Βέτο σε νομοσχέδιο για την αλλαγή ταυτότητας φύλου και ονόματος έθεσε ο πρόεδρος της Πορτογαλίας, Μαρτσέλο Ρεμπέλο ντε Σούζα.
Ο νόμος, που είχε πάρει την έγκριση του κοινοβουλίου τον περασμένο μήνα, καθιστούσε πιο εύκολες τις διαδικασίες, ενώ επέτρεπε στους πολίτες να προβούν σε αλλαγές από την ηλικία των 16, χωρίς ιατρικές εξετάσεις.
Η ισχύουσα νομοθεσία προβλέπει ότι για να αλλάξει κάποιος ταυτότητα φύλου θα πρέπει να είναι 18 ετών τουλάχιστον και να παρουσιάσει ιατρική εξέταση.
Ο πρόεδρος, θέτοντας βέτο, ζήτησε από τους βουλευτές να σκεφτούν εάν χρειάζεται ιατρική εξέταση για όσους θέλουν να αλλάξουν ταυτότητα φύλου και είναι κάτω των 18 ετών, ενώ το νομοσχέδιο θέτει ως μόνη προϋπόθεση για τα άτομα 16-18 ετών την έγκριση των γονέων τους.
Γιατί έθεσε βέτο στο νομοσχέδιο
Το νομοσχέδιο θα πρέπει να υπογραφεί από τον πρόεδρο για να εφαρμοστεί.
Σε δήλωσή του, ο Nτε Σούζα εξήγησε τους λόγους που θέτει βέτο στο νομοσχέδιο.
Ειδικότερα, ζήτησε να υπάρχει «εκ των προτέρων ιατρική αξιολόγηση για τους πολίτες κάτω των 18 ετών», σημειώνοντας ότι εάν υπάρχει πιθανότητα το άτομο που επιθυμεί να αλλάξει ταυτότητα να υποβληθεί στο μέλλον σε χειρουργική επέμβαση αλλαγής φύλου, θα πρέπει να αναζητηθεί ιατρική γνώμη σε πρωθύστερο στάδιο.
Το νομοσχέδιο είχε προκαλέσει αντιδράσεις
Η ψήφιση του νομοσχεδίου είχε λάβει μεγάλες επιδοκιμασίες από τους ακτιβιστές, που υποστήριξαν ότι οι διατάξεις του σέβονται το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό.
Όμως, οι επικριτές αντιτάχθηκαν στις αλλαγές χωρίς ιατρική αξιολόγηση και στη μείωση του ορίου ηλικίας.
Ο πρόεδρος της Πορτογαλίας υποστήριξε ότι οι αλλαγές που εισήχθησαν είναι μακριά από μία συναίνεση ανάμεσα στους πολιτικούς και την κοινωνία.
Πώς σχολιάστηκε το προεδρικό βέτο
Η ομάδα ILGA-Europe, που αφορά στα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων υποστήριξε ότι το προεδρικό βέτο προκαλεί σύγχυση.
«Τα νεαρά άτομα θα πρέπι να μπορούν να έχουν πρόσβαση σε διαδικασίες για την αλλαγή ταυτότητας φύλου που είναι δίκαιες», αναφέρουν.
Αντίθετα, η οργάνωση των καθολικών γιατρών της Πορτογαλίας καλωσόρισε την απόφαση, λέγοντας ότι η γνώμη των γιατρών σε τέτοιες περιπτώσεις είναι «τεράστιας σημασίας».