Να κάνει δική του την Ιερουσαλήμ επιθυμεί ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και για αυτό τον σκοπό δεν φείδεται χρημάτων και κόπων.
Ο ισχυρός άνδρας της Τουρκίας, που σύμφωνα με τον πρώην Ισραηλινό υπ. Άμυνας, Μοσέ Γιαλόν (Moshe Ya’alon), θέλει να επιβάλει «την ηγεμονία του εγκαθιδρύοντας, όχι μόνο στην Τουρκία, μια νέα Οθωμανική Αυτοκρατορία με την ιδεολογία των Αδελφών Μουσουλμάνων», ξεκίνησε τη διείσδυσή του στην ιερή πόλη των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών το 2004, δηλαδή ένα χρόνο μετά την άνοδό του στην εξουσία.
Από τότε μέχρι σήμερα, σύμφωνα με την ισραηλινή εφημερίδα Israel Hayom, περίπου 63 εκατομμύρια δολάρια διοχετεύθηκαν από τουρκικές ΜΚΟ και την τουρκική κυβέρνηση σε παλαιστινιακές οργανώσεις για την «υπεράσπιση και ενίσχυση της μουσουλμανικής κληρονομιάς και του μουσουλμανικού χαρακτήρα της Ιερουσαλήμ», προκειμένου να εδραιωθεί η τουρκική παρουσία στην πόλη και, όπως προσθέτει η ιστοσελίδα Arutz Sheva, να υποδαυλίσει εντάσεις.
Το Ισραήλ γνώριζε τα πάντα από την πρώτη στιγμή.
Ωστόσο, μέχρι το 2010, δηλαδή μέχρι το περιστατικό με το Μαβί Μαρμαρά (Mavi Marmara), ήταν στενοί σύμμαχοι με την Τουρκία.
Στα πλαίσια αυτής της σχέσης ο Ερντογάν είχε το «ελεύθερο» να διοχετεύει τη μουσουλμανική του «φιλανθρωπία» προς τους Παλαιστινίους.
Όταν ο Ερντογάν φανέρωσε τις πραγματικές του προθέσεις στο Ισραήλ το 2010, με αποτέλεσμα να διακοπούν οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των δύο για έξι ολόκληρα χρόνια, είχε ήδη προλάβει να στήσει τα δίκτυά του σε Ιερουσαλήμ και Γάζα με την υποστήριξη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας.
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν διεκδίκησε από την πρώτη ημέρα του ως πρωθυπουργός τον ρόλο του προστάτη των Παλαιστινίων και σε μεγάλο βαθμό το πέτυχε.
Ωστόσο, για πρώτη φορά προέβαλε ανοιχτά τις αξιώσεις στην Ιερουσαλήμ και συγκεκριμένα επί του Όρους του Ναού, εκεί που στην αρχαιότητα υψωνόταν ο Ναός των Εβραίων και σήμερα στη θέση του τα μουσουλμανικά τεμένη Θόλος του Βράχου και Αλ Άκσα, στις αρχές Οκτωβρίου του 2016, όταν επί ένα τετραήμερο 50 ισλαμιστικές οργανώσεις, όλες συνδεδεμένες με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, συναντήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη για να συζητήσουν τον «κίνδυνο στον οποίο βρίσκεται το [σ.σ. τέμενος] Αλ Άκσα» από το Ισραήλ.
Μεταξύ των ομιλητών ήταν και ο αντιπρόεδρος του κόμματος Ερντογάν (AKP), Γιασίν Ακτάι (Yasin Aktay), που κάλεσε σε κοινή μουσουλμανική δράση γιατί εάν «το Αλ Άκσα κινδυνεύει, τότε η ανθρωπότητα κινδυνεύει, αφού η Αλ Κουντς [σ.σ. Ιερουσαλήμ] είναι μοναδικό παράδειγμα συνύπαρξης διαφορετικών λαών και θρησκειών».
Είναι απαραίτητο να σημειωθεί ότι ο αναγνωρισμένος με συνθήκες «φύλακας» των χριστιανικών και μουσουλμανικών προσκυνημάτων στα Ιεροσόλυμα είναι ο εκάστοτε βασιλιάς της Ιορδανίας.
Ο σημερινός μονάρχης Αμπντάλα ο Β΄, παντρεμένος με την παλαιστινιακής καταγωγής βασίλισσα Ράνια, θεωρείται απευθείας απόγονος (43ης γενιάς) του Προφήτη Μωάμεθ.
Διεκδικώντας ρόλο «προστάτη» στα Ιεροσόλυμα ο Ερντογάν δεν αναμιγνύεται μόνο στα εσωτερικά του Ισραήλ αλλά και του αραβικού κόσμου, αμφισβητώντας ευθέως έναν εξ αίματος απόγονο του Προφήτη που βασιλεύει όχι μόνο στους Ιορδανούς αλλά και στους Παλαιστινίους.
Η Τουρκία βρήκε αφορμή να κλιμακώσει την εμπλοκή της στα εσωτερικά του Ισραήλ και των Ιεροσολύμων τον Νοέμβριο του 2016 εξαιτίας ενός νομοσχεδίου που απαγόρευε τη χρήση τηλεβόων για το κάλεσμα του μουεζίνη από τους μιναρέδες για προσευχή.
Ο ίδιος νόμος περί «ηχορύπανσης» είχε εφαρμογή σε όλες τις θρησκείες.
Τότε παρενέβη, δίχως να νομιμοποιείται, ο Μεχμέτ Γκιορμέζ (Mehmet Görmez), επικεφαλής της Διεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων της Τουρκίας (Ίδρυμα Ντιγιανέτ – Diyanet), που αποκάλεσε το εν λόγω νομοσχέδιο «απόρριψη της παρουσίας του Ισλάμ και των μουσουλμάνων στην Ιερουσαλήμ», και απείλησε ότι «είναι αδύνατο να το δεχθούμε».
Ο Γκιορμέζ επέλεξε να κάνει αυτές τις δηλώσεις από το Κατάρ, όπου βρισκόταν για επίσκεψη.
Λίγες ημέρες αργότερα ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, σε συνέντευξή του στο ισραηλινό Channel 2, αναφερόμενος στον πόλεμο στη Γάζα το καλοκαίρι του 2014, συνέκρινε το Ισραήλ με τη χιτλερική Γερμανία.
Ακολούθησαν έξι μήνες σχετικής ηρεμίας μέχρι που στις αρχές Μαΐου 2017 ο Τούρκος Πρόεδρος φρόντισε να επαναφέρει τις σχέσεις των δύο χωρών «στο κόκκινο» με ένα αντιισραηλινο παραλήρημα σε εκδήλωση για τα βακούφια των Ιεροσολύμων.
Ο Ερντογάν κάλεσε τους μουσουλμάνους να επισκέπτονται κατά χιλιάδες την Ιερουσαλήμ, κατηγόρησε το Ισραήλ ότι ατιμώρητα και χωρίς αντίδραση από τη διεθνή κοινότητα εφαρμόζει πολιτική απαρτχάιντ και απείλησε την ισραηλινή κυβέρνηση και την Κνέσετ ότι «η Τουρκία δεν θα επιτρέψει να σταματήσει το πρωινό εζάνι (Ezan)» (η πρόσκληση των πιστών με μεγάφωνα για προσευχή) αναφερόμενος στον νόμο που τελικά ψήφισε η ισραηλινή Βουλή.
Χαρακτηριστική είναι η απάντηση που έδωσε πριν έξι μήνες η πρέσβης του Ισραήλ στην Αθήνα, Ιρίτ Μπεν Αμπά, σε συνέντευξή της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, απαντώντας για τις σχέσεις Ισραήλ – Τουρκίας.
«Είναι ακριβώς ένας χρόνος που εξομαλύναμε τις σχέσεις μας. (…) Η πορεία είναι πολύ αργή.
»Ανησυχούμε για τις δηλώσεις που έκανε ο Ερντογάν πριν δύο εβδομάδες.
»Στην τελευταία καλούσε όλους τους μουσουλμάνους του κόσμου να πάνε στην Ιερουσαλήμ.
»Υπήρξε πολύ έντονη αντίδραση από τον Νετανιάχου.
»Μπορώ να πω ότι τουλάχιστον αποκαταστήσαμε διπλωματικές σχέσεις και αυτό είναι σημαντικό».
Οι Ισραηλινοί σαφώς και έχουν απόλυτη γνώση των σχεδιασμών Ερντογάν για την Ιερουσαλήμ, τους οποίους «έδωσαν» στην παγκόσμια κοινή γνώμη μέσω της εφημερίδας Israel Hayom στις 21 Ιουνίου.
«Τουρκικά ιδρύματα και οργανώσεις διοχετεύουν δεκάδες εκατομμύρια δολάρια στην ανατολική Ιερουσαλήμ και την περιοχή του Όρους του Ναού, με στόχο την ενίσχυση της θέσης της Τουρκίας ως κορυφαίου μουσουλμανικού στοιχείου στην Ιερουσαλήμ», αναφέρεται στο δημοσίευμα της Israel Hayom που στηρίζεται σε εκτενή διερευνητική έκθεση.
Ορισμένα από αυτά τα κονδύλια μεταφέρθηκαν από την τουρκική κυβέρνηση μέσω της Τουρκικής Υπηρεσίας για τη Συνεργασία και την Ανάπτυξη (TİKA – Turkish Cooperation and Coordination Agency), μιας κρατικής υπηρεσίας υπό την ηγεσία του δρ. Σέρνταρ Τζαμ (Dr. Serdar Çam), στενού συνεργάτη του Προέδρου Ερντογάν.
Το ίδιο δημοσίευμα αναφέρει ότι, η τουρκική κυβέρνηση έχει αναπτύξει δεσμούς με εξτρεμιστικά ισλαμιστικά στοιχεία εντός του Ισραήλ, συμπεριλαμβανομένης της Βόρειας Πτέρυγας του Ισλαμικού Κινήματος στο Ισραήλ, υπό την ηγεσία του υποστηρικτή της Χαμάς, Ραέντ Σαλάχ (Raed Salah), και του εξτρεμιστή πρώην μουφτή της Ιερουσαλήμ, Ίκριμα Σαΐντ Σάμπρι (Ekrima Sa’id Sabri).
Ένα μέρος από τα κεφάλαια που αποστέλλονται από την Τουρκία στην ανατολική Ιερουσαλήμ μέσω της TİKA χρησιμοποιήθηκαν για διάφορα έργα οικοδόμησης ή αναστήλωσης.
Ωστόσο, κάποια άλλα χρήματα χρησιμοποιήθηκαν για την κάλυψη εξόδων μετακίνησης εξτρεμιστών ισλαμιστών στο Όρος του Ναού, για προκλητικές ενέργειες και επιθέσεις εναντίον Εβραίων.
Η συνεργασία της Τουρκίας με τις ισλαμιστικές ομάδες της Ιερουσαλήμ αποτελεί μέρος μιας συντονισμένης προσπάθειας να αντικαταστήσει την Ιορδανία, που είναι ο αναγνωρισμένος θεματοφύλακας των χώρων θρησκευτικής λατρείας στην πόλη, επισημαίνεται στο δημοσίευμα.
Ο Ισραηλινός δημοσιογράφος Ναντάβ Σραγκάι (Nadav Shragai), σε άρθρο γνώμης του στην Israel Hayom με τίτλο «Εξουδετέρωση της τουρκικής επιρροής», αναφέρεται στην «ανίερη τριάδα» των Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, σεΐχη Ραέντ Σαλάχ και πρώην μεγάλου μουφτή Ίκριμα Σάμπρι, που φαντασιώνεται τη δημιουργία ενός περιφερειακού ισλαμικού χαλιφάτου με κέντρο του την Ιερουσαλήμ.
Τα τουρκικά κεφάλαια, συνεχίζει ο ίδιος, διοχετεύονται απευθείας στο Όρος του Ναού, για να αποδυναμώσουν τη θέση, τον έλεγχο και την κυριαρχία του Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ και να μεγιστοποιήσουν τον ρόλο του Ισλάμ στην πόλη, και κυρίως στο Όρος του Ναού, η οποία, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο αρθρογράφος, «είναι η πιο ιερή τοποθεσία για τον Ιουδαϊσμό, αλλά μόλις η τρίτη ιερότερη για το Ισλάμ».
Ο δημοσιογράφος, προτείνοντας τρόπους αντιμετώπισης της οικονομικής διείσδυσης της Τουρκίας στην ιερή πόλη, αναφέρεται ευθέως στο όραμα του Ερντογάν για αποκατάσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Ιερουσαλήμ.