.
Το Ισραήλ ανακοίνωσε στις ΗΠΑ ότι το πυρηνικό εργοστάσιο είχε μόνο «ειρηνικό σκοπό», αλλά το 1960 η CIA κατέληξε στο συμπέρασμα ότι θα χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή πλουτωνίου για κατασκευή όπλων.
Το 1963, ο πρόεδρος Τζον Κένεντι απαίτησε από το Ισραήλ να επιτρέψει τακτικές αμερικανικές επιθεωρήσεις στη Ντιμόνα και προειδοποίησε ότι η μη παροχή «αξιόπιστων πληροφοριών» σχετικά με το πυρηνικό εργοστάσιο θα έθετε σε «σοβαρό κίνδυνο» την υποστήριξη της Ουάσιγκτον προς το Ισραήλ, σύμφωνα με δημοσίευμα της ισραηλινής εφημερίδας Haaretz του 2019.
Το Ισραήλ συμφώνησε στις επιθεωρήσεις, αλλά μετά τη δολοφονία του Κένεντι, αυτές σταμάτησαν καθώς η κυβέρνηση Τζόνσον ήταν λιγότερο «αυστηρή».
Μέχρι τότε, Αμερικανοί αξιωματούχοι είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το Ισραήλ όντως ανέπτυσσε ατομική βόμβα, παρά τους ισχυρισμούς του περί του αντιθέτου.
Η μεσολάβηση των ΗΠΑ για τη σύναψη ειρηνευτικών συμφωνιών
Όταν η Αίγυπτος και η Συρία επιτέθηκαν στο Ισραήλ κατά τη διάρκεια της γιορτής του Γιομ Κιπούρ το 1973, ο πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον θορυβήθηκε από τις ισραηλινές νύξεις για χρήση πυρηνικών όπλων.
Ο τότε Αμερικανός πρόεδρος διέταξε τη μεταφορά στρατιωτικών προμηθειών στο Ισραήλ, καθώς οι δυνάμεις του αναγκάστηκαν αρχικά να υποχωρήσουν.
Μετά την ανατροπή του πολέμου, οι ΗΠΑ ήθελαν να περιορίσουν την κλίμακα των αιγυπτιακών απωλειών, εν μέρει για να κρατήσουν τους Σοβιετικούς μακριά από τη σύγκρουση, αλλά και για να ενισχύσουν την αμερικανική επιρροή στον Αιγύπτιο ηγέτη, Ανουάρ Σαντάτ.
Αυτό με τη σειρά του έθεσε το έδαφος για την ειρηνευτική συμφωνία Ισραήλ-Αιγύπτου αργότερα στη δεκαετία.
Με το πέρασμα των χρόνων διάφοροι Αμερικανοί πρόεδροι αποπειράθηκαν να πετύχουν μια ειρηνευτική συμφωνία Ισραήλ-Παλαιστίνης.
Ο Πρόεδρος Μπιλ Κλίντον αναμφισβήτητα πλησίασε περισσότερο όταν επέβλεψε μια σειρά συνομιλιών και συμφωνιών που κορυφώθηκαν με τις ειρηνευτικές συμφωνίες του Όσλο το 1993 για την ίδρυση της Παλαιστινιακής Αρχής με περιορισμένη διακυβέρνηση σε τμήματα των κατεχόμενων εδαφών ως ένα βήμα προς μια τελική συμφωνία.
Αλλά η δολοφονία το 1995 του Γιτζάκ Ράμπιν, του Ισραηλινού πρωθυπουργού που υπέγραψε τις συμφωνίες, άνοιξε το δρόμο για την άνοδο στην εξουσία του Μπενιαμίν Νετανιάχου, ο οποίος αντιτάχθηκε ανοιχτά σε ένα παλαιστινιακό κράτος και έκανε ό,τι μπορούσε για να καταστρέψει το Όσλο.
Η περίοδος Τραμπ
Μέχρι το τέλος της θητείας του ως πρόεδρος, ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν βαθιά αντιδημοφιλής σε μεγάλο μέρος του κόσμου.
Το Ισραήλ αποτέλεσε εξαίρεση αφού μετέφερε την πρεσβεία των ΗΠΑ από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ, αναγνωρίζοντας την πόλη ως πρωτεύουσα του Ισραήλ, κάτι που οι περισσότερες χώρες δεν έχουν κάνει.
Η κυβέρνηση Τραμπ διαπραγματεύτηκε συμφωνίες για την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ του Ισραήλ και πολλών αραβικών χωρών.
Επίσης, κατέθεσε τη δική της ειρηνευτική πρόταση για το Ισραήλ και την Παλαιστίνη, η οποία επέτρεπε στο Ισραήλ να προσαρτήσει περίπου το 30% της Δυτικής Όχθης.
Το σχέδιο περιλάμβανε προέβλεπε παλαιστινιακό κράτος που θα αποτελείτο από διάφορους θύλακες οι οποίοι θα περιβάλλονταν από ισραηλινά εδάφη.
Σχέδιο με μεγάλη συνάφεια με τις προτάσεις της ισραηλινής δεξιάς που έχουν περιγραφεί ως αντιγραφή του συστήματος του απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής.
Όταν ο υπουργός Εξωτερικών του Τραμπ, Ρεξ Τίλερσον, δήλωσε ότι ο Νετανιάχου μπορεί να είναι το πραγματικό εμπόδιο για την ειρήνη με τους Παλαιστίνιους, ο Ισραηλινός ηγέτης παρουσίασε ένα παραποιημένο βίντεο με τον Παλαιστίνιο πρόεδρο Μαχμούντ Αμπάς να καλεί δήθεν σε δολοφονία παιδιών.
Η θέση του Τραμπ μετατοπίστηκε άμεσα εναντίον των Παλαιστινίων.
Τον επόμενο χρόνο, ο Τραμπ αποσύρθηκε από την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν.