Μία πρόταση-«βόμβα» για το προσφυγικό πρόβλημα ετοιμάζεται να φέρει στο τραπέζι των ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ.
Σύμφωνα με προσχέδιο επιστολής του κ. Τουσκ, που αποκαλύπτει η βρετανική εφημερίδα «The Guardian», σε μία αιφνιδιαστική κίνηση, ο Πολωνός αξιωματούχος θα πει στους Ευρωπαίους ηγέτες, κατά τη Σύνοδο της προσεχούς Πέμπτης, ότι οι υποχρεωτικές ποσοστώσεις στην υποδοχή προσφύγων από τα κράτη-μέλη της ΕΕ υπήρξαν ένα «διχαστικό και αναποτελεσματικό» μέτρο, αφήνοντας να εννοηθεί ότι είναι έτοιμος να εγκαταλείψει αυτή την πολιτική, που προκάλεσε διασπάσεις στους κόλπους της Ένωσης.
Φυσικά, μια ενδεχόμενη κατάργηση του σχεδίου των ποσοστώσεων θα προκαλέσει αναστάτωση τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ιταλία, σημειώνει η βρετανική εφημερίδα, καθώς είναι η χώρα μας και η γειτονική, πάνω στις οποίες έχει πέσει το βάρος της προσφυγικής κρίσης, ενώ και από τις δύο πλευρές υπάρχουν διαρκείς εκκλήσεις προς τους Ευρωπαίους για τη διαχείριση της κατάστασης.
Επιπλέον, σημειώνει το δημοσίευμα, πιθανή είναι η αντίδραση της Γερμανίας και της Σουηδίας σε οποιαδήποτε αμφισβήτηση του σχεδίου, κάτι που θα μείωνε τη βοήθεια που προσφέρουν οι άλλες χώρες-μέλη.
Ο Τουσκ, σύμφωνα με τον Guardian, θα θέσει προθεσμία έξι μηνών στους Ευρωπαίους ηγέτες, προκειμένου να καταλήξουν ομόφωνα σε συμφωνία για μεταρρυθμίσεις στο ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου, αλλά θα προτείνει και εναλλακτικές, αν δεν υπάρξει συναίνεση.
«Αν δεν υπάρξει λύση… συμπεριλαμβανομένου του θέματος των υποχρεωτικών ποσοστώσεων, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου θα παρουσιάσει έναν τρόπο να προχωρήσουμε» αναφέρει το προσχέδιο επιστολής του Τουσκ προς τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, σύμφωνα με τον Guardian.
Ουσιαστικά, αυτό σημαίνει ότι θα… περάσει η άποψη της Ουγγαρίας, της Πολωνίας και της Τσεχίας, που έχουν αντιταχθεί δυναμικά στην ιδέα διασποράς προσφύγων στην ΕΕ, με βάση ένα σχέδιο που έφτιαξαν οι Βρυξέλλες. Όμως, ο Τουσκ αναμένεται να βρεθεί αντιμέτωπος και με αντιδράσεις άλλων ευρωπαϊκών Θεσμών, όπως η Κομισιόν, εκτιμά ο Guardian.
Διπλωμάτης της ΕΕ σχολίασε, μιλώντας στον Guardian, ότι κάποιες χώρες εξεπλάγησαν από την επιστολή του Τουσκ, γιατί δεν συνάδει με τη δουλειά που έχουν κάνει οι υπουργοί Εσωτερικών σε αυτό το ζήτημα.
Ομως, η βρετανική εφημερίδα σημειώνει ότι ο σκεπτικισμός του Τουσκ ήταν εμφανής τον τελευταίο καιρό και παρατηρεί ότι τον Οκτώβριο ο Πολωνός είχε δηλώσει πως οι υποχρεωτικές ποσοστώσεις είχαν φέρει τις χώρες-μέλη σε σχεδόν μόνιμη σύγκρουση. Γι’ αυτό θα καλέσει τις κυβερνήσεις της ΕΕ να αναλάβουν δράση, αντί να αφήνουν τις Βρυξέλλες να δίνουν τον ρυθμό στη διαχείριση της προσφυγικής πολιτικής.
«Μόνο οι χώρες-μέλη μπορούν να αντιμετωπίσουν την προσφυγική κρίση αποτελεσματικά. Ο ρόλος της ΕΕ είναι να προσφέρει την πλήρη στήριξή της με όλους τους πιθανούς τρόπους για να βοηθήσει τις χώρες να διαχειριστούν την κρίση. Αλλά η ΕΕ δεν έχει ούτε την ισχύ ούτε τις νομικές δυνατότητες να αντικαταστήσει τις χώρες-μέλη» σημειώνει στην επιστολή του.
Επίσης, θα καλέσει τους ηγέτες της ΕΕ να ενισχύσουν τις δαπάνες σε σχέδια που έχουν ως στόχο να κρατήσουν τους πρόσφυγες και τους επίδοξους μετανάστες εκτός Ευρώπης, όπως τα τρία δισ. ευρώ για τους Σύρους στην Τουρκία και το 1,9 δισ. στο ταμείο της ΕΕ για την Αφρική
Η ιστορία του σχεδίου των ποσοστώσεων
Οι ηγέτες της ΕΕ αποφάσισαν τις υποχρεωτικές ποσοστώσεις το 2015, στο αποκορύφωμα της προσφυγικής κρίσης, όταν χιλιάδες άνθρωποι έφταναν καθημερινά στις ευρωπαϊκές ακτές. Η Ουγγαρία, η Σλοβακία, η Ρουμανία και η Τσεχία καταψήφισαν το σχέδιο, το οποίο όμως εγκρίθηκε με πλειοψηφία.
Η Ουγγαρία και η Πολωνία συνέχισαν να αψηφούν την ΕΕ, αρνούμενες να δεχθούν έστω και έναν πρόσφυγα με βάση αυτό το σχέδιο, που έχει ως σκοπό τη μετεγκατάσταση 120.000 ανθρώπων, κυρίως από τη Συρία. Η Τσεχία έχει υποδεχθεί μόλις 12. Και οι τρεις χώρες προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, αλλά η υπόθεση απορρίφθηκε.
Όμως, παρά τις αντιδράσεις, η Κομισιόν είχε προτείνει οι ποσοστώσεις να γίνουν νόμος της ΕΕ το 2016. Η πρότασή της ήταν ότι, όσες χώρες αρνούνται να πάρουν μέρος στον μηχανισμό μετεγκατάστασης για να διευκολυνθούν οι χώρες που σηκώνουν το μεγαλύτερο βάρος, τότε να πληρώνουν 250.000 ευρώ για κάθε αιτούντα άσυλο.