Σχεδόν επιδεικτική υπερηφάνεια αισθάνονταν επί εβδομάδες κυβερνητικοί αξιωματούχοι στην Πολωνία, καθώς ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ είχε ανακοινώσει ότι θα επισκεφθεί τη Βαρσοβία – για δεύτερη φορά μετά την ανάληψη των καθηκόντων του – προκειμένου να δώσει το παρών, την περασμένη Κυριακή, στις εκδηλώσεις μνήμης για τα 80 χρόνια από την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ωστόσο την τελευταία στιγμή, η επίσκεψη ακυρώθηκε με αιτιολογία την έλευση του τυφώνα Ντόριαν στην ανατολική ακτή των ΗΠΑ.
Αντί του προέδρου Τραμπ το παρών έδωσε ο αντιπρόεδρος Μάικ Πενς.
Οι καλεσμένοι προέρχονταν όλοι από τη Δύση. Η Ρωσία δεν έλαβε καν πρόσκληση.
Αλλά και στο ίδιο το «δυτικό στρατόπεδο» είναι εμφανείς οι διαφορές όσον αφορά τις σχέσεις με τη Βαρσοβία.
Ενώ οι σχέσεις με τη γειτονική Γερμανία επισκιάζονται από το αίτημα περί πολεμικών επανορθώσεων – το οποίο εξέφρασε ευθέως ο πρόεδρος της χώρας Αντρέι Ντούντα το περασμένο Σαββατοκύριακο – με την Ουάσιγκτον εκδηλώνεται σύμπτωση απόψεων σε πολλά ζητήματα, για παράδειγμα στην επιφυλακτική στάση απέναντι στους μετανάστες ή στην κριτική απέναντι στον αγωγό φυσικού αερίου North Stream, ο οποίος θα συνδέει Ρωσία και Γερμανία.
Για τους Πολωνούς, εγγυήσεις ασφάλειας απέναντι στις διαθέσεις της Μόσχας δεν παρέχουν οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι, αλλά μόνον οι ΗΠΑ.
Εγγύηση το άρθρο 5 του ΝΑΤΟ
«Είναι λογικό να αναζητούμε έναν εταίρο, ο οποίος πραγματικά διαθέτει τη στρατιωτική ισχύ που χρειάζεται για να εφαρμόσει στην πράξη το άρθρο 5 της Συνθήκης του ΝΑΤΟ», λέει στην Deutsche Welle η Μπεάτα Γκούρκα-Βίντερ, στέλεχος του Ινστιτούτου PISM της Βαρσοβίας, που χρηματοδοτείται από το πολωνικό κράτος.
Η ίδια θεωρεί ότι η ρήτρα αλληλεγγύης της Ατλαντικής Συμμαχίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 5, ευτελίζεται σε απλή διακήρυξη όταν δεν συνοδεύεται από αντίστοιχη στρατιωτική παρουσία.
Γι’ αυτό, επισημαίνει, οι ΗΠΑ είναι η μοναδική χώρα, την οποία μπορεί κανείς να εμπιστευθεί σε περίπτωση σοβαρού κινδύνου, ενώ οι Ευρωπαίοι εταίροι στο ΝΑΤΟ έχουν επανειλλημμένα αποδείξει ότι δεν διαθέτουν την ικανότητα για συντονισμένη δράση.
Για τους Πολωνούς ο μεγαλύτερος κίνδυνος προέρχεται από τον ανατολικό τους γείτονα, τη Ρωσία.
Από τότε που ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία, η Βαρσοβία επενδύει τεράστια ποσά στον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεων.
Το 2018 επισφράγισε τη μεγαλύτερη αμυντική συμφωνία στην ιστορία της χώρας, αγοράζοντας από τις ΗΠΑ συστήματα αμυντικών πυραύλων «Πάτριοτ» έναντι 4,75 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Τον Φεβρουάριο του 2019 παρήγγειλε αυτοκινούμενα συστήματα εκτόξευσης πολλαπλών ρουκετών Himars, αξίας 365 εκατομμυρίων δολαρίων.
Παράλληλα, συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις για την αγορά 32 αμερικανικών μαχητικών αεροσκαφών F35.
O Αμερικανός πρόεδρος Τραμπ επαινεί την Πολωνία, καθώς είναι μία από τις λίγες χώρες που εκπληρώνουν τον νατοϊκό στόχο για αύξηση αμυντικών δαπανών στο 2% του ΑΕΠ, προτίθεται μάλιστα να τις αυξήσει στο 2,5% ως το 2030.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο η Πολωνία επιχειρεί να προσελκύσει περισσότερες αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις στο έδαφός της.
Ήδη σταθμεύουν στη χώρα 4.500 Αμερικανοί στρατιώτες στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, ενώ έχει σχεδόν συμφωνηθεί η αποστολή επιπλέον 1.000 Αμερικανών, οι οποίοι θα μεταφερθούν από τη γειτονική Γερμανία.
Την περασμένη Παρασκευή, μετά την αναβολή της επίσκεψης Τραμπ, το πολωνικό υπουργείο Άμυνας ανακοίνωσε ότι επήλθε συμφωνία για «έξι τοποθεσίες, ενώ αναζητείται και μία ακόμη», όπου θα σταθμεύουν οι αμερικανικές δυνάμεις.
Παράλληλα, η Ουάσιγκτον διαβεβαίωσε τους Πολωνούς ότι η επίσκεψη Τραμπ θα γίνει «το συντομότερο δυνατόν».
Η Πολωνία είναι διατεθειμένη να πληρώσει άλλα δύο δισεκατομμύρια δολάρια για να ενισχύσει την άμυνά της με την παρουσία αμερικανικών στρατευμάτων και ο πρόεδρος της χώρας Αντρέι Ντούντα κάνει λόγο για ένα «Fort Trump» (Οχυρό Τραμπ) σε μία εμφανή προσπάθεια να εγκωμιάσει τον Αμερικανό πρόεδρο.
Ένα διαμφισβητούμενο σχέδιο
Υπάρχει όμως και η άλλη άποψη: κάποιοι πιστεύουν ότι η συνεχής επέκταση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας παραβιάζει τη συμφωνία εταιρικής σχέσης και συνεργασίας Ε.Ε. – Ρωσίας, η οποία τέθηκε σε ισχύ το 1997 και προβλέπει ότι το ΝΑΤΟ δεν πρόκειται να αναπτύξει στρατιωτικές δυνάμεις κοντά στα σύνορα της Ρωσίας.
Πάντως η Μπεάτα Γκούρκα-Βίντερ από το Ινστιτούτο PISM κάνει λόγο για μία απαραίτητη ενίσχυση του ανατολικού πυλώνα του ΝΑΤΟ, ακόμη και αν αυτό δεν αρέσει στη Μόσχα.
«Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από την αδράνεια απέναντι στη Ρωσία», υποστηρίζει η ίδια.
«Ήδη σήμερα οι Ρώσοι παραβιάζουν τον εναέριο χώρο και των χωρικά ύδατα άλλων κρατών.
»Αν παραμείνουμε απαθείς, αυτή η τάση θα γίνει ακόμη πιο έντονη».
Επιπλέον, υποστηρίζει, η παθητική στάση της Πολωνίας θα ενθάρρυνε τους Ρώσους να προχωρήσουν σε κυβερνοεπιθέσεις.
Από την πλευρά του ο πολιτικός επιστήμων Πιότρ Μπούρας, στέλεχος του European Council on Foreign Relations (ECFR) στη Βαρσοβία, θεωρεί ότι η αμερικανική τακτική να επιβραβεύονται χώρες που έχουν προβληματικές σχέσεις με τις Βρυξέλλες μπορεί να υποκρύπτει μία στρατηγική διαίρεσης της ΕΕ.
Στην πραγματικότητα, υποστηρίζει ο Μπούρας, οι Πολωνοί «τρέχουν πίσω από μία αμερικανική φαντασίωση», προκαλώντας δυσχέρειες στην ευρωπαϊκή συνεργασία.
«Υπό φυσιολογικές συνθήκες η Πολωνία θα μπορούσε να οικοδομήσει, μαζί με την υπόλοιπη Ευρώπη, ένα κοινό μέλλον.
»Το πρόβλημα είναι ότι κοιτάει αλλού», λέει χαρακτηριστικά.
Παράδειγμα αποτελεί, κατά την άποψή του, η διαμφισβητούμενη διεθνής διάσκεψη για το Ιράν, την οποία οι Πολωνοί οργάνωσαν τον περασμένο Φεβρουάριο κατ’ εντολήν των Αμερικανών, αλλά και η στήριξη- από κοινού με άλλες ανατολικοευρωπαϊκές χώρες- της αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ το 2003, που προκάλεσε τη διαίρεση των Ευρωπαίων εντός του ΝΑΤΟ.
Πηγή: Deutsche Welle