Ένα εργοστάσιο επεξεργασίας πουλερικών στη Βόρεια Καρολίνα φέρεται να υποβλήθηκε σε εκτεταμένους ελέγχους για κοροναϊό στις αρχές Ιουνίου.
Οι εργαζόμενοι του εργοστασίου ήταν τρομαγμένοι.
Αρκετοί συνάδελφοί τους είχαν ήδη βγει θετικοί, ενώ η εταιρεία, Case Farms, η οποία έχει καταδικαστεί επανειλημμένως για κακοποίηση ζώων και παραβίαση εργασιακών δικαιωμάτων, δεν προσέφερε τον απαραίτητο προστατευτικό εξοπλισμό.
«Δεν υπάρχει πολύς χώρος στη δουλειά. Οι ώμοι μας ακουμπούν μεταξύ τους», δήλωσε ένας εκ των εργαζομένων ο οποίος δεν επιθυμεί να δημοσιευθούν τα στοιχεία του, στη διάρκεια πρόσφατης συνέλευσης του σωματείου. «Φοβάμαι να πάω για δουλειά, είμαι όμως υποχρεωμένος να το κάνω».
Από τα τεστ ταυτοποιήθηκαν έως και 150 κρούσματα, σύμφωνα με τον εργαζόμενο.
Στις 8 Ιουνίου, η υπηρεσία υγείας της κομητείας Μπερκ, όπου βρίσκονται οι εγκαταστάσεις της εταιρείας, κατέγραψε 136 νέα κρούσματα, δηλαδή αύξηση της τάσης του 25% στον συνολικό αριθμό τους.
Όμως ούτε η εταιρεία, ούτε οι αξιωματούχοι της κομητείας, ούτε η υπηρεσία υγείας και κοινωνικών υπηρεσιών της Βόρειας Καρολίνας δέχτηκαν να επιβεβαιώσουν ότι τα εν λόγω κρούσματα συνδέονται με την Case Farms.
Πρόκειται για άλλο ένα παράδειγμα της τεταμένης σχέσης της δημόσιας υγείας και της οικονομίας στην πολιτεία, τη στιγμή που τόσο τα επιβεβαιωμένα κρούσματα όσο και οι νοσηλείες αυξάνονται.
Κύριος εργοδότης της πολιτείας τα σφαγεία
Η Βόρεια Καρολίνα είναι μία από τις πολιτείες με την υψηλότερη παραγωγή χοιρινού και πουλερικών στις ΗΠΑ, εξάγοντας γουρούνια, κοτόπουλα και γαλοπούλες αξίας περίπου $1,25 δισεκατομμυρίων το χρόνο.
Οι υπηρεσίες υγείας στις επαρχιακές περιοχές της πολιτείας, όπου η απασχόληση εξαρτάται συχνά σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις εγκαταστάσεις επεξεργασίας και συσκευασίας τροφίμων, τηρούν μέχρι στιγμής σιγήν ιχθύος γύρω από τις εξάρσεις κοροναϊού σε αυτά τα εργοστάσια.
Στα τέλη Απριλίου, ενώ εξάρσεις του ιού άρχισαν να καταγράφονται σε εργοστάσια επεξεργασίας κρέατος σε όλη τη χώρα, ο Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα που αναγκάζει αυτές τις εγκαταστάσεις να παραμείνουν ανοιχτές.
Τον ίδιο μήνα, οι ΗΠΑ εξήγαγαν χοιρινό σε ποσότητες – ρεκόρ στην Κίνα, παρά τους ισχυρισμούς της βιομηχανίας για έλλειψή του από την εγχώρια αγορά.
Από την αρχή της πανδημίας, περισσότεροι από 36,000 εργαζόμενοι στην εκτροφή ζώων και την επεξεργασία κρεάτων έχουν βγει θετικοί στον κοροναϊό, ενώ τουλάχιστον 116 έχουν χάσει τη ζωή τους, σύμφωνα με υπολογισμούς του Δικτύου Καταγραφής Τροφίμων και Περιβάλλοντος. Ο πραγματικός αριθμός κατά πάσα πιθανότητα είναι πολύ υψηλότερος.
Αρνείται να δημοσιεύσει στοιχεία η κομητεία
Μέσα από τις δηλώσεις των φορέων και την ιχνηλάτηση των επαφών τους, η Υπηρεσία Υγείας της Κομητείας Μπερκ, όπου βρίσκεται η Case Farms, έχει στη διάθεσή της τα στοιχεία απασχόλησης των φορέων, όμως επιλέγουν να μην τα δημοσιεύσουν, σύμφωνα με δηλώσεις της εκπροσώπου της, Λίζα Μουρ.
Ως απάντηση σε μια σειρά λεπτομερών ερωτήσεων του Guardian, η εκπρόσωπος της Case Farms ανέφερε ότι η εταιρεία «έχει δεσμευτεί να συνεχίσει να παράγει τρόφιμα για την εγχώρια εφοδιαστική αλυσίδα, ενώ λαμβάνει επιπλέον μέτρα προστασίας των εργαζομένων, της εταιρείας και των καταναλωτών, σε συμμόρφωση προς τους κανονισμούς του USDA και του CDC».
Μέχρι την Πέμπτη, είχαν καταγραφεί 2,772 επιβεβαιωμένα κρούσματα κοροναϊού σε 28 «συρροές» κρουσμάτων σε εργοστάσια επεξεργασίας κρεάτων στην πολιτεία, αναφέρει η υπηρεσία υγείας, όμως αρνείται να διευκρινίσει περισσότερες λεπτομέρειες.
Αρνητική η εικόνα της πανδημίας στη Βόρεια Καρολίνα
Συνολικά, η πολιτεία έχει βιώσει σημαντική αύξηση λοιμώξεων και νοσηλειών στη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων, πράγμα που οδήγησε τον κυβερνήτη Ρόι Κούπερ να ανακοινώσει «ανήσυχος» την περασμένη εβδομάδα, ότι η πολιτεία βάζει σε παύση το δεύτερο στάδιο χαλάρωσης των περιοριστικών μέτρων.
Η πολιτεία απαιτεί μόνο από συγκεκριμένες επιχειρήσεις να δημοσιοποιούν τις εξάρσεις κοροναϊού, οι οποίες ορίζονται ως περισσότερα από δύο κρούσματα.
Ωστόσο, οι περισσότερες επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων και τα εργοστάσια επεξεργασίας κρεάτων, έχουν την ευχέρεια να δηλώνουν τα σχετικά στοιχεία και να ιχνηλατούν τις συρροές εθελοντικά.
Η οικονομία πάνω από τη δημόσια υγεία
Η ολιγωρία στην δημοσιοποίηση των συρροών αποδεικνύει σύμφωνα με ειδικούς ότι οι αρχές θέτουν σε προτεραιότητα τα οικονομικά συμφέροντα και όχι την υγεία περιθωριοποιημένων εργαζόμενων και κοινοτήτων.
Εργαζόμενοι σε εργοστάσια επεξεργασίας κρεάτων έχουν καταθέσει καταγγελίες ότι οι εταιρεία στην οποία απασχολούνται δεν τους έχει ενημερώσει για επιβεβαιωμένα κρούσματα, ούτε υποχρεώνει τους παρευρισκόμενους να φορούν κάποιας μορφής εξοπλισμό προστασίας.
Σε αρκετές περιπτώσεις, οι εταιρείες δημιουργούν εμπόδια στην ιχνηλάτηση των κρουσμάτων, εκμεταλλευόμενες το γεγονός ότι αποτελούν έναν εκ των ελάχιστων εργοδοτών στην περιοχή.
Αρνούμενες να δημοσιοποιήσουν τα κρούσματα στις εγκαταστάσεις τους, επιδιώκουν να διαφυλάξουν τη φήμη τους, καθώς είναι πιθανό οι καταναλωτές να αποφεύγουν τα προϊόντα τους από τη στιγμή που θα πληροφορηθούν την ύπαρξη λοιμώξεων.
Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι οι αρχές της πολιτείας και της κομητείας δημοσιεύουν ορισμένες συρροές κρουσμάτων σε εργασιακούς χώρους και αποσιωπούν άλλες, δεν μοιάζει να συνάδει με την ανάγκη για διαφάνεια, σημειώνει ο Μπιλ Σμιθ, διευθυντής της υπηρεσίας υγείας στην κομητεία Ρόμπεσον.
«Όταν δημοσιεύεις τις επωνυμίες οίκων ευγηρίας μετά από δύο λοιμώξεις, ενώ σε άλλους χώρους έχουν καταγραφεί 900 και αρνείσαι να δώσεις τα στοιχεία στη δημοσιότητα, υπάρχει μια ασυμφωνία από την οπτική της δημόσιας υγείας», τονίζει.