Φόβους για νέα κλιμάκωση της έντασης στη Μέση Ανατολή ήγειρε η ανακοίνωση του Ντόναλντ Τραμπ για την απόσυρση των ΗΠΑ από τη διεθνή συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και την επαναφορά των κυρώσεων τους σε βάρος της Ισλαμικής Δημοκρατίας.
Δεκαπέντε μήνες μετά την άνοδό του στην εξουσία, ο Τραμπ υλοποίησε την προεκλογική του υπόσχεση να «σκίσει» το κείμενο της συμφωνίας, που ήταν αποτέλεσμα πολύμηνων διεθνών διαπραγματεύσεων με στόχο να εμποδιστεί η Τεχεράνη να αποκτήσει πυρηνικά όπλα.
«Σήμερα, έχουμε την τελειωτική απόδειξη ότι η ιρανική υπόσχεση ήταν ένα ψέμα. Το μέλλον του Ιράν επαφίεται στον λαό του», ο οποίος αξίζει «καλύτερη» κυβέρνηση, δήλωσε ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος.
Στο όνομα του δόγματος «Πρώτα η Αμερική», ο Τραμπ έχει θέσει ήδη υπό αμφισβήτηση πολλές δεσμεύσεις σε πολυμερές επίπεδο της υπερδύναμης, αρχής γενομένης με την απόφασή του να αποσύρει τις ΗΠΑ από τη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα.
Χθες Τρίτη, ο Τραμπ επέλεξε την πιο ριζοσπαστική επιλογή: όλες οι κυρώσεις που είχαν αρθεί σε αντάλλαγμα για τη δέσμευση της Ισλαμικής Δημοκρατίας να μην επιδιώξει την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων θα επανέλθουν σε ισχύ.
«Αμέσως», για ορισμένες, ως την 6η Αυγούστου ή την 4η Νοεμβρίου στην περίπτωση πολλών εταιρειών, συμπεριλαμβανομένων ξένων, που είναι παρούσες στο Ιράν κι έχουν έτσι τρεις ως έξι μήνες για να «φύγουν» πριν γίνουν στόχος των τιμωρητικών μέτρων των ΗΠΑ, κάτι που θα σήμαινε ότι θα έχαναν κάθε πρόσβαση στην αμερικανική αγορά και στο αμερικανικό τραπεζικό και χρηματοοικονομικό σύστημα.
«Κάθε χώρα που θα βοηθήσει το Ιράν στην προσπάθειά του να αποκτήσει πυρηνικά όπλα μπορεί επίσης να υποστεί σκληρές κυρώσεις από τις ΗΠΑ», διεμήνυσε ο Τραμπ, ενώ ο σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του Λευκού Οίκου Τζον Μπόλτον άφησε από την πλευρά του να πλανάται η απειλή των «επιπρόσθετων κυρώσεων».
Με άλλα λόγια, είναι πολύ επικίνδυνο για οποιαδήποτε ευρωπαϊκή εταιρεία να παραμείνει ή να συνεχίσει να επενδύει στο Ιράν. Αυτό θα περιπλέξει πολύ την τήρηση των δεσμεύσεων των Ευρωπαίων βάσει της συμφωνίας του 2015, που ελπίζουν ακόμα να σώσουν.
Ο Ιρανός πρόεδρος Χασάν Ροχανί, ο οποίος είχε επενδύσει πολύ πολιτικό κεφάλαιο σε αυτή τη συμφωνία, κατηγόρησε τον Αμερικανό ομόλογό του ότι διεξάγει «ψυχολογικό πόλεμο».
Ο Ροχανί προανήγγειλε την παραμονή του Ιράν στην πυρηνική συμφωνία, χωρίς τη συμμετοχή των ΗΠΑ σε αυτήν, τονίζοντας πάντως ότι έδωσε εντολή στα στελέχη της πυρηνικής βιομηχανίας της χώρας του να είναι έτοιμα να συνεχίσουν την ανάπτυξη της πυρηνικής βιομηχανίας χωρίς κανέναν περιορισμό, εφόσον χρειαστεί.
Σύμφωνα με τον ιρανικό ειδησεογραφικό ιστότοπο Mizan, ο πρόεδρος της Βουλής του Ιράν, Αλί Λαριτζανί, ισχυρίστηκε ότι ο Τραμπ δεν είναι σε θέση να ασκεί το αξίωμα του προέδρου των ΗΠΑ. «Ο Τραμπ δεν έχει τη διανοητική ικανότητα να χειρίζεται τα θέματα», είπε συγκεκριμένα.
«Σοβαρό λάθος» χαρακτήρισε την απόφαση του Τραμπ ο Δημοκρατικός πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα, υπερασπιζόμενος το κείμενο που είχε διαπραγματευθεί η κυβέρνησή του.
Την τήρηση των δεσμεύσεών τους, ζήτησε από τους εναπομείναντες εταίρους της διεθνούς συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν (JCPOA), ο γ.γ. των Ηνωμένων Εθνών Αντόνιο Γκουτέρες, εκφράζοντας τη «βαθιά ανησυχία» του.
Η Γαλλία, η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο εξέφρασαν «τη λύπη τους για την αμερικανική απόφαση», σύμφωνα με ανάρτηση του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν στο Twitter. Με κοινή ανακοίνωσή τους, ο πρόεδρος της Γαλλίας, η καγκελάριος της Γερμανίας Άγκελα Μέρκελ και η πρωθυπουργός της Βρετανίας Τερέζα Μέι, που προσπάθησαν και οι τρεις μάταια να πείσουν τον Τραμπ να διατηρήσει τις ΗΠΑ εντός της συμφωνίας, δήλωσαν «αποφασισμένοι να εγγυηθούν την εφαρμογή» του Κοινού Ολοκληρωμένου Σχεδίου Δράσης, αλλά και να προστατεύσουν τα «οικονομικά οφέλη» που έχει για τον ιρανικό λαό.
Η Ρωσία εξέφρασε τη «βαθιά απογοήτευση» και την «έντονη ανησυχία» της για την απόφαση.
Η Τουρκία εξέφρασε φόβους για «νέες συγκρούσεις» στην περιοχή, ενώ η Συρία «καταδίκασε σθεναρά» την κίνηση του ενοίκου του Λευκού Οίκου και εξέφρασε την «απόλυτη αλληλεγγύη» της στην Τεχεράνη.
Αντίθετα ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου, ο πιο θερμός υποστηρικτής του Τραμπ στο ζήτημα αυτό, δήλωσε ότι υποστηρίζει απόλυτα τη «θαρραλέα» απόφαση του Αμερικανού προέδρου, ενώ την υποστήριξή τους στην απόφαση των ΗΠΑ εξέφρασαν ταυτόχρονα το βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας – ο μεγάλος εχθρός του Ιράν στην περιοχή – και σύμμαχοί της όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Παρά την απόφαση του Τραμπ, ο Εμανουέλ Μακρόν, που είχε επισκεφθεί την Ουάσιγκτον στα τέλη του περασμένου μήνα, αναφέρθηκε ξανά χθες στην πρωτοβουλία του να υπάρξει «συλλογικά» μια προσπάθεια για την επίτευξη «ευρύτερης» συμφωνίας, που θα καλύπτει «τις πυρηνικές δραστηριότητες, την περίοδο μετά το 2015, τους βαλλιστικούς πυραύλους και τη σταθερότητα στη Μέση Ανατολή», ουσιαστικά απηχώντας τις διαμαρτυρίες του Τραμπ για τα «φρικτά κενά» του ΚΟΣΔ.