Την απόφαση της Μιανμάρ να φυλακίσει τους δύο δημοσιογράφους του Reuters, παρά τη διεθνή κατακραυγή υπερασπίστηκε η επικεφαλής της κυβέρνησης Αούνγκ Σαν Σου Κι.
Οι δημοσιογράφοι παραβίασαν τον νόμο και η φυλάκισή τους «δεν έχει καμία σχέση με την ελευθερία της έκφρασης», σχολίασε η βραβευμένη με Νόμπελ Ειρήνης, οποία επισήμως δεν είναι εκλεγμένη πρόεδρος.
Οι δύο δημοσιογράφοι καταδικάστηκαν με την κατηγορία ότι είχαν στην κατοχή τους αστυνομικά έγγραφα στο πλαίσιο έρευνάς τους για τη βίαιη αντιμετώπιση της μειονότητας των μουσουλμάνων Ροχίνγκια.
Υπό την πίεση να σχολιάσει τόσο τη φυλάκιση των δύο δημοσιογράφων όσο και την κρίση με τους Ροχίγκια, η Σου Κι έσπασε τη σιωπή της και παραδέχτηκε ότι η κυβέρνησή της θα μπορούσε να είχε χειριστεί την κατάσταση διαφορετικά.
Από πέρσι, τουλάχιστον 700.000 μουσουλμάνοι Ροχίγκια εγκατέλειψαν τη Μιανμάρ μετά τη βίαιη καταστολή του στρατού σε απάντηση στις επιθέσεις ομάδας ανταρτών.
Ερευνητές του ΟΗΕ κατήγγειλαν στα τέλη του Αυγούστου ότι ο στρατός της Μιανμάρ διέπραξε «γενοκτονία».
«Υπάρχουν φυσικά τρόποι με τους οποίους, a posteriori, θα μπορούσαμε να είχαμε χειριστεί καλύτερα την κατάσταση».
Για την περίπτωση των δημοσιογράφων ωστόσο, η 73χρονη ακτιβίστρια επέμεινε ότι οι επικριτές της απόφασης δεν την έχουν διαβάσει και πως σε κάθε περίπτωση οι κατηγορούμενοι έχουν δικαίωμα να ασκήσουν έφεση.
Η Αούνγκ Σαν Σου Κι, η οποία πέρασε περισσότερα από 10 χρόνια σε κατ’ οίκον περιορισμό υπό το καθεστώς της στρατιωτικής χούντας, υπήρξε σύμβολο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων παγκοσμίως.
Η αποτυχία της ωστόσο να σταματήσει τις ανθρωποκτονίες και τους βιασμούς εις βάρος των Ροχίνγκια έβλαψαν τη φήμη της.
Παραμένει όμως πολύ δημοφιλής στη Μιανμάρ, όπου ένα μεγάλο μέρος των πολιτών αντιμετωπίζει τους Ροχίγκια σαν παρείσακτους από το Μπαγκλαντές.