Ο 45χρονος ύποπτος για τη δολοφονία στις 2 Ιουνίου του Βάλτερ Λίμπκε, χριστιανοδημοκράτη πολιτικού και επικεφαλής των διοικητικών υπηρεσιών του Κάσελ (κρατίδιο Έσσεν) ομολόγησε την πράξη του και υποστήριξε ότι τη διέπραξε μόνος του, όπως ανακοίνωσε την Τετάρτη το πρωί ο υπουργός Εσωτερικών Χορστ Ζεεχόφερ.
Οι έρευνες θα συνεχιστούν όμως προκειμένου να διευκρινιστεί αν υπήρξαν συνένοχοι της «πολιτικής δολοφονίας» και σε ποιον συγκεκριμένο χώρο κινούνταν ο ακροδεξιός δράστης τα τελευταία χρόνια, δήλωσε ο Χ. Ζεεχόφερ, εξερχόμενος από έκτακτη συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής Επιτροπής Υποθέσεων Εσωτερικής Πολιτικής.
Αν και χαρακτήρισε τον ακροδεξιό εξτρεμισμό ως «πολύ επικίνδυνο», ο υπουργός Εσωτερικών και πολιτικός των Βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών τόνισε την αναγκαιότητα ενίσχυσης των υπηρεσιών ασφαλείας με ανθρώπινο δυναμικό και με υλικά μέσα, όπως επίσης και μια αποφασιστικότερη στάση σε ό,τι αφορά την απαγόρευση ακροδεξιών οργανώσεων.
Γνωστός ο δράστης στις υπηρεσίες
Στην επιτροπή παραβρέθηκαν επίσης ο επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Εγκληματολογικής Υπηρεσίας Χόλγκερ Μυνχ και ο Γενικός Εισαγγελέας του Κράτους Πέτερ Φρανκ.
Όπως προκύπτει από δηλώσεις βουλευτών που συμμετείχαν στη συνεδρίαση, οι δύο παραδέχθηκαν ότι από το 2009 και μετά οι μυστικές υπηρεσίες δεν παρακολουθούσαν πλέον τον δράστη, ο οποίος στο παρελθόν κατ΄ επανάληψη είχε καταδικαστεί για αξιόποινες πράξεις με ακροδεξιό υπόβαθρο.
Ως κίνητρο για τη δολοφονία ο ύποπτος νεοναζί υπέδειξε ομιλία του Βάλτερ Λύπκε το 2015, όπου υποστήριζε την αναγκαιότητα παροχής ασύλου σε πρόσφυγες και τη χαρακτήριζε ως μια από τις αξίες που θα πρέπει οι πολίτες να στηρίξουν:
«Θα πρέπει να υποστηρίζουμε τις αξίες.
»Και όποιος δεν στηρίζει αυτές τις αξίες, μπορεί ανά πάσα στιγμή να εγκαταλείψει τη χώρα αν δεν συμφωνεί (με αυτές). Ο κάθε Γερμανός έχει αυτή την ελευθερία».