Με ένα άρθρο- καταπέλτη οι Financial Times κάνουν λόγο για κατάρρευση του Τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Ο Τούρκος Πρόεδρος πλέον δεν είναι όσο άτρωτος ήταν παλαιότερα και η εξουσία του αρχίζει να κλονίζεται, σημειώνει ο αρθρογράφος Ντέιβιντ Γκάρντνερ της εφημερίδας.
Ο ίδιος εστιάζει σε ένα συγκεκριμένο περιστατικό. Στην αποπομπή του Μελίχ Μπουλού τον οποίο είχε επιβάλει ως πρύτανη στο Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου τον Ιανουάριο. Η στροφή 180 μοιρών του Ερντογάν, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, αποκαλύπτει «τόσο κακή κρίση όσο και πολιτική αστάθεια».
Συγκεκριμένα, όπως αναλύει ο αρθρογράφος των FT ο Τούρκος πρόεδρος απέπεμψε τον Μελίχ Μπουλού, τον οποίο είχε επιβάλει ως πρύτανη στο Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου (Bogazici) τον Ιανουάριο.
Η στροφή αυτή έλαβε χώρα μετά από έξι μήνες διαμαρτυριών στο campus του πανεπιστημίου, οι οποίες είχαν απήχηση σε όλη τη χώρα, φέρνοντας κατά νου την αναταραχή του 2013.
Στα χρόνια που πέρασαν από τότε, ο Τούρκος πρόεδρος έχει κινηθεί για να ενισχύσει την εξουσία του, αντικαθιστώντας το κοινοβουλευτικό σύστημα της Τουρκίας με ένα προεδρικό ρωσικού τύπου, και «γεμίζοντας θεσμούς όπως η Δικαιοσύνη, ο ακαδημαϊκός τομέας και τα ΜΜΕ» με δικούς του ανθρώπους.
Από το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 και μετά, επίσης, έχει χρησιμοποιήσει εξουσίες έκτακτης ανάγκης για να αποπέμψει πάνω από 100.000 άτομα και να θέτει υπό κράτηση σχεδόν κατά βούληση.
«Ωστόσο δεν έχει ακόμα καταφέρει να συντρίψει αυτό το ήμισυ του πληθυσμού της Τουρκίας που αντιτίθεται στην εισβολή του στον προσωπικό και πολιτικό του χώρο και στο εθνο-λαϊκιστικό αμάλγαμα του νέο-ισλαμιστικού κόμματός του, ΑΚΡ, και των ακροδεξιών συμμάχων του του ΜΗΡ» αναφέρει ο Γκάρντνερ και συμπληρώνει ότι ο διορισμός του Μπουλού είχε εκληφθεί ως ιδιαίτερα επιθετική ενέργεια από τους τους ακαδημαϊκούς και τους αποφοίτους του πανεπιστημίου, που θεωρείται το κορυφαίο και απόλυτα κοσμικό πανεπιστημιακό ίδρυμα της χώρας.
«Ο Ερντογάν έχει διευρύνει την πρόσβαση στην ανώτερη εκπαίδευση, τριπλασιάζοντας τον αριθμό των πανεπιστημίων σε δύο δεκαετίες, μα παρέχει ποσότητα, όχι ποιότητα.
»Συνηθισμένο να επιλέγει μόνο του τους πρυτάνεις του, το Bogazici απλά αρνήθηκε να αποδεχτεί μια ακαδημαϊκή μετριότητα, που έχει κατηγορηθεί για λογοκλοπή και δεν ήταν καν σε θέση να εκλεγεί σε έδρα του ΑΚΡ το 2015.
»Το κίνημα εναντίον του Μπουλού και υπέρ της ακαδημαϊκής ελευθερίας αρνήθηκε να τα παρατήσει, ακόμα και όταν οι υποστηρικτές του χαρακτηρίζονταν τρομοκράτες και “ανώμαλοι LGBT” από τον Σουλεϊμάν Σοϊλού, τον ισχυρό υπουργό Εσωτερικών του Ερντογάν».
Σύμφωνα με τον Γκάρντνερ, είναι νωρίς για να χαρακτηρίσει κανείς αυτή την εξέλιξη νίκη, ωστόσο υπογραμμίζει πως η αποπομπή του Μπουλού μπορεί να είναι κάτι παραπάνω από μια τακτική υποχώρηση όπως αυτές που είχαν γίνει στο παρελθόν, πχ με την περίπτωση του Μπεράτ Αλμπαϊράκ, γαμπρού του που είχε διατελέσει υπουργός Οικονομικών.
«Όταν ένας πολιτικός μαχητής του δρόμου σαν τον Ερντογάν χρειάζεται να σκύψει, είναι καλή ιδέα να περιμένεις το χτύπημα- απάντηση. Ωστόσο αυτή η πολύ δημόσια περίπτωση κακής κρίσης εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο τρωτότητας».
Το ΑΚΡ, προσθέτει ο αρθρογράφος, παρά τους θριάμβους του στο παρελθόν, φαίνεται πλέον «κούφιο», καθώς ο Ερντογάν έχει διώξει τους πρώην συντρόφους και συνιδρυτές, «προτιμώντας μια νεοσουλτανική αυλή συκοφαντών που του λένε αυτά που θέλει να ακούσει.
Στις τοπικές εκλογές του 2019 έχασε την Κωνσταντινούπολη, όπου είχε αρχίσει ως δήμαρχος καθώς και την πρωτεύουσα, Άγκυρα, και τις περισσότερες μεγάλες πόλεις της Τουρκίας. Αυτές οι ενδείξεις πολιτικής θνητότητας έχουν πρόσφατα ενισχυθεί από τον καταποντισμό του ΑΚΡ στις δημοσκοπήσεις».
Το κόμμα, όπως σημειώνεται στο άρθρο, εγκαταλείπεται από σημαντικές εκλογικές περιφέρειες, ενώ το μοντέλο ανάπτυξης του Ερντογάν, που βασιζόταν στον φθηνό δανεισμό, την κατανάλωση και την οικοδομική δραστηριότητα, φάνηκε να καταρρέει πριν την πανδημία, ενώ ο Αλμπαϊράκ δεν μπόρεσε να υπερασπιστεί αποτελεσματικά τη λίρα.
Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να συνασπιστεί μια κατακερματισμένη κατά τα άλλα αντιπολίτευση- ενώ συνεχίζονται τα πλήγματα από άλλες πλευρές, όπως πχ οι αποκαλύψεις του Τούρκου «μαφιόζου» Σεντάτ Πεκέρ.
«Επιπρόσθετα, πολλές Τουρκάλες, σε ιδεολογικά και πολιτισμικά πλαίσια, έχουν εξοργιστεί από την απόσυρση του Ερντογάν από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών, την οποία η Τουρκία ήταν η πρώτη χώρα που υπέγραψε.
«Οι αυταρχικές του τάσεις συνασπίζουν δυνάμεις εναντίον του.
»Όχι μόνο το κοσμικό CHP του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ… ο δρόμος του προς την εξουσία είναι γεμάτος με συμμάχους που ξεφορτώθηκε, όπως ο πρώην πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου, ο πρώην πρόεδρος Αμπντουλάχ Γκιουλ και ο πρώην αντιπρόεδρος και τσάρος της οικονομίας Αλί Μπαμπατζάν.
»Έχουν ιδρύσει κόμματα αντίπαλα προς το ΑΚΡ που δεν μπορούν να νικήσουν, μα του αφαιρούν ψήφους και τις προσθέτουν σε κάθε συνασπισμό εναντίον του Ερντογάν.
»Ο νικητής δήμαρχος Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου, από το CHP μα με ένα προφίλ κάπως σαν του Ερντογάν, δημιούργησε με επιτυχία έναν ευρύ συνασπισμό ενάντια στο ΑΚΡ, επιδεικνύοντας πως ο οδοστρωτήρας μπορεί να σταματηθεί».
Όπως αναφέρει ο Γκάρντνερ, ο Ερντογάν αντεπιτίθεται, επιδιδόμενος σε μια εκστρατεία εναντίον του φιλοκουρδικού, αριστερού HDP, του τρίτου μεγαλύτερου κόμματος της Τουρκίας, κατηγορώντας το ως «βιτρίνα» του ΡΚΚ που διεξάγει αντάρτικο εδώ και δεκαετίες.
«Αντιμετωπίζοντας το HDP ως τρομοκράτες- λύκους με προβιά, το ΑΚΡ ελπίζει να αποσπάσει συντηρητικούς Κούρδους ψηφοφόρους που το υποστήριζαν στο παρελθόν» σημειώνει σχετικά.
Καταλήγοντας, ο αρθρογράφος γράφει πως ο οπορτουνισμός του Τούρκου προέδρου συχνά έφερνε αποτελέσματα την κατάλληλη στιγμή «ωστόσο πολλοί στην Τουρκία διαισθάνονται πως το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του υποχωρεί και ίσως η τύχη του να τελειώνει».