Ορισμένες χώρες θα δυσκολευτούν να διαχειριστούν τη δημοσιονομική τους κατάσταση εν όψει των αυξημένων δαπανών που απαιτεί η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, προειδοποιεί το Διεθνές Χρηματοοικονομικό Ινστιτούτο (IIF).
Το οικονομικό κόστος της πανδημίας έχει οδηγήσει σχεδόν στα 300 τρισ. δολάρια τα χρέη των κυβερνήσεων, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών λόγω των υπέρoγκων δαπανών της πανδημίας.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του IIF, το παγκόσμιο χρέος ήδη κορυφώθηκε στα υφιστάμενα 296 δισ. δολάρια και αναμένεται να αποκλιμακωθεί, όμως, σε μικρό βαθμό προς τα τέλη του έτους.
Tο μέλλον κρύβει μεγάλες προκλήσεις εάν αναλογιστεί κανείς τις δαπάνες που προκύπτουν από το δημογραφικό πρόβλημα αλλά και την ενεργειακή μετάβαση των οικονομιών στην πράσινη ενέργεια.
Μια ακόμη παράμετρος που προβληματίζει το Διεθνές Χρηματοοικονομικό Ινστιτούτο είναι η άνοδος του πληθωρισμού που ασκεί πιέσεις στις κεντρικές τράπεζες να περιορίσουν την επεκτατική νομισματική πολιτική που ασκούν από την αρχή της πανδημίας.
«Αυτό σημαίνει υψηλότερο κόστος δανεισμού, δηλαδή υψηλότερα επιτόκια που θα επιβαρύνουν κυβερνήσεις και κλάδους της οικονομίας», σχολίασε ο Έμρε Τιφτίκ, υπεύθυνος ερευνών στον τομέα της βιωσιμότητας του IIF.
Απευθυνόμενος στο πρακτορείο Reuters, ο ίδιος υπογράμμισε ότι «το θέμα μεσοπρόθεσμα είναι να βρεθούν οι πόροι για τη χρηματοδότηση των στόχων στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αρκετοί εκ των οποίων ήδη δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες του περιβάλλοντος».
Οι δαπάνες της ενεργειακής μετάβασης
Η Παγκόσμια Τράπεζα προσδιορίζει στα 90 δισ. δολάρια τις δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις που είναι απαραίτητες για τη μείωση των εκπομπών ρύπων μέχρι το 2030.
Σε αυτή τη φάση, όμως, δεν έχει χαραχθεί μια διεθνής στρατηγική για τον τρόπο που θα εκδοθεί ένα τόσο υψηλό χρέος.
Εύλογα το IIF συμπεραίνει πως το μεγαλύτερο πλήγμα ως προς τη διαχείριση αυτών των δαπανών θα υποστούν οι χώρες χαμηλού εισοδήματος.
Σε πλεονεκτική θέση βρίσκονται οι χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου διότι μπορούν να χρηματοδοτήσουν δαπανηρά ενεργειακά έργα με την έκδοση ομολόγων στο δικό τους νόμισμα και με χαμηλά επιτόκια.
Στις περιπτώσεις των ΗΠΑ και της Ευρώπης, παραδείγματος χάριν, οι κεντρικές τράπεζες έχουν απεριόριστη δυνατότητα να απορροφούν χρέος και να δημιουργούν τραπεζικά αποθέματα, τονίζουν οικονομικοί αναλυτές στο Reuters.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού του αμερικανικού Κογκρέσου υπολογίζει ότι το κόστος εξυπηρέτησης του χρέος της χώρας ως ποσοστό των συνολικών της υποχρεώσεων θα αυξηθεί από το 1,6% το 2020 στο 2,7% το 2031.
Ακόμη και αν το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ φθάσει στο 106% του ΑΕΠ σε μια δεκαετία, ένα τέτοιο επιτόκιο αντανακλά μετριοπαθή αύξηση.