Η διπλωματία των ΗΠΑ «καταδικάζει σθεναρά» την επίθεση τζιχαντιστών εναντίον λεωφορείου στο κεντρικό Μάλι η οποία στοίχισε τη ζωή σε 31 ανθρώπους και τραυμάτισε άλλους 17, ανακοίνωσε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ χθες Κυριακή.
Η κυβέρνηση της αφρικανικής χώρας ανακοίνωσε προχθές Σάββατο ότι η επίθεση διαπράχθηκε την Παρασκευή κοντά στην Μπαντιαγκαρά, στην περιοχή Μοπτί, στο κεντρικό Μάλι.
Ο μεταβατικός πρόεδρος του Μαλί, ο συνταγματάρχης Ασιμί Γκοϊτά, κήρυξε τριήμερο εθνικό πένθος από χθες Κυριακή.
Οι σημαίες θα κυματίζουν μεσίστιες σε όλα τα δημόσια κτίρια.
Σε ανακοίνωσή της που μεταδόθηκε από τη δημόσια τηλεόραση η κυβέρνηση του τόνισε πως «λαμβάνονται όλα τα μέτρα για να συλληφθούν και να τιμωρηθούν οι δράστες αυτής της επαίσχυντης και τραγικής ενέργειας».
Τα θύματα πήγαιναν από το χωριό Σονγκό σε αγορά στην Μπαντιαγκαρά όταν «τρομοκράτες» άνοιξαν πυρ με πολυβόλα εναντίον του λεωφορείου, που κατόπιν πυρπόλησαν.
Σύμφωνα με τοπικό αιρετό, ανάμεσα στα θύματα ήταν «γυναίκες και παιδιά».
Ο ίδιος μίλησε επίσης για «εξαφανισθέντες», χωρίς να δώσει περισσότερες διευκρινίσεις.
Η περιοχή Μοπτί αποτελεί εστία του κύματος βίας στο Μάλι, το οποίο οι αρχές αποδίδουν σε οργανώσεις που ορκίζονται πίστη είτε στην Αλ Κάιντα, ή στο Ισλαμικό Κράτος (ISIS).
Δεν έχει υπάρξει ανάληψη της ευθύνης για τη σφαγή της Παρασκευής από κάποια από τις οργανώσεις που λυμαίνονται την περιοχή μέχρι στιγμής.
Στο δελτίο Τύπου που υπογράφεται από τον εκπρόσωπο του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, τον Νεντ Πράις, σημειώνεται πως οι ΗΠΑ «καταδικάζουν σθεναρά την επίθεση εναντίον αμάχων (…) κοντά στην Μπαντιαγκαρά», εκφράζουν «τα πιο βαθιά συλλυπητήριά τους στον λαό του Μάλι και θα συνεχίσουν να συνεργάζονται μαζί του στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει ένα μέλλον με ασφάλεια, ευημερία και δημοκρατία».
Η δράση τζιχαντιστικών οργανώσεων δεν σταματά να κλιμακώνεται σε όλο το Σαχέλ –στο Μάλι, στην Μπουρκίνα Φάσο, στον Νίγηρα– τα τελευταία χρόνια, με χιλιάδες νεκρούς και εκατομμύρια εσωτερικά εκτοπισμένους και πρόσφυγες.
Από το 2012, όταν ξέσπασε σύρραξη ανάμεσα στις κυβερνητικές δυνάμεις από τη μια, αυτονομιστές αντάρτες και τζιχαντιστές στον βορρά από την άλλη, το Μάλι μπήκε και παραμένει ως και σήμερα σε ατελείωτη θύελλα, παρά την υποστήριξη της διεθνούς κοινότητας και τις επεμβάσεις δυνάμεων του ΟΗΕ, κρατών της Αφρικής, καθώς και της Γαλλίας.
Η κατάσταση παραμένει εξαιρετικά επικίνδυνη στη χώρα, κάτι που η κατάληψη της εξουσίας από τους στρατιωτικούς με το πραξικόπημα του 2020 κάθε άλλο παρά επέλυσε.
Πέρα από τη βία των τζιχαντιστών η περιφέρεια Μοπτί πλήττεται επίσης από εντάσεις ανάμεσα σε μέλη της φυλής Ντογκόν και μέλη της νομαδικής φυλής Πελ, εξαιτίας διαφορών για τα χωράφια και τα βοσκοτόπια.
Στις συγκρούσεις μεταξύ φυλών προστίθεται η βία παραστρατιωτικών οργανώσεων «άμυνας» και συμμοριών κακοποιών που δρουν στο Μάλι. Ο στρατός κατηγορείται επίσης για φρικαλεότητες.