Στο “κυνήγι” του μαυροντυμένου με τη βρετανική προφορά αποκεφαλιστή του δημοσιογράφου Τζέιμς Φόλεϊ έχει επιδοθεί ο βρετανικός Τύπος, αντανακλώντας προφανώς τις έρευνες των μυστικών υπηρεσιών του Ηνωμένου Βασιλείου.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, ο τζιχαντιστής είναι Βρετανός και είναι ο επικεφαλής μιας ομάδας μουσουλμάνων μαχητών με βρετανικά διαβατήρια που εισήλθαν στις τάξεις των μαχητών του Ισλαμικού Κράτους και χρησιμοποιούνται με την φύλαξη των ξένων ομήρων.
Μιλώντας στην εφημερίδα The Guardian, ένας πρώην όμηρος των τζιχαντιστών αναγνώρισε τη μαυροντυμένη μορφή και την ομιλία του. Ο άντρας ήταν στην φρουρά των ξένων ομήρων στην Ράκα, ένα από τα προπύργια του Ισλαμικού Κράτους. Συνολικά ήταν τρεις οι Βρετανοί τζιχαντιστές που φρουρούσαν τους απαχθέντες, ενώ ο άντρας του βίντεο φέρεται να αυτοαποκαλείται «Τζον».
Ο «Τζον» πιστεύεται ότι κατάγεται από το Λονδίνο και ότι συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις που έγιναν νωρίτερα φέτος για την απελευθέρωση των 11 Τούρκων ομήρων που κρατούνταν από το Ισλαμικό Κράτος και τελικά παραδόθηκαν σώοι στις τουρκικές αρχές.
Ο πρώην κρατούμενός του που μίλησε στον Guardian, είπε ακόμα ότι ο «Τζον» είναι καλλιεργημένος, μορφωμένος και αφοσιωμένος στις αρχές της πίστης του Ισλάμ. Οι κρατούμενοι μεταξύ τους αναφέρονταν στους τρεις Βρετανούς φρουρούς τους ως «Οι Beatles» αναφερόμενοι φυσικά στην εθνικότητά τους.
Ειδικοί αναλυτές της φωνής και της γλώσσας που εξέτασαν το βίντεο, όπως ο καθηγητής Paul Kerswill, από το Πανεπιστήμιο του Γιορκ, πιστεύουν ότι ο «Τζον» μιλά τα «πολυπολιτισμικά αγγλικά του Λονδίνου, που συναντώνται περισσότερο στην περιοχή East End της πόλης».
Η δρ. Claire Hardaker, ειδική γλωσσολόγος στο Πανεπιστήμιο του Λάνκαστερ, συμφωνεί: «Είναι σίγουρα βρετανική η προφορά, από το νότο, πιθανότατα το Λονδίνο, ή ίσως το Κεντ ή το Έσσεξ».
Σύμφωνα με τις βρετανικές υπηρεσίες ασφαλείας, υπολογίζεται ότι περίπου 500 Βρετανοί έχουν ενταχθεί στους τζιχαντιστές της Συρίας και του Ιράκ, μαζί με ακόμα 700 Γάλλους και 500 Βέλγους. Βεβαίως, όταν μιλάμε για Βρετανούς, Γάλλους και Βέλγους, αναφερόμαστε σε μετανάστες που είτε οι ίδιοι, είτε τα παιδιά τους, πήραν ευρωπαϊκές υπηκοότητες.