Η Νάντια Μουράντ -η 27χρονη Κούρδισσα μειονοτική Γιαζίντι που είχε απαχθεί και μετατραπεί σε ερωτική σκλάβα των τζιχαντιστών της οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος (ISIS), πριν ξεφύγει, μετατραπεί σε αγωνίστρια για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τιμηθεί νωρίτερα φέτος με το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης- ανακοίνωσε την Παρασκευή πως σκοπεύει να διαθέσει το χρηματικό έπαθλο που συνόδευε το βραβείο της για να ανοίξει ένα νοσοκομείο που θα προσφέρει βοήθεια σε θύματα σεξουαλικών επιθέσεων στη γενέτειρά της.
Η Μουράντ έκανε τη δήλωση αυτή ενώπιον εκατοντάδων κατοίκων της πόλης Σίντζαρ των Γιαζίντι, της πόλης όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, στο βορειοδυτικό Ιράκ.
«Με τα χρήματα του Βραβείου Νόμπελ Ειρήνης θα οικοδομήσω ένα νοσοκομείο στη Σίντζαρ για να νοσηλεύονται οι ασθενείς, κυρίως οι χήρες και οι γυναίκες που υπέστησαν σεξουαλικές κακοποιήσεις από τους τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους», είπε απευθυνόμενη στο πλήθος και σε δημοσιογράφους.
Η μειονοτική εξέφρασε τις ευχαριστίες της προς τις κυβερνήσεις του Ιράκ και της ιρακινής περιφέρειας του Κουρδιστάν διότι ενέκριναν το σχέδιό της και πρόσθεσε ότι «σύντομα» θα έλθει σε επαφή με ανθρωπιστικές οργανώσεις για να ξεκινήσει το έργο.
Η Μουράντ μοιράστηκε το Βραβείο, που συνοδεύεται από χρηματικό έπαθλο 1 εκατομμυρίου δολαρίων, με τον κονγκολέζο γιατρό Ντένις Μουκουέγκε για την προσπάθεια που κατέβαλε να τερματιστεί η χρήση της σεξουαλικής βίας ως πολεμικής πρακτικής.
Η νεαρή ήταν ανάμεσα σε περίπου 7.000 γυναίκες και κορίτσια που αιχμαλωτίστηκαν στο βορειοδυτικό Ιράκ από τους τζιχαντιστές τον Αύγουστο του 2014 και μεταφέρθηκαν από το Ισλαμικό Κράτος στη Μοσούλη. Εκεί υπέστη βασανιστήρια και βιασμούς.
Μπόρεσε να διαφύγει έπειτα από τρεις μήνες κι έφθασε στη Γερμανία, από όπου άρχισε εκστρατεία για να υπάρξει υποστήριξη προς την κοινότητα των Γιαζίντι.
Η περιοχή Σίντζαρ, όπου κατοικούν κυρίως οι Γιαζίντι, είχε άλλοτε πληθυσμό σχεδόν 400.000 ανθρώπων, τόσο μειονοτικών όσο και σουνιτών Αράβων.
Μέσα σε μερικές ημέρες το καλοκαίρι του 2014 τουλάχιστον 3.000 Γιαζίντι σκοτώθηκαν και άλλοι 6.800 απήχθησαν, πουλήθηκαν σαν σκλάβοι ή εντάχθηκαν εξαναγκαστικά στις τάξεις του Ισλαμικού Κράτους, καθώς η οργάνωση στράφηκε εναντίον της μειονότητας που θεωρούσε πως αποτελείται από «άπιστους».