«Η πολιτική του κατευνασμού απέναντι στον Τούρκο πρόεδρο δεν λειτουργεί» αναφέρει σε άρθρο του πρόεδρος γερμανικού think tank.
Η έγκριτη δεξαμενή σκέψης «Deutsche Gesellschaft für Auswärtige Politik» (DGAP) δημοσιεύει με στην ιστοσελίδα της άρθρο του Προέδρου της Dr. Thomas Enders με τίτλο «Η ΕΕ χρειάζεται μια θαρραλέα γερμανική εξωτερική πολιτική» και υπότιτλο «Λόγω υπερεξοπλισμένων επιτιθέμενων σαν την Τουρκία βοηθάει μόνο αξιόπιστος εκφοβισμός».
Οι ελιγμοί της Γερμανίας στη διένεξη στο Αιγαίο οφείλονται σε ιστορικούς λόγους.
Αλλά αυτή η στάση είναι μοιραία.
Η γερμανική κυβέρνηση δεν έχει καταλάβει ακόμα ότι η πολιτική του κατευνασμού απέναντι στον Τούρκο Πρόεδρο δεν λειτουργεί.
Ολόκληρο το άρθρο – παρέμβαση:
Η όλο και πιο επιθετική συμπεριφορά της Τουρκίας στο Αιγαίο απαιτεί την πλήρη στήριξη της ΕΕ για το μέλος της ΕΕ, Ελλάδα.
Καθαρά και ξάστερα. Επί της ουσίας. Αλλά δυστυχώς, η πραγματικότητα είναι διαφορετική.
Μέχρι τώρα μόνον η Γαλλία, η Ιταλία, η Αυστρία, το Λουξεμβούργο και η Κύπρος τάχθηκαν ξεκάθαρα στο πλευρό της Ελλάδας, η Γαλλία και με στρατιωτική παρουσία στην περιοχή.
Αυτό φανερώνει την ανικανότητα της ΕΕ – και της Γερμανίας.
Η Γερμανία θέλει να συνεχίσει να μεσολαβεί, να κρατά ανοιχτούς τους διαύλους του διαλόγου με την Άγκυρα και να θέσει το θέμα στην ατζέντα διαφόρων θεσμικών οργάνων της ΕΕ.
Και καλά κάνει. Αλλά φτάνει αυτό;
Γιατί η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν ξεκαθαρίζει χωρίς δυνατότητα παρανόησης με ποια πλευρά τάσσεται και ότι, αν καταστεί αναγκαίο, θα επιβάλει κυρώσεις στην Άγκυρα;.
Ακαθόριστος μεσολαβητικός ρόλος
Μια σαφής τοποθέτηση του οικονομικά ισχυρότερου μέλους της ΕΕ στο πλευρό της Ελλάδας θα εντυπωσίαζε τον επιτιθέμενο περισσότερο από έναν διαμεσολαβητικό ρόλο, που εξαντλείται σε εκκλήσεις προς τη λογική των δύο πλευρών.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε γνωστό ότι, αν έψαχνε έναν ουδέτερο μεσολαβητή, θα τηλεφωνούσε στην Ελβετία.
Η ελληνική κυβέρνηση και η κοινή γνώμη είναι απογοητευμένες και θυμωμένες με τους γερμανικούς ελιγμούς.
Η φιλία στην ανάγκη εκδηλώνεται διαφορετικά – λένε οι Έλληνες.
Ειδικά ο Μητσοτάκης, από τότε που ανέλαβε καθήκοντα το καλοκαίρι του 2019, έκανε πολλά για τη βελτίωση των ελληνογερμανικών σχέσεων.
Η τουρκική επιθετικότητα στο Αιγαίο δεν έρχεται ξαφνικά.
«Δένει» με την εικόνα μιας εδώ και χρόνια όλο και πιο επεκτατικής και επιθετικής εξωτερικής και μεταναστευτικής πολιτικής, στη Συρία, τη Λιβύη, απέναντι στους Κούρδους και τώρα και στη Μεσόγειο.
Έτσι όπως ο Βλάντιμιρ Πούτιν έθεσε στόχο του να διορθώσει τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και να ξαναμαζέψει όσο το δυνατόν περισσότερη «ρωσική γη», έτσι προφανώς θέλει και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν – κατά το πρότυπο της καταρρεύουσας πριν από 100 χρόνια οθωμανικής αυτοκρατορίας – να καταστήσει την Τουρκία επικυρίαρχη δύναμη στην ανατολική Μεσόγειο, στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή.
Παράλληλα, εδώ και χρόνια, ο Ερντογάν αυξάνει την καταπίεση στο εσωτερικό της χώρας του και φυλακίζει τους πολιτικούς, δημοσιογράφους και δικαστές που αντιπαθεί.
De facto η Τουρκία σήμερα είναι μια δικτατορία, μολονότι (ακόμα) υπάρχουν δημοκρατικές εκλογές.
Η Ελλάδα είναι ο αξιόπιστος εταίρος
Το Βερολίνο δεν θέλει να πάρει ξεκάθαρα θέση υπέρ της Ελλάδας.
Θέλει να παραμείνει ουδέτερο.
Άλλωστε, με την Τουρκία υπάρχει μια πολύ ευρύτερη ατζέντα διαλόγου, κι όχι «μόνο» η διένεξη στο Αιγαίο.
Το θέμα της μετανάστευσης, για παράδειγμα, συνεχίζει να παίζει έναν σημαντικό ρόλο – λένε.
Αλλά δεν ήταν ο έλληνας πρωθυπουργός Μητσοτάκης αυτός που την άνοιξη απέτρεψε αποφασιστικά έναν συνωστισμό παράνομων μεταναστών, που υποστηρίχτηκε (αν δεν οργανώθηκε κιόλας) από τον Ερντογάν, κατά των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ;
Το σύμφωνο μετανάστευσης με την Τουρκία καθιστά εκβιάσιμη την ΕΕ και μπορεί να διατηρηθεί μόνο με κονδύλια δισεκατομμυρίων από τις Βρυξέλλες.
Ένας αξιόπιστος εταίρος όμως όσον αφορά την προστασία των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ – κι αυτό το κατέδειξε ακριβώς ο Μητσοτάκης – είναι αναμφίβολα η Ελλάδα.
Η γερμανική κυβέρνηση δεν έχει καταλάβει ακόμα ότι η πολιτική του κατευνασμού απέναντι στον τούρκο Πρόεδρο δεν λειτουργεί.
Ιστορικά, πού έχει κατορθωθεί η αποτροπή ενός αποφασισμένου αυταρχικού ηγέτη από την επεκτατική του πορεία με κατευνασμό, υποχωρητικότητα και χρήματα για να πουλά προστασία;
Ειδικά εμείς οι Γερμανοί έπρεπε να έχουμε πάρει το μάθημά μας ως προς αυτό.
Αν προφανώς δεν πρόκειται να υπάρξουν σκέψεις ούτε καν για οικονομικές κυρώσεις κατά του Ερντογάν, τότε πού έχει η ΕΕ δυνατότητα επιρροής, ώστε να αποτρέψει τον τούρκο Πρόεδρο από την επιθετική γραμμή του στο Αιγαίο και αλλού;
Το πρόβλημα της εγκράτειας στην εξουσία
Το πρόβλημα της εξωτερικής πολιτικής του Βερολίνου πάει στο μεταξύ πολύ βαθύτερα, όχι μόνον όσον αφορά τη συμπεριφορά της ομοσπονδιακής κυβέρνησης στην παρούσα διένεξη στο Αιγαίο.
Είναι το αποτέλεσμα πολυετούς αυθυποβολής των πολιτικών ελίτ ότι η εγκράτεια στην εξουσία και η πολυμέρεια μπορούν να αποτελέσουν τη μόνη υπεύθυνη εξωτερική πολιτική για τη Γερμανία.
Η Ούρσουλα φον ντερ Λέιεν ως ΥΠΑΜ έδωσε τη χαρακτηριστική σημασία του στον όρο «leading from the middle», στην ηγεσία από το κέντρο, ως περιγραφή του στόχου της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής της ασφάλειας.
Ο όρος αυτός είναι κατάλληλος για τον χαρακτηρισμό της πολιτικής του Βερολίνου.
Αν και ο όρος «hiding in the middle» – χωρίς να εκτίθεται και κρυπτόμενη πίσω από άλλους – θα περιέγραφε καλύτερα τη γερμανική στρατηγική.
Μολονότι η πολυμέρεια, δηλαδή η ευρεία διεθνής συνεργασία στην αντιμετώπιση διενέξεων αποτελεί καθεαυτήν ορθή και απόλυτα σημαντική συμβολή στην εξωτερική πολιτική, ωστόσο χάνονται εδώ σε σκέτη έλλειψη θάρρους η ηθική σαφήνεια, αποφασιστικότητα και η δυνατότητα αποτροπής.
Οι υποσχέσεις για εταιρική σχέση και στήριξη γίνονται λέξεις κενές περιεχομένου, όπως προς το παρόν στην περίπτωση της Ελλάδας.
Η βίβλος στρατηγικής του Πούτιν εμφανίζει επιτυχίες
Μια άλλη βερολινέζικη «σοφία», που παγιώθηκε σε ιδεολογία, είναι ότι οι πολιτικές διενέξεις ουδέποτε θα μπορούσαν να επιλυθούν με στρατιωτικά μέσα.
Αυτή η επαναλαμβανόμενη με θρησκευτική ευλάβεια από πολιτικούς όλων των αποχρώσεων φράση δεν είναι μόνο λανθασμένη, αλλά ξεχνά και την ιστορία.
Ας κοιτάξει μόνο κανείς τις αξιοσημείωτες επιτυχίες, που πέτυχε ο Πούτιν τα τελευταία 10 χρόνια με ένοπλη βία, στον Καύκασο, την Ουκρανία και τη Συρία.
Και ο Ερντογάν φαίνεται να αντιγράφει από τη βίβλο στρατηγικής του Πούτιν.
Μόλις έκανε δικό του με ένοπλη βία ένα κομμάτι της Συρίας, προμηθεύει, παρά τις διεθνείς συμφωνίες, όπλα στη Λιβύη και κήρυξε τον πόλεμο στους Κούρδους.
Η αρχαία ρωμαϊκή σοφία „si vis pacem, para bellum“ ηχεί πολεμοχαρής και εκτός εποχής, στην ουσία όμως ισχύει και τον 21ο αιώνα: απέναντι σε αδιάφορους και υπερεξοπλισμένους επιτιθέμενους ο αδύναμος και μη θαρραλέος δεν μπορεί να σταθεί μόνο με ανακοινωθέντα και διασκέψεις. Πρέπει να μπορεί να εκφοβίζει αξιόπιστα.
Κατά τη δεκαετία του 1980, το τότε κίνημα ειρήνης έθεσε στόχο του να καταστήσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας «δομικά ανίκανη προς επίθεση».
Αυτός λοιπόν ο στόχος έχει προ πολλού επιτευχθεί – αρκεί να δει κανείς τη θλιβερή υλική κατάσταση του ομοσπονδιακού στρατού.
Όποιος όμως δεν έχει στρατιωτικές επιλογές που μπορεί να πάρει κανείς στα σοβαρά, αυτός φυσικά τείνει προς την έλλειψη θάρρους και την προτρέχουσα υποχώρηση μπροστά στον βίαιο αυταρχικό ηγέτη.
Και καλύπτει αυτήν την καθόλου τιμητική συμπεριφορά με φαινομενικά προοδευτικό λεξιλόγιο, όπως ακριβώς με την πολυμέρεια. Ή την «ηγεσία από το κέντρο», κοινώς: Hannemann, μπες εσύ μπροστά.
Αυτό όμως λειτουργούσε όσο οι Αμερικανοί είχαν υπό την ομπρέλα προστασίας τους την Ευρώπη και τη Γερμανία. Αλλά αυτοί οι καιροί πέρασαν και οι υποσχέσεις των ΗΠΑ για προστασία έχουν χάσει κατά πολύ σε αξιοπιστία.
Ευτυχώς δεν έχουν προσβληθεί όλοι στην ΕΕ από τη γερμανική ασθένεια, όπως δείχνει η τοποθέτηση του Macron υπέρ της Ελλάδος.
Χωρίς τη Γερμανία, χωρίς μια θαρραλέα και ικανή για αποτροπή γερμανική εξωτερική πολιτική δεν θα υπάρξει μια κοινή και αποτελεσματική ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας.
Χρειάζεται μια εξωτερική πολιτική, που να ποντάρει στην ισορροπία, αλλά να μη φοβάται και να αντιπαρατεθεί αποφασιστικά μαζί με τη Γαλλία και άλλους στους επιτιθέμενους αυτού του κόσμου.
Ο ομοσπονδιακός στρατός θα πρέπει, ανταποκρινόμενος στο ειδικό βάρος της Γερμανίας εντός της ΕΕ, να ξαναγίνει μια διεθνώς αξιοσέβαστη και αξιόμαχη δύναμη.
Είναι εύκολο να περιγραφεί σε ποια κατάσταση θα βρεθεί η Ευρώπη σε περίπτωση αποτυχίας του κοινού της εγχειρήματος („une Europe qui protège“) μετά από δέκα ή είκοσι χρόνια – δηλαδή εσωτερικά διχασμένη και αδύναμη μεταξύ Ρωσίας, Κίνας και πιθανόν και άλλων επιθετικών δυνάμεων σαν την Τουρκία.
Και επιπρόσθετα θα είχαμε μια πρώην προστάτιδα δύναμη Αμερική, που προ πολλού δεν θα είναι πλέον πρόθυμη να εγγυηθεί την ασφάλεια 450 εκατομ. Ευρωπαίων εκεί όπου αυτοί δεν επέδειξαν την πολιτική βούληση να προστατέψουν τον εαυτό τους.
Τότε σε αυτήν την περίπτωση και το ΝΑΤΟ θα αποτελούσε σκιά του εαυτού του.