Πριν από έναν χρόνο, μόνο δύο δόσεις εμβολίου Covid-19 -ή μόνο μία στην περίπτωση του εμβολίου της Johnson & Johnson- θεωρούνταν αρκετές για υψηλή προστασία από τον κορωνοϊό.
Ύστερα, όμως, ήρθε η Όμικρον. Οι περισσότερες χώρες προχώρησαν στη χορήγηση ενισχυτικής τρίτης δόσης, ενώ το Ισραήλ έγινε η πρώτη χώρα που χορηγεί και τέταρτη δόση.
Θα συνεχιστεί αυτή η πρακτική; Θα σηκώνουμε τα μανίκια για νέα δόση κάθε λίγους μήνες;
Πάνω από δέκα ειδικοί δήλωσαν στους New York Times ότι, όπως και να εξελιχθεί η πανδημία, ο επαναληπτικός εμβολιασμός κάθε λίγους μήνες δεν είναι πρακτικά ρεαλιστικό σενάριο, ούτε έχει επιστημονική βάση.
«Δεν είναι βέβαια ανήκουστο να χορηγείται ένα εμβόλιο περιοδικά, πιστεύω όμως ότι υπάρχουν καλύτερες λύσεις από τις ενισχυτικές δόσεις ανά εξάμηνο» δήλωσε ο Ακίκο Ιβασάκι, ανοσολόγος του Πανεπιστημίου του Γέιλ.
Φθίνουσα προστασία
Ένα πρώτο πρόβλημα είναι ότι πολλοί θα ήταν απρόθυμοι να στήνονται στην ουρά για εμβολιασμό τόσο συχνά.
Στις ΗΠΑ, περίπου το 73% των ενηλίκων έχουν λάβει τις δύο πρώτες δόσεις, όμως μόνο το ένα τρίτο έχει επιλέξει να λάβει και ενισχυτική δόση.
Σε άλλες χώρες, σημαντικό μέρος του πληθυσμού δεν έχει ολοκληρώσει καν τον αρχικό εμβολιασμό.
Μέχρι στιγμής, εξάλλου, δεν υπάρχουν δεδομένα που αποδεικνύουν την αποτελεσματικότητα μιας τέταρτης δόσης, τουλάχιστον σε άτομα με υγιές ανοσοποιητικό σύστημα.
Οι ενισχυτικές δόσεις σίγουρα ανεβάζουν τα επίπεδα αντισωμάτων, όμως η ενίσχυση αυτή είναι προσωρινή.
Σύμφωνα με προκαταρκτικά ευρήματα, τα αντισώματα αρχίζουν να πέφτουν μόλις μερικές εβδομάδες μετά την τρίτη δόση.
Και, ακόμα και όταν τα αντισώματα βρίσκονται στο μέγιστο επίπεδο, η αναμνηστική δόση δεν προλαμβάνει πάντα τη λοίμωξη.
«Ακόμα και με αυτά τα επίπεδα αντισωμάτων, είναι πολύ δύσκολο να ελέγξουμε τον ιό για πολύ καιρό» δήλωσε ο ιολόγος Σέιν Κρότι του Ινστιτούτου Ανοσολογίας της Λα Τζόλα στην Καλιφόρνια.
«Ίσως ένα εμβόλιο ειδικά για την Όμικρον θα έκανε καλύτερη δουλειά».
Με την εκτίμηση αυτή συμφώνησε ο Άλι Έλμπεντι, ανοσολόγος του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον στο Σεντ Λιούις.
«Αν θέλεις να προσθέσεις κι άλλη δόση μετά τις τρεις, σίγουρα θα περίμενα μέχρι να κυκλοφορήσει εμβόλιο βασισμένο στην Όμικρον» είπε.
Κι άλλοι ειδικοί συμφώνησαν ότι η επαναλαμβανόμενη χρήση ενός εμβολίου που σχεδιάστηκε για το αρχικό πανδημικό στέλεχος δεν έχει νόημα.
Μια καλύτερη λύση θα ήταν ένα εμβόλιο που στοχεύει σε σταθερά τμήματα του ιού και προλαμβάνει όλους τους κορωνοϊούς.
Υπό ανάπτυξη βρίσκονται εξάλλου εμβόλια που χορηγούνται από τη μύτη και το στόμα, τα οποία ίσως αποδειχθούν πιο αποτελεσματικά επειδή εξοπλίζουν με αντισώματα τους ιστούς που έρχονται πρώτοι σε επαφή με τον ιό.
Επαρκής προστασία έναντι της νοσηλείας
Όλοι οι ειδικοί που μίλησαν στους New York Times συμφώνησαν ότι η τρίτη δόση είναι απαραίτητη.
Όμως η τέταρτη δόση μάλλον δεν έχει νόημα, δεδομένου ότι, παρά την πτώση των αντισωμάτων, τα Τ και Β κύτταρα του ανοσοποιητικού σύστημα προσφέρουν επαρκή προστασία από τη βαριά νόσο και τη νοσηλεία.
Οι επαναλαμβανόμενες αναμνηστικές δόσεις ίσως θα είχαν νόημα αν ο εμβολιασμός προλάμβανε ακόμα και την ασυμπτωματική μόλυνση, ώστε να περιορίζεται η διασπορά του ιού.
Η Όμικρον, όμως, απέδειξε ότι αυτό δεν συμβαίνει.
Στόχος δεν είναι η πλέον η πρόληψη όλων των λοιμώξεων αλλά η πρόληψη των νοσηλειών, κάτι που δείχνουν να καταφέρνουν οι πρώτες τρεις δόσεις.
Επιπλέον, οι ενισχυτικές δόσεις έχει νόημα να χορηγούνται την κατάλληλη στιγμή, όταν εμφανίζονται νέα στελέχη.
Πολλοί άνθρωποι που έλαβαν την τρίτη δόση το φθινόπωρο, πριν από την εμφάνιση της Όμικρον, είναι πλέον ευάλωτοι στη νέα παραλλαγή επειδή τα επίπεδα προστασίας έχουν υποχωρήσει.
Στην περίπτωση της γρίπης, ο εμβολιασμός συνιστάται να γίνεται αμέσως πριν την έναρξη της περιόδου της εποχικής γρίπης.
Αν ο κορωνοϊός σταθεροποιηθεί τελικά σε ένα παρόμοιο εποχικό μοτίβο, «τότε μπορείς να φανταστείς ένα σενάριο στο οποίο δίνουμε αναμνηστικές δόσεις πριν από τον χειμώνα κάθε χρόνο» λέει ο Σκοτ Χένσλεϊ, ανοσολόγος του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια.
Υπάρχουν εξάλλου και ειδικοί που ανησυχούν ότι οι συχνοί εμβολιασμοί μπορεί να είναι ακόμα και επιβλαβείς λόγω του φαινομένου «του προπατορικού αντιγονικού αμαρτήματος».
Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, το ανοσοποιητικό σύστημα αντιδρά ικανοποιητικά στο αρχικό στέλεχος, όχι όμως στις επόμενες παραλλαγές.
«Έχουμε ήδη αρκετές ενδείξεις ότι αυτό θα μπορούσε να είναι πρόβλημα» είπε η δρ Έιμι Σέρμαν του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ.
«Σίγουρα έχουμε δει σημαντικά εξελικτικά βήματα σε μικρό χρονικό διάστημα».