«Ο μη δαρείς άνθρωπος ου παιδεύεται».
Αυτό το απόφθεγμα του αρχαίου κωμικού ποιητή Μενάνδρου είχε προτάξει στην αυτοβιογραφία του ο μεγάλος Γερμανός ποιητής Γκαίτε αποτίοντας, κατά κάποιον τρόπο, τιμή στην απέριττη σοφία ενός συναδέλφου, από τον οποίον τον χώριζαν αιώνες ολόκληροι.
Ο Μένανδρος είχε ζήσει στην αρχαία Αθήνα στα τέλη του 4ου αιώνα προ Χριστού και ο Γκαίτε γνώριζε στις αρχές του 19ου αιώνα ελάχιστα αποσπάσματά του, μια και οι αττικιστές είχαν φροντίσει να διακόψουν την αντιγραφή των κειμένων του Μενάνδρου λόγω των παρεφθαρμένων υποτίθεται μεταγενέστερων ελληνικών του.
Μόλις στις αρχές του 20ού αιώνα τα παπυρικά ευρήματα στην Αίγυπτο μας επέτρεψαν μια ευρύτερη γνώση του ιδιοφυούς εκείνου αρχαίου ποιητή που θεωρείται σήμερα ο κατ’ εξοχήν πρόδρομος της σύγχρονης κωμωδίας, πόσο μάλλον που ορισμένα έργα του είχαν διασκευάσει οι Ρωμαίοι ποιητές Πλαύτος και Τερέντιος.
Και σήμερα ακόμα ο Μένανδρος διαβάζεται και μεταφράζεται.
Στη Γερμανία, όπως σημειώνει η ελληνική υπηρεσία της DW, για παράδειγμα κυκλοφόρησε φέτος μια νέα δίγλωσση έκδοση των κωμωδιών και αποσπασμάτων του σε μετάφραση και σχολιασμό του κλασσικού φιλολόγου Πέτερ Ράου, επί σειρά ετών διευθυντή της Κρατικής και Πανεπιστημιακής Βιβλιοθήκης του Αμβούργου.
Μια έκδοση που περιλήφθηκε στο πρόγραμμα της Wissenschaftliche Buchgesellschaft, ενός εκδοτικού οίκου με πάνω από εκατό χιλιάδες συνδρομητικά μέλη και ειδίκευση στις αρχαιογνωστικές επιστήμες.
Κι έτσι μέσα από τη γερμανική έκδοση ερχόμαστε πάλι σε επαφή με τις χαρίεσσες μορφές του Μενάνδρου, τον «Δύσκολο», την «Περικειρομένη» η τη «Σαμία», τους ομορφονιούς και τους παράσιτους, τους πονηρούς δούλους και τις καλόκαρδες εταίρες, τους πλιατσικολόγους στρατιώτες και τις σεμνές κι ερωτευμένες κοπέλες.
Και ξαναμπαίνουμε στο λίκνο της αστικής κωμωδίας, χωρίς ίχνος πια πολιτικής σάτιρας όπως στον Αριστοφάνη, με άφθονο όμως και καλοπροαίρετο σκώμμα για τη μοίρα των ανθρώπων.
Γιατί αρέσει ακόμα ο Μένανδρος, τι είναι αυτό που τον διατηρεί οικείο;
Ο κριτικός της Süddeutsche Zeitung του Μονάχου στη βιβλιοπαρουσίασή του σημειώνει: «Η Αθήνα και η Σπάρτη είχαν χάσει την πολιτική σημασία τους από τα τέλη του 5ου αιώνα μετά από ένα σχεδόν τριακονταετή πόλεμο και ο Μέγας Αλέξανδρος είχε αποσπάσει από τις ελληνικές πόλεις την αρχαία αυτονομία τους. Κι όσο λιγότερο ο κάθε μεμονωμένος πολίτης μπορούσε να διοχετεύσει τη φιλοδοξία του στη διαχείριση των κοινών, τόσο περισσότερη βαρύτητα αποκτούσε για τον ιδιώτη η προσωπική επιτυχία στο εμπόριο. Πολλοί αποδύονταν στο επικίνδυνο αλλά και κερδοφόρο θαλάσσιο εμπόριο, την πρώτη παγκοσμιοποίηση στην ιστορία. Την επιτυχία ή την κακοδαιμονία οι άνθρωποι δεν την ερμήνευαν πια σαν τελεσίδικη απόφαση του Ολύμπου, αλλά σαν επίδραση της θεάς Τύχης. Και συνακόλουθα η φιλοσοφία στράφηκε στο πρόβλημα της προσωπικής ευδαιμονίας.»
Και μαζί της η τέχνη.
Αυτής της εποχής παιδί ήταν ο Μένανδρος κι αυτή η εποχή είχε πολλά κοινά γνωρίσματα με τη σημερινή, τη δική μας.