Η ΜΒ γεννήθηκε το 1948 και το φύλο γέννησής της ήταν άρρεν, παντρεύτηκε δε με γυναίκα το 1974. Το εν λόγω πρόσωπο άρχισε να ζει ως γυναίκα το 1991 και, το 1995, υποβλήθηκε σε εγχείριση αλλαγής φύλου. Εντούτοις, η ΜΒ δεν διαθέτει οριστικό πιστοποιητικό αναγνώρισης της αλλαγής φύλου στην οποία προέβη, για τη χορήγηση του οποίου απαιτούνταν, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, η ακύρωση του γάμου της.
Η ΜΒ και η σύζυγός της επιθυμούν να παραμείνουν έγγαμες για θρησκευτικούς λόγους.
Η ΜΒ συμπλήρωσε το 2008 τα 60 έτη και ζήτησε να της χορηγηθεί κρατική σύνταξη γήρατος. Το εν λόγω αίτημα απορρίφθηκε διότι, ελλείψει οριστικού πιστοποιητικού αναγνώρισης της αλλαγής φύλου στην οποία προέβη, δεν ήταν δυνατόν να θεωρηθεί γυναίκα για τον προσδιορισμό της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδότησής της. Η ΜΒ προσέφυγε κατά της απόφασης αυτής ενώπιον των βρετανικών δικαστηρίων.
Προέβαλε ότι η διάταξη κατά την οποία όφειλε να μην είναι έγγαμος συνιστά διάκριση αντίθετη στο δίκαιο της Ένωσης. Το Supreme Court of the United Kingdom (Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου) ερωτά το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εάν τέτοια κατάσταση συνάδει με την προαναφερθείσα οδηγία.
Με τη σημερινή του απόφαση, το Δικαστήριο υπογραμμίζει, καταρχάς, ότι, εν προκειμένω, δεν του ζητείται να αποφανθεί εάν είναι εν γένει επιτρεπτό να τίθεται ως προϋπόθεση της αναγνώρισης αλλαγής φύλου η ακύρωση γάμου συναφθέντος πριν από την αλλαγή αυτή.
Ωστόσο, διαπιστώνει ότι, καίτοι η νομική αναγνώριση της αλλαγής φύλου και ο γάμος αποτελούν ζητήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών στον τομέα της οικογενειακής κατάστασης, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν το δίκαιο της Ένωσης και, ιδίως, την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων όταν ασκούν την αρμοδιότητά τους στον τομέα αυτόν.
Το Δικαστήριο επιβεβαιώνει τη νομολογία του κατά την οποία η οδηγία, λαμβανομένων υπόψη του αντικειμένου της και της φύσης των δικαιωμάτων στην προστασία των οποίων αποσκοπεί, εφαρμόζεται και στις διακρίσεις που οφείλονται στην αλλαγή φύλου του ενδιαφερομένου.
Συναφώς, υπογραμμίζει ότι, πρόσωπα τα οποία έχουν ζήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα ως πρόσωπα φύλου άλλου από αυτό που είχαν κατά τη γέννησή τους και τα οποία υποβλήθηκαν σε εγχείριση αλλαγής φύλου πρέπει να θεωρούνται ως πρόσωπα που άλλαξαν φύλο.
Το Δικαστήριο σημειώνει ότι η προϋπόθεση κατά την οποία πρέπει να ακυρωθεί προγενέστερος γάμος προκειμένου να καταστεί δυνατή η χορήγηση κρατικής σύνταξης γήρατος κατά τη νόμιμη ηλικία συνταξιοδότησης των προσώπων του οικείου φύλου εφαρμόζεται μόνο στα πρόσωπα τα οποία άλλαξαν φύλο.
Ως εκ τούτου, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η βρετανική νομοθεσία επιφυλάσσει δυσμενέστερη μεταχείριση σε πρόσωπο το οποίο άλλαξε το φύλο του μετά τον γάμο του απ’ ό,τι σε πρόσωπο το οποίο διατήρησε το φύλο γέννησής του και είναι
έγγαμο.
Εν συνεχεία, το Δικαστήριο εξετάζει εάν η κατάσταση προσώπου που άλλαξε το φύλο του μετά τον γάμο του και η κατάσταση έγγαμου προσώπου που διατήρησε το φύλο γέννησής του είναι συγκρίσιμες, προϋπόθεση που πρέπει να πληρούται προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η διαφορετική μεταχείριση συνιστά άμεση διάκριση.
Συναφώς, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι το δημόσιο συνταξιοδοτικό σύστημα του Ηνωμένου Βασιλείου εξασφαλίζει προστασία κατά του γήρατος παρέχοντας στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο σύνταξη γήρατος βάσει των εισφορών που αυτό έχει καταβάλει κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας και ανεξαρτήτως της οικογενειακής του κατάστασης.
Το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι, υπό το πρίσμα του αντικειμένου και των προϋποθέσεων χορήγησης της εν λόγω σύνταξης γήρατος, η κατάσταση προσώπου το οποίο άλλαξε το φύλο του μετά τον γάμο του και η κατάσταση έγγαμου προσώπου που διατήρησε το φύλο γέννησής του είναι συγκρίσιμες.
Το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι ο σκοπός της προϋπόθεσης της ακύρωσης του γάμου (ο οποίος συνίσταται στην αποτροπή της ύπαρξης γάμου μεταξύ των προσώπων του ίδιου φύλου) είναι άσχετος με το σύστημα χορήγησης σύνταξης γήρατος. Κατά συνέπεια, ο σκοπός αυτός δεν επηρεάζει τη συγκρισιμότητα της κατάστασης των δύο κατηγοριών προσώπων που προαναφέρθηκαν υπό το πρίσμα του αντικειμένου και των προϋποθέσεων χορήγησης της σύνταξης.
Δεδομένου ότι η επίμαχη διαφορετική μεταχείριση δεν εμπίπτει σε καμία από τις εξαιρέσεις που γίνονται δεκτές από το δίκαιο της Ένωσης, το Δικαστήριο κρίνει ότι η βρετανική νομοθεσίασυνιστά άμεση διάκριση λόγω φύλου, απαγορευμένη από την οδηγία.