Στο παρά ένα, μόλις μία εβδομάδα πριν από την οριστική αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ετοιμάζονται να παίξουν την τύχη του Brexit η Τερέζα Μέι και η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η Βρετανίδα πρωθυπουργός, σύμφωνα με πηγές του Bloomberg, θα έχει την ευκαιρία να παίξει το τελευταίο της χαρτί στις 21 Μαρτίου.
Οκτώ ημέρες πριν από την καταληκτική 29η Μαρτίου, σε Σύνοδο Κορυφής στις Βρυξέλλες, η Μέι θα έχει τη δυνατότητα να εξασφαλίσει μία παραχώρηση, η οποία θα ξεκλειδώσει τη συμφωνία αποχώρησης και θα αποτρέψει το καταστροφικό σενάριο του άτακτου Brexit.
Έως τότε όμως, υποστηρίζουν πηγές τόσο από τη βρετανική πλευρά όσο και από την πλευρά της Ένωσης, οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν προτίθενται να κάνουν ούτε ένα βήμα πίσω στις αρχικές δεσμεύσεις τους.
Το ακανθώδες θέμα παραμένει το backstop, το λεγόμενο δίχτυ ασφαλείας για την αποφυγή των σκληρών ιρλανδικών συνόρων, στο οποίο επιμένει η Ε.Ε. και βρίσκει σθεναρές αντιδράσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Στο μεταξύ, καθώς ο χρόνος θα μετράει αντίστροφα, η Μέι θα φέρει τη συμφωνία στο βρετανικό κοινοβούλιο, θέτοντας στους βουλευτές το δίλημμα μεταξύ ενός βελούδινου διαζυγίου ή ενός χαοτικού no deal Brexit, που θα μπορούσε να οδηγήσει στην υποχώρηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας της στερλίνας ακόμη και 25%.
Κανείς ωστόσο δεν μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα, εάν η τακτική αυτή της καθυστέρησης θα φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Ορισμένοι υπουργοί της Μέι εκτιμούν ότι υπό την απειλή της οικονομικής καταστροφής, οι πολέμιοι της πρωθυπουργού εντός του Συντηρητικού Κόμματός της θα αναγκαστούν να στηρίξουν τη συμφωνία της.
Άλλοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι επιμένουν ότι η συγκεκριμένη τακτική εγκυμονεί πολλούς κινδύνους και πρέπει να απορριφθεί άμεσα.
Ήδη αρκετοί Βρετανοί βουλευτές κατηγόρησαν ευθέως χθες τη Μέι – όταν εκείνη προσπαθούσε επί δυόμισι ώρες να τους πείσει να της δώσουν επιπλέον χρόνο να διαπραγματευτεί τη συμφωνία – ότι σκοπίμως αφήνει τον χρόνο να κυλάει, ελπίζοντας ότι θα τους εκβιάσει την τελευταία στιγμή.
Η συμφωνία, την οποία η Βρετανίδα πρωθυπουργός διαπραγματεύτηκε περίπου ενάμιση χρόνο με τις Βρυξέλλες, απορρίφθηκε με συντριπτική πλειοψηφία στη Βουλή των Κοινοτήτων, στις 15 Ιανουαρίου.
Έκτοτε, η Μέι πήρε εντολή από το βρετανικό κοινοβούλιο να επαναδιαπραγματευτεί, παρά το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν διαμηνύσει σε όλους τους τόνους ότι η συμφωνία δεν είναι ανοιχτή σε επαναδιαπραγμάτευση, παρά μόνον η συνοδευτική πολιτική διακήρυξη, υπό την προϋπόθεση μάλιστα ότι το Λονδίνο θα κάνει με τη σειρά του υποχωρήσεις στις «κόκκινες γραμμές» του.