Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν χάνει έδαφος στην υποστήριξη από διάφορες ομάδες ψηφοφόρων, ιδιαίτερα τους νέους συντηρητικούς και τους ακροδεξιούς εθνικιστές, την ώρα που πολλοί ψηφοφόροι αρχίζουν να αναζητούν εναλλακτικές στη 18ετή διακυβέρνηση της Τουρκίας από το AKP.
Όπως διαπιστώνει το Center for American Progress (CAP), που εδρεύει στην Ουάσιγκτον, o Ερντογάν χάνει έδαφος για πρώτη φορά εδώ και χρόνια και στη μελέτη του προειδοποιεί ότι η εξέλιξη αυτή μπορεί να ωθήσει τον Τούρκο πρόεδρο «σε επιθετικότερες κινήσεις στο εξωτερικό» και πρόκληση νέων περιφερειακών εντάσεων στην προσπάθειά του να μεγαλώσει τη δεξαμενή των ψηφοφόρων του.
Το βασικότερο ενδιαφέρον του Ερντογάν εστιάζεται στην ασφάλεια του καθεστώτος «και στη φιλοδοξία του να αναδείξει την Τουρκία σε παγκόσμιο παίκτη υπό τη διακυβέρνησή του», αναφέρει το CAP, και για να το πετύχει αυτό έχει εργαλειοποιήσει «την καταπίεση στο εσωτερικό και τον στρατιωτικό τυχοδιωκτισμό στο εξωτερικό (…) ιδιαίτερα όταν απειλείται πολιτικά».
Οι νέοι απορρίπτουν τον «σουλτάνο»
Η έκθεση αποκαλύπτει ότι βασικές ομάδες ψηφοφόρων του Ερντογάν είναι απογοητευμένες με τις επιδόσεις της κυβέρνησής του, όπως και η εξοικειωμένη στις διαδικτυακή πληροφόρηση νέα γενιά, που έχει απογοητευτεί από τις προσπάθειες του AKP να βάλει φίμωτρο στα social media, ενώ μέχρι στιγμής έχει μπλοκάρει πάνω από 400.000 ιστότοπους στην Τουρκία: «το ποσοστό εκείνων που θεωρούν «αναξιόπιστα» και μεροληπτικά τα ΜΜΕ έφθασε το 77% το 2020 από 70% το 2018, ενώ παρατηρείται ιδιαίτερα μεγάλη αύξηση μεταξύ των ψηφοφόρων του AKP.
Πέντε εκατομμύρια νέοι ψηφοφόροι αναμένεται να ψηφίσουν στις επόμενες βουλευτικές και προεδρικές εκλογές του 2023 στην Τουρκία, λόγος για τον οποίο η γενιά ηλικίας 18-29 είναι η μεγαλύτερη ομάδα ψηφοφόρων και μήλον της έριδος στην εσωτερική πολιτική σκηνή στη γείτονα.
Ένας από τους βασικούς λόγους που οι νέοι της συντηρητικής δεξιάς στρέφουν την πλάτη στον Ερντογάν είναι ο κλυδωνισμός της τουρκικής οικονομίας.
Με την ανεργία στις τάξεις των νέων να κυμαίνεται γύρω στο 25% οι προοπτικές για το μέλλον διαγράφονται δυσοίωνες για την τουρκική νεολαία.
Τον περασμένο χρόνο περίπου 2,5 εκατ. Τούρκοι έχασαν τις δουλειές τους την ώρα που η κεντρική τράπεζα της χώρας προσπαθεί απεγνωσμένα να συγκρατήσει τον κατήφορο της τουρκικής λίρας.
Και σ’ αυτό έρχεται να προστεθεί η εκτεταμένη «οργή για την προσφυγική κρίση, για την παρουσία Σύρων προσφύγων σε μεγαλουπόλεις, που εντείνουν την οικονομική ανησυχία μεταξύ των Τούρκων που πασχίζουν να επιβιώσουν και το φόβο ότι απειλείται η παραδοσιακή τουρκική κουλτούρα», σημειώνει ο Μαξ Χόφμαν, αναπληρωτής διευθυντής του τμήματος Εθνικής Ασφάλειας και Διεθνούς Πολιτικής του CAP.
Αλλά και οι αμφιλεγόμενες κινήσεις του Ερντογάν, όπως η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, ερμηνεύονται κυρίως ως προσπάθειες ενίσχυσης της δημοτικότητάς του στις τάξεις των συντηρητικών μουσουλμάνων ψηφοφόρων.
Η διαφθορά διαβρώνει τη δημοτικότητα της κυβέρνησης Ερντογάν
Σύμφωνα με τον Χόφμαν η δυναμική που εμφάνιζε κατά τα πρώτα χρόνια διακυβέρνησης της Τουρκίας το AKP έχει χαθεί στο μεγαλύτερο μέρος της καθώς οι Τούρκοι έχουν συνηθίσει πλέον στις παρεχόμενες από την κυβέρνηση υπηρεσίες και στρέφουν πλέον την προσοχή τους στα κρούσματα διαφθοράς που συναντούν στην καθημερινότητά τους με την προνομιακή μεταχείριση ανθρώπων του κόμματος του Ερντογάν και τις δυσκολίες εξεύρεσης εργασίας, που είναι εφικτή μόνον για εκείνους που έχουν κάποιο «μέσο» στο κυβερνών κόμμα.
Σύμφωνα με πρόσφατη σφυγμομέτρηση του τουρκικού ινστιτούτου SODEV, το 70% των ερωτηθέντων -απ’ όλο το πολιτικό φάσμα – θεωρούν ότι οι ταλαντούχοι νέοι Τούρκοι αδυνατούν να ανελιχθούν επαγγελματικά στη χώρα τους χωρίς «πολιτικές διασυνδέσεις».
«Κι αυτό», λέει ο Χόφμαν, «συνεισφέρει σε μια αλλαγή, που απομυζεί τον ενθουσιασμό για το AKP και μπορεί να απειλήσει την παραμονή του Ερντογάν στην εξουσία».
Με την άποψή του συμφωνεί και η ειδικός σε θέματα που αφορούν στην Τουρκία του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς, Λάιζελ Χιντζ, η οποία θεωρεί ότι αυξάνεται η δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων για τη διαφθορά και την κατασπατάληση στο διάστημα που βρίσκεται το κόμμα του Ερντογάν στην εξουσία.
Η δυναμική πορεία πριν από χρόνια της τουρκικής οικονομίας και η ευημερία αποτελούσαν πηγή περηφάνιας για τους Τούρκους, αλλά οι χειρισμοί της κυβέρνησης στην οικονομία έχουν προκαλέσει βαθιά απογοήτευση στους ψηφοφόρους.
«Η τεράστια ανισότητα μεταξύ ενός προέδρου που ζει σ’ ένα παλάτι άνω των χιλίδων δωματίων και του μέσου πολίτη, που έχει δει να πενταπλασιάζονται οι τιμές προϊόντων, τροφοδοτεί αυτή τη δυσαρέσκεια, όπως και η άποψη ότι οι Σύροι, στους οποίους παρέχεται προσωρινή προστασία, συνιστούν απειλή για το “οικονομικό και πολιτισμό status quo”», λέει η Χιντζ.
Πέφτουν τα ποσοστά του Ερντογάν και του κόμματός του
Πρόσφατη δημοσκόπηση της ΜetroPoll κατέγραψε πτώση της δημοτικότητας του AKP στο 30% το τελευταίο εξάμηνο και παράλληλη αύξηση στο 10% των ψηφοφόρων που δηλώνουν αναποφάσιστοι, ενώ ψηφοφόρους από τη δεξαμενή του Ερντογάν αντλούν και τα κόμματα δύο πρώην συνεργατών του, του Αχμέτ Νταβούτογλου και του Αλί Μπαμπατζάν.
Ακόμη κι αν προσελκύσουν μικρό σχετικά αριθμό συντηρητικών, τα κόμματα αυτά θα ανοίξουν –λέει ο Χόφμαν– τον δρόμο για δημάρχους της κεμαλικής αντιπολίτευσης, που προσπαθούν να δείξουν ότι μοχθούν για την κάλυψη των βασικών αναγκών των πολιτών.
Το CAP διαπιστώνει, βάσει πανεθνικών δημοσκοπήσεων που διεξήχθησαν στην Τουρκία από τον Οκτώβριο του 2019 μέχρι τον περασμένο Απρίλιο, ότι το ποσοστό των ψηφοφόρων του AKP που δηλώνουν αφοσιωμένοι στον Ερντογάν έχει υποχωρήσει κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες, στο 66%, ενώ οι οπαδοί του κυβερνώντος κόμματος που θα ήταν πρόθυμοι να στηρίξουν έναν άλλο ηγέτη αυξήθηκαν από το 21% στο 37%.
Ο Ερντογάν κάνει εδώ και καιρό όνειρα να βρίσκεται η κυβέρνησή του στην εξουσία όταν η Τουρκία θα γιορτάσει το 2024 την εκατοστή επέτειο από την ίδρυσή της και μια αποτυχία θα σημάνει συντριπτική πτώση γι’ αυτόν, χώρια που θα φοβάται πιθανή δίωξή του βάσει της έρευνας για διαφθορά το 2013.
Έτσι ο ίδιος και το κόμμα του, λέει το CAP, «θα κάνουν ό,τι μπορούν για να διαμορφώσουν το εκλογικό περιβάλλον», μεταξύ άλλων με προτεινόμενες αλλαγές στην εκλογική νομοθεσία και την εντατικοποίηση του ελέγχου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
«Ενόψει μιας αμφίρροπης εκστρατείας επανεκλογής ο Ερντογάν είναι σίγουρο ότι θα συνεχίσει να υποδαυλίζει τον εθνικισμό μέσω της καταπίεσης των Κούρδων στο εσωτερικό», αναφέρει η έκθεση.
Μετά τις εκλογές της 23ης Ιουνίου του 2015, όταν το AKP έχασε την αυτοδυναμία στη Βουλή, το κουρδικό αναζωπυρώθηκε, στελέχη της αντιπολίτευσης παραμερίστηκαν κι έτσι το κόμμα του Ερντογάν ανέκτησε την πλειοψηφία την 1η Νοεμβρίου.
Οι στρατιωτικές ενέργειες της Τουρκίας στη Συρία, το Ιράκ και τη Λιβύη τα τελευταία χρόνια «σε μεγάλο βαθμό ευθυγραμμίστηκαν με το εκλογικό καλεντάρι.
»Είναι πιθανό ο Τούρκος ηγέτης να επισπεύσει μια κρίση σε ένα απ’ αυτά τα μέτωπα ενόψει μιας αμφίρροπης εκλογικής αναμέτρησης ενδίδοντας στην εχθρότητα της εθνικιστικής δεξιάς έναντι ξένων χωρών».
Αν η αντιπολίτευση κερδίσει τις εκλογές το 2023, οι σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση μπορεί να βελτιωθούν, αφού η νέα κυβέρνηση θα έχει «λιγότερους λόγους να υποδαυλίζει τα αντιδυτικά αισθήματα ή να προκαλεί ρήξεις πολιτικής με τις ΗΠΑ», σημειώνει η έκθεση του CAP.
Τα δύο κόμματα, του Νταβούτογλου και του Μπαμπατζάν, που αποσχίστηκαν από το AKP βρίσκουν απήχηση στην τουρκική δεξιά και κεντροδεξιά και υπενθυμίζουν ότι «μεγάλα τμήματα της τουρκικής κοινής γνώμης δεν συμμερίζονται αυτή την επιθετική τακτική» της κυβέρνησης Ερντογάν, καταλήγει.