Οι πυραυλικές επιθέσεις εναντίον στόχων στη Συρία όξυναν σε μεγαλύτερο βαθμό τις ούτως ή άλλως τεταμένες σχέσεις Ρωσίας και Δύσης, σημειώνει σε ρεπορτάζ της η Deutsche Welle.
Όπως αναφέρει, η Ουάσιγκτον ετοιμάζει κι άλλες κυρώσεις εναντίον του Κρεμλίνου και η Δούμα, η Κάτω Βουλή, έχει βάλει στην ημερήσια διάταξή της το θέμα με ποιες κυρώσεις θα απαντήσει η Ρωσία απέναντι στις ΗΠΑ. Η απόφαση αναμένεται να ληφθεί προσεχώς.
Παράλληλα το ρωσικό χρηματιστήριο καταγράφει απώλειες. Εκφράζεται ο φόβος ότι το ρούβλι, που υπέστη πιέσεις τις προηγούμενες εβδομάδες, θα πέσει ακόμη περισσότερο.
Ανησυχούν οι Γερμανοί επιχειρηματίες
Με ανησυχία παρακολουθεί η γερμανική οικονομία τις αυξανόμενες εντάσεις μεταξύ στη Δύση και τη Ρωσία.
Τα Γερμανικά Εμπορικά Επιμελητήρια Εξωτερικού ΑΗΚ σημειώνουν ότι τυχόν νέες κυρώσεις κατά του Κρεμλίνου θα κόστιζαν δισ. στη γερμανική οικονομία.
Στον κατάλογο των κυρώσεων της 6ης Απριλίου υπάρχουν πολλές επιχειρήσεις με τις οποίες η γερμανική οικονομία συνεργάζεται στενά, όπως ο όμιλος αυτοκινήτων GAZ, ο ενεργειακός όμιλος Gazprom, ο παραγωγός αλουμινίου Rusal ή ο γαλακτοκομικός όμιλος Renova Group.
«Η νέα κλιμάκωση των κυρώσεων δείχνει ότι θα πρέπει να επιλυθούν άμεσα οι διενέξεις στη Συρία και την Ουκρανία» υποστηρίζει ο Ματίας Σεπ, επικεφαλής του ΑΗΚ μιλώντας στη DW.
«Ανεξαρτήτως της δύσκολης πολιτικής θέσης η γερμανική επιχειρηματικότητα έχει επενδύσει στη Ρωσία όσο καμιά άλλη χώρα. Αυτό ήταν, είναι και θα παραμείνει έτσι» τονίζει.
Μετά τα χτυπήματα στη Ρωσία επικρατεί ένα μείγμα ανακούφισης και οργής, υποστηρίζει ο γνωστός εμπειρογνώμων σε θέματα άμυνας Παβέλ Φελγκενχάουερ.
Ανακούφιση επειδή από τους πυραύλους των δυτικών δεν έχασε τη ζωή του κανένας Ρώσος στρατιώτης αλλά και οργή, όπως και αποδοκιμασία για την στρατιωτική επιλογή της Δύσης, ακόμη κι αν υποτίθεται ότι είχε συμβολική σημασία.
«Η χρήση πυραύλων δεν συνέβαλε στο να μετακινηθεί ούτε χιλιοστό η θέση της Ρωσίας», υποστηρίζει ο Φελγκενχάουερ, ο οποίος εργάζεται ως εμπειρογνώμων στην αντιπολιτευόμενη ρωσική εφημερίδα Novaja Gazeta.
Δύο σχολές πολιτικής στη Ρωσία
Υπάρχουν δύο σχολές πολιτικών που δίνουν αγώνα για να επηρεάσουν τον Πούτιν στην πολιτική του στο συριακό.
Πολιτικοί, όπως ο φιλελεύθερος Αλεξέι Κουντρίν, προσπαθούν για λύση μέσω διαπραγματεύσεων και είναι πρόθυμοι να κινηθούν προς τη Δύση φοβούμενοι ότι λόγω της συριακής πολιτικής του Κρεμλίνου θα μπορούσε να χειροτερεύσει σταδιακά η οικονομική κατάσταση στη χώρα και να μην υπάρχουν χρήματα στα δημόσια ταμεία για τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας.
Και υπάρχουν πολιτικοί από την άλλη πλευρά, οι οποίοι βρίσκονται κοντά στον στρατό και στους μηχανισμούς ασφαλείας.
Γι αυτούς οι πυραυλικές επιθέσεις είναι ένα ακόμη δείγμα της επιθετικής στάσης της Δύσης απέναντι στη Ρωσία.
Φοβούνται ότι ο Πούτιν θα μπορούσε να περικόψει αμυντικές δαπάνες, σε περίπτωση που θα ερχόταν σε κάποια συναινετική λύση.
Για τον Φελγκενχάουερ πάντως θα έρθει η στιγμή που θα οδηγηθούν οι δύο πλευρές σε διαπραγματεύσεις για το μέλλον της Συρίας αλλά δεν ξέρει εάν στο τέλος τους θα προκύψει βιώσιμη λύση.
Από την οπτική γωνία των στρατιωτικών θα νικούσαν η Ρωσία, ο πρόεδρος Ασάντ και το Ιράν στη Συρία.
Άρα, γιατί να υποχωρήσουν, τη στιγμή μάλιστα που η Δύση έκανε την αρχή με πυραύλους και οι ΗΠΑ συνεχίζουν με επιβολή κι άλλων κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας;
Πληροφορίες από τη συνάντηση Ρώσων βουλευτών με τον Σύρο πρόεδρο αναφέρουν ότι ο Ασάντ βρίσκεται σε καλή φόρμα και ότι εμφανίζεται συχνά σε αυτήν την κατάσταση για να δείξει ότι τα χτυπήματα έμειναν δεν προκάλεσαν επιπτώσεις.
Προς την ίδια κατεύθυνση βρίσκεται και η Izvestia, που πρόσκειται στο Κρεμλίνο και υποστηρίζει ότι οι δυτικοί πύραυλοι επιβεβαίωσαν την αποτρεπτική ικανότητα του συριακού αντιπυραυλικού συστήματος.
Για την οικονομικά φιλελεύθερη Vedemosti οι αεροπορικές επιθέσεις ήταν μάλλον συμβολικές και βοήθησαν την Ουάσιγκτον και τη Μόσχα να κρατήσουν το γόητρό τους.