Στην Αλβανία οι πεινασμένοι και εξαθλιωμένοι Τουρκαλβανοί, που οι περισσότεροι είναι αμόρφωτοι και ψεκασμένοι, υποστηρίζουν ότι οι Έλληνες της Χειμάρρας δεν είναι Έλληνες αλλά… γηγενείς Ηπειρώτες, σαν να μην είναι οι Ηπειρώτες Έλληνες αλλά μέρος του τρισάθλιου, αγράμματου και εξαθλιωμένου συρφετού ληστών που αποκαλούνται «Αλβανοί».
Έτσι, για παράδειγμα, η αντιπολιτευόμενη και μικρής κυκλοφορίας εφημερίδα Τέλεγκραφ δημοσιεύει άρθρο κάποιου κακομοίρη Τουρκαλβανού, του Sazan Guri, με τίτλο «Οι Χειμαρριώτες είναι γηγενείς κάτοικοι της Ηπείρου», όπου επαναλαμβάνει τους γνωστούς ισχυρισμούς ότι «στη Χειμάρρα δεν υπάρχει ελληνική μειονότητα, είναι γνήσιοι Αλβανοί και πολλοί από αυτούς κατέβηκαν από τις βόρειες επαρχίες της Αλβανίας –Κρούγια, Μιρντίτα, Σκόδρα, Ντουκαγκίνι κ.ά.– μετά τον θάνατο του Σκεντέρμπεη [σ.σ. κι ο Σκεντέρμπεης, δηλαδή Αλέξανδρος μπέης, Έλληνας ήταν] και εγκαταστάθηκαν στη Χειμάρρα, η ελληνική που μιλούν στη Χειμάρρα και στους Δρυμμάδες οφείλεται στο εμπόριο με την Κέρκυρα, καθώς τα μοιρολόγια και τα τραγούδια γάμου είναι στην αλβανική, η λαογραφία της περιοχής αποδεικνύει τις αλβανικές τους ρίζες, σε επιστολή που οι Χειμαρριώτες έστειλαν στις 4 Οκτωβρίου 1759 στον Αυτοκράτορα της Ρωσίας ζητούν βοήθεια κατά των Τούρκων και υποστηρίζουν πως είναι απόγονοι των αρχαίων Χαόνων» κ.ο.κ..
Οι Χάονες δηλαδή τι ήταν; Αλβανοί; Ακόμα και η Wikipedia γνωρίζει ότι, «οι Χάονες ήταν ένα από τα αρχαία ελληνικά φύλα που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Αρχαίας Ηπείρου, και συγκεκριμένα στα βορειοδυτικά της.
»Υποστηρίζεται ότι η ελληνική μειονότητα της Βορείου Ηπείρου είναι απόγονοι των αρχαίων Χαόνων».
Αλλά, έχουμε μπλέξει με τους αγράμματους κλεφτοκοτάδες του αποτυχημένου κράτους «Αλβανία» και τους φερόμαστε σαν να είναι κανονικοί άνθρωποι, αντί να τους διδάξουμε σεβασμό.
O Θουκυδίδης αναφέρει για πρώτη φορά τους Χάονες τον 5ο αιώνα π.Χ.
Ο Στράβων έγραψε ότι οι Χάονες, οι Μολοσσοί και οι Θεσπρωτοί ήταν οι τρεις βασικότερες από τις 14 φυλές της Ηπείρου, οι δύο πρώτες κυβέρνησαν ολόκληρη την Ήπειρο.
Ο Περίπλους του Ψευδοσκύλακα κάνει σαφή διάκριση ανάμεσα στους Χάονες και τις Ιλλυρικές φυλές που ζούσαν βόρεια από αυτούς, είτε παραλιακά, είτε στην ενδοχώρα.
Σύμφωνα με τον Βιργίλιο οι Χάονες υπήρξαν απόγονοι του επώνυμου γενάρχη τους Χάονα (Αρχ.: Χάων).
Από την Εποχή του Χαλκού μέχρι και την Εποχή του σιδήρου οι Χάονες χρησιμοποιούσαν την πρακτική της ταφής σε Τύμβους.
Ο Νίκολας Χάμοντ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τον 6ο αιώνα π.Χ. οι Χάονες κυριαρχούσαν σε μια τεράστια περιοχή από τον Κόλπο του Αυλώνα μέχρι ανατολικότερα από την πεδιάδα της Κορυτσάς όπου βρισκόντουσαν οι Λίμνες Πρέσπες.
Οι Χάονες σύμφωνα με τον Χάμοντ επεκτάθηκαν και νότια της Κορυτσάς στον Γράμμο αλλά οι Ιλλυριοί Ταυλάντιοι και οι Κορίνθιοι έποικοι που ίδρυσαν την Ιλλυρική Απολλωνία κατέκτησαν τις παραλιακές περιοχές, το σημερινό Μαλακάστερ.
Οι υποθέσεις του Χάμοντ βασίζονται σε μια αναφορά που έγραψε ο Εκαταίος ο Μιλήσιος ότι οι Χάονες και οι Ιλλυριοί Εγχέλιοι ήταν γειτονικοί λαοί και η παρουσία Τύμβων τον 6ο αιώνα π.Χ. στην Κορυτσά, το ταφικό σύμβολο των Χαόνων.
Ο Μπογκντάνι απορρίπτει ωστόσο την σύνδεση των νέων κυριάρχων της Κορυτσάς με τους Χάονες, δεν υπάρχουν ιστορικές πηγές και το βόρειο παρακλάδι των Χαόνων Δασσαρήτες περιορίζονται μόνο σε ένα κείμενο του Εκαταίου.
Οι Χάονες ήταν ωστόσο η πιο πανίσχυρη Ηπειρωτική φυλή στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. (650 π.Χ.), τους διαδέχθηκαν κατόπιν οι Μολοσσοί.
Οι Ιλλυριοί και οι Χάονες μάλλον βρισκόντουσαν σε σύγκρουση, ο Πολύβιος αναφέρει μια καταστροφική επιδρομή των Ιλλυριών στην πρωτεύουσα των Χαόνων Φοινίκη απέναντι από την Κέρκυρα.
Οι Ρωμαίοι έμποροι που βρισκόντουσαν στην πόλη είχαν πολλά θύματα, το αποτέλεσμα ήταν να ανακηρύξει η Ρωμαϊκή δημοκρατία τον πόλεμο στις Ιλλυρικές φυλές και να ξεσπάσουν οι Ιλλυρικοί πόλεμοι.
Ο Χάονες αποτελούσαν μέρος του Κοινού των Ηπειρωτών ως το 170 π.Χ., όταν υποτάχθηκαν στους Ρωμαίους.
Αλλά και στα νεώτερα χρόνια…
Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση (1821–1830) οι κάτοικοι της Χειμάρρας εξεγέρθηκαν.
Η τοπική εξέγερση απέτυχε αλλά πολλοί Χειμαρριώτες, βετεράνοι του Ρωσικού και του Γαλλικού Στρατού, εντάχθηκαν στις επαναστατικές δυνάμεις στη σημερινή νότια Ελλάδα, όπου έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον αγώνα, όπως τμήμα Χειμαρριωτών με επικεφαλής τον Σπύρο Μήλιο (Σπυρομήλιο) που συμμετείχε στις ένοπλες συγκρούσεις κατά των Τούρκων, στο Μεσολόγγι και στο Φάληρο.
Το 1854, κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, ξέσπασε μια μεγάλη τοπική εξέγερση, με τη Χειμάρρα να συμμετέχει από τους πρώτους.
Αν και το νεοϊδρυθέν Ελληνικό κράτος προσπάθησε σιωπηρά να την υποστηρίξει, η εξέγερση κατεστάλη από τις Οθωμανικές δυνάμεις μετά από λίγους μήνες.
Κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, στις 5/18 Νοεμβρίου του 1912, η πόλη εξεγέρθηκε υπό τον ταγματάρχη Σπύρο Σπυρομήλιο που αποβιβάστηκε στην περιοχή με μικρή δύναμη Χειμαρριωτών και Κρητών εθελοντών υπό τους Γαλερό, Πολυξύγγη, Παπαγιαννάκη και Τζουλιάκη, χωρίς να συναντήσει αρχικά ιδιαίτερη αντίσταση, και εκδίωξε τις Οθωμανικές δυνάμεις για να ενωθεί με την Ελλάδα.
Η περιοχή παρέμεινε υπό τον έλεγχο του Ελληνικού Στρατού καθ’όλη τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων και κήρυξε την αυτονομία της τον Φεβρουάριο του 1914, αντιδρώντας στην απόφαση των μεγάλων δυνάμεων να την εντάξουν στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος.
Την 28 Φεβρουαρίου προσχώρησε στην Προσωρινή Κυβέρνηση της Βορείου Ηπείρου, με επικεφαλής τον Γεώργιο Χρηστάκη-Ζωγράφο.
Τον Μάρτιο του 1914 υπεγράφη το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας, που ίδρυε την Αυτόνομο Δημοκρατία της Βορείου Ηπείρου, όπου εντάχθηκε και η Χειμάρρα, αν και η ίδια η Αυτόνομη Δημοκρατία παρέμενε τυπικά τμήμα του νεοϊδρυθέντος Αλβανικού κράτους.
Στα τέλη Ιουλίου 1914 συγκλήθηκε Πανηπειρωτική Διάσκεψη στο Δέλβινο, για να επικυρωθούν οι όροι του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας από τους Βορειοηπειρώτες εκπροσώπους.
Οι εκπρόσωποι της Χειμάρρας, παρ’όλες τις πιέσεις του Ελληνικής Κυβέρνησης για αποδοχή του Πρωτοκόλλου για αυτονομία εντός της αλβανικής επικράτειας, αποχώρησαν ζητωκραυγάζοντας υπέρ της Ένωσης με την Ελλάδα.
Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Χειμάρρα ήταν υπό Ελληνική διοίκηση (Οκτώβριος 1914 – Σεπτέμβριος 1916) και κατόπιν καταλήφθηκε από την Ιταλία.
Οι Ιταλοί χρησιμοποιώντας αιχμαλώτους πολέμου της Αυστροουγγαρίας για να κατασκευάσουν ένα δρόμο, που μείωσε σημαντικά την απομόνωση της περιοχής, που το 1921 πέρασε στον έλεγχο του Αλβανικού κράτους.
Οι ντόπιοι εξεγέρθηκαν το 1924 διαμαρτυρόμενοι για σειρά μέτρων που αποσκοπούσαν στον εξαλβανισμό τους και απαιτώντας τα ίδια προνόμια που απολάμβαναν πριν ενσωματωθούν στην Αλβανία.
Εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες ακολούθησαν επίσης το 1927 και το 1932, οι οποίες καταπνίγηκαν από τον βασιλιά Ζόγου.
Αργότερα η Χειμάρρα καταλήφθηκε πάλι από τους Ιταλούς κατά την Ιταλική εισβολή στην Αλβανία.
Στις 22 Δεκεμβρίου 1940, κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, η 3η Μεραρχία Πεζικού του Ελληνικού Στρατού μπήκε στη Χειμάρα για τρίτη φορά, μετά τη νικηφόρα μάχη κατά των Φασιστικών Ιταλικών δυνάμεων, που είχαν αναπτυχθεί στην περιοχή.
Η πόλη επανενώθηκε για λίγο με την Ελλάδα μέχρι τη Γερμανική εισβολή το 1941.
Ενώ, αρχικά η περιοχή υπαγόταν στην αναγνωρισμένη μειονοτική ζώνη από τις αλβανικές Αρχές, το 1945 εξαιρέθηκε από αυτήν, με αποτέλεσμα να κλείσουν τα ελληνικά σχολεία.
Το 2006 επαναλειτούργησε ελληνικό σχολείο (υπό μορφή δίγλωσσου ιδιωτικού) μετά από 61 χρόνια, στο οποίο έχει απονεμηθεί και τιμητική διάκριση από το ελληνικό υπουργείο εθνικής παιδείας και θρησκευμάτων.