Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Αντόνιο Γκουτέρες δήλωσε την Τρίτη ότι η κατάσταση που επικρατεί στη Λιβύη συνιστά «σκάνδαλο», με τον απεσταλμένο του ωστόσο στην βορειοαφρικανική χώρα να κάνει λόγο για μια «αυθεντική βούληση» των αντίπαλων στρατιωτικών παρατάξεων να αρχίσουν διαπραγμάτευση, καθώς βρίσκονται σε εξέλιξη οι συνομιλίες στη Γενεύη με στόχο να εξασφαλισθεί μια βιώσιμη κατάπαυση του πυρός.
«Είμαι βαθύτατα απογοητευμένος με όσα συμβαίνουν στη Λιβύη», τόνισε ο Αντόνιο Γκουτέρες σε μια συνέντευξη Τύπου, κατά την οποία επέκρινε χώρες που συναντήθηκαν τον περασμένο μήνα στο Βερολίνο για να προωθήσουν τις διαδικασίες για ειρηνευτικές συνομιλίες για τη Λιβύη.
«Δεσμεύτηκαν να μην αναμιγνύονται στη λιβυκή διαδικασία και δεσμεύτηκαν να μην στέλνουν όπλα ή να συμμετάσχουν με τον οποιοδήποτε τρόπο στις μάχες», συμπλήρωσε ο Γενικός Γραμματέας από την έδρα του ΟΗΕ στην Νέα Υόρκη.
«Η αλήθεια είναι ότι το εμπάργκο (όπλων) του Συμβουλίου Ασφαλείας εξακολουθεί να παραβιάζεται», είπε χαρακτηριστικά.
Παράλληλα χαρακτήρισε τις διαμεσολαβητικές προσπάθειες του απεσταλμένου του ΟΗΕ στη Λιβύη, Γάσαν Σαλαμέ «το μόνο καλό νέο».
Νωρίτερα σήμερα ο Σαλαμέ είπε πως υπάρχει «αυθεντική βούληση να αρχίσει διαπραγμάτευση» ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πλευρές, αναφέροντας ότι οι δύο πλευρές έχουν στόχο «να γεφυρώσουν τις διαφορές στις απόψεις τους για το πώς μπορεί να οργανωθεί επί του πεδίου μια βιώσιμη κατάπαυση του πυρός».
Τόνισε ωστόσο ότι το εμπάργκο όπλων παραβιάζεται και από τις δύο πλευρές και πως νέοι μισθοφόροι και όπλα συνεχίζουν να καταφθάνουν «μέσω αέρος και μέσω θαλάσσης» στη Λιβύη. Καταδίκασε την παρουσία πάνω από «20 εκατομμύρια όπλων» στην χώρα.
Στις συνομιλίες στη Γενεύη συμμετέχουν πέντε αξιωματικοί του Λιβυκού Εθνικού Στρατού του Χάφταρ και πέντε των δυνάμεων που στηρίζουν τη διεθνώς αναγνωρισμένης Κυβέρνησης Εθνικής Συμφωνίας στην Τρίπολη.
Οι μάχες συνεχίζονται στο πεδίο παρά την έκκληση για εκεχειρία που έγινε στις 12 Ιανουαρίου από τη Ρωσία και την Τουρκία και μια διεθνή σύνοδο κορυφής για τη Λιβύη που πραγματοποιήθηκε στις 19 Ιανουαρίου στο Βερολίνο με στόχο τη μείωση των διεθνών επεμβάσεων.