Πριν από 50 χρόνια ήρθαν στο φως δύο μπρούτζινα αγάλματα της κλασσικής περιόδου.
Μέχρι σήμερα αποτελούν μυστήριο και συναρπάζουν με την απαράμιλλη ομορφιά τους.
Εφορία Αρχαιοτήτων Καλαβρίας, 17 Αυγούστου 1972, Αριθμός Πρωτοκόλλου 2232:
«Δύο γυμνές ανδρικές φιγούρες σε σκούρο, καφετί χρώμα, άριστα διατηρημένες, σχηματισμένες άρτια».
Ο χημικός Στέφανο Μαριοτίνι έκανε διακοπές στην Καλαβρία, κοντά στο 130 χλμ. της ιταλικής Εθνικής Οδού, στις ακτές του Ιονίου.
Η κατάδυση που έκανε το απόγευμα της 17ης Αυγούστου του 1972 έμεινε στην ιστορία.
Τυχαία εντόπισε στον βυθό δύο αγάλματα από τον 5ο πΧ αιώνα, την εποχή του Φειδία, αναφέρει σε εκτενές αφιέρωμα ο Αντρέας Ρόσμαν στο πολιτιστικό ένθετο της Frankfurter Allgemeine Zeitung.
«Μόνο πέντε μπρούντζινα αγάλματα έχουν διασωθεί από την κλασσική περίοδο της αρχαιοελληνικής τέχνης: ο Ηνίοχος των Δελφών, ο Ποσειδώνας από το Ακρωτήριο του Αρτεμισίου, ο Ιππέας του Αρτεμισίου – η χρονολόγησή τους ποικίλλει από τον 5ο μέχρι τον 1ο αιώνα π.Χ.- ο Ελληνιστικός Πρίγκηπας και ο Πυγμάχος των Θερμών».
Σε αυτά προστέθηκαν τα αγάλματα «Ριάτσε Α» και «Ριάτσε Β», όπως ονομάστηκαν, αναπαριστώντας έναν νέο, γεμάτο σφρίγος άνδρα κι έναν γηραιότερο και πιο πλαδαρό. Εικάζεται ότι πρόκειται «για πολεμιστές, αθλητές, μονομάχους ή τους Διόσκουρους».
Σύμβολο της ιταλικής πολιτιστικής κληρονομιάς
Τα δύο σπάνιας αισθητικής αγάλματα έχουν γίνει έκτοτε σύμβολα της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ιταλίας, ξεπερνώντας ακόμη και δείγματα γλυπτικής της Αναγέννησης.
Με αφορμή τα 50 χρόνια από την ανακάλυψή τους διοργανώνονται πλήθος εκδηλώσεων, εκθέσεων και επιστημονικών ημερίδων ανά την Ιταλία.
O Mάσιμο Οσάνα από τη Διεύθυνση Μουσείων του ιταλικού υπ. Πολιτισμού εξηγεί στην FAZ πόσο σημαντική ήταν η ανακάλυψη αυτή και για έναν ακόμη λόγο: έφερε την αρχαιολογία κοντά στο ευρύ κοινό. Στην κυριολεξία.
Τα δύο εντυπωσιακά αγάλματα που ζύγιζαν μαζί περίπου 400 κιλά αναδύθηκαν από τον βυθό του Ιονίου με ένα είδος υποβρύχιου αλεξίπτωτου, μπροστά στα μάτια ντόπιων και τουριστών που έσπευσαν στην παραλία της Καλαβρίας.
«Ο κόσμος μαγεύτηκε μονομιάς από την ομορφιά των μπρούντζινων αγαλμάτων» αναφέρει ο Ντανιέλε Καστρίτσιο, καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Μεσσήνης.
Έκτοτε τα δύο αγάλματα μεταφέρθηκαν στο Ρέτζιο ντι Καλάμπρια (Ρήγιο της Καλαβρίας) για συντήρηση, οι «πρώτες βοήθειες» τούς προσφέρθηκαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Μεγάλης Ελλάδας.
Από εκεί μεταφέρθηκαν στη Φλωρεντία για πιο ενδελεχή αποκατάσταση.
Πέρασαν από ειδική χημική επεξεργασία για να προστατευθούν από τη διάβρωση.
Εκεί αποκαλύφθηκε και η πραγματική τους σύνθεση.
Τα δύο αγάλματα είχαν φτιαχτεί σε διαφορετικά γύψινα καλούπια, ενώ για τις λεπτομέρειες χρησιμοποιήθηκαν περισσότερα υλικά: ασήμι, ασβεστίτης, χαλκός.
Ενθουσιασμός για την αρχαιολογία
Η πρώτη έκθεση των Πολεμιστών του Ριάτσε εγκαινιάστηκε στις 15 Δεκεμβρίου του 1980.
Είχε προγραμματιστεί μόνο για τρεις εβδομάδες, δεν είχε γίνει διαφήμιση, καμία αφίσα, κανένας κατάλογος, μια πρόχειρη μόνο «γραφειοκρατική» παρουσίαση.
Ο ενθουσιασμός όμως του ιταλικού κοινού ήταν τόσο μεγάλος που εκείνη η πρώτη έκθεση κράτησε έξι μήνες.
Διαδόθηκε από στόμα σε στόμα και το αποτέλεσμα ήταν τεράστιες ουρές έξω από το Αρχαιολογικό Μουσείο στο Ρέτζιο ντι Καλάμπρια.
Μισό εκατομμύριο επισκέπτες έσπευσαν σε εκείνη την πρώτη, σκανδαλωδώς πρόχειρη σε σχέση με τη σημασία του αρχαιολογικού θησαυρού παρουσίαση.
Μετά την πολύκροτη έκθεση μεταφέρθηκαν στο Κυρηνάλιο Μέγαρο με πρωτοβουλία του πρώην Ιταλού προέδρου Πέδρο Σάντρο Περτίνι.
Σήμερα βρίσκονται και πάλι στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεγάλης Ελλάδας στο Ρέτζιο ντι Καλάμπρια.