Ο Tουρκοϊρανός έμπορος χρυσού Ρεζά Ζαράμπ, ο οποίος έκλεισε συμφωνία με τους αμερικανούς εισαγγελείς και μετατράπηκε σε μάρτυρα κατηγορίας στη δίκη που διεξάγεται στη Νέα Υόρκη για μια υπόθεση παραβίασης των αμερικανικών κυρώσεων σε βάρος του Ιράν, δήλωσε την Πέμπτη ότι απομακρύνθηκε από κρατητήριο των ομοσπονδιακών αρχών, διότι ένας κρατούμενος στη φυλακή όπου βρισκόταν απείλησε να τον δολοφονήσει επειδή συνεργάζεται με τις διωκτικές αρχές.
«Είπε ότι του δόθηκαν οδηγίες να με σκοτώσει επειδή συνεργάζομαι», δήλωσε ο Ρεζά Ζαράμπ, στους ενόρκους στην αίθουσα του δικαστηρίου του Μανχάταν όπου εκτυλίσσεται η δίκη.
Δεν κατονόμασε το πρόσωπο που τον απείλησε, ούτε διευκρίνισε πότε δέχθηκε την απειλή.
Η ομοσπονδιακή υπηρεσία σωφρονιστικών καταστημάτων των ΗΠΑ δεν απάντησε αμέσως όταν της ζητήθηκε σχόλιο.
Ο Ζαράμπ πρόσθεσε ότι μετά την απειλή, απομακρύνθηκε από το μητροπολιτικό κέντρο κράτησης της Νέας Υόρκης στο Μπρούκλιν και τέθηκε υπό την προστασία του Ομοσπονδιακού Γραφείου Έρευνας.
Η αποκάλυψη έγινε προς το τέλος της κατάθεσης του Ζαράμπ, η οποία άρχισε την περασμένη Τετάρτη και ολοκληρώθηκε το απόγευμα της Πέμπτης.
Ο Ζαράμπ, ο οποίος έχει διπλή, τουρκική και ιρανική υπηκοότητα, ομολόγησε την ενοχή του τον Οκτώβριο στην κατηγορία ότι συνωμότησε για να βοηθήσει το Ιράν να παρακάμψει τις κυρώσεις των ΗΠΑ.
Ο Ζαράμπ είναι μάρτυρας κατηγορίας των ομοσπονδιακών αμερικανών εισαγγελέων εναντίον ενός ανώτερου στελέχους της τουρκικής τράπεζας Halkbank—η πλειοψηφία των μετοχών της οποίας ανήκει στο τουρκικό κράτος—που κατηγορείται ότι συμμετείχε στη συνωμοσία.
Το στέλεχος της τράπεζας, ο Μεμέτ Χακάν Ατίλα, δηλώνει αθώος και διαβεβαιώνει ότι όλες οι συναλλαγές του πιστωτικού ιδρύματος συμμορφώνονταν προς τους διεθνείς κανονισμούς.
Οι αμερικανικές εισαγγελικές αρχές έχουν ασκήσει δίωξη σε βάρος εννέα ανθρώπων για συνωμοσία με σκοπό το Ιράν να μπορέσει να παρακάμψει τις αμερικανικές κυρώσεις.
Μόνο ο Ζαράμπ, 34 ετών, και ο Ατίλα, 47, έχουν συλληφθεί από τις αρχές των ΗΠΑ.
Νωρίτερα την Πέμπτη μία από τους συνηγόρους υπεράσπισης του Ατίλα, η Κάθι Φλέμινγκ, αμφισβήτησε την αξιοπιστία του Ζαράμπ.
Ο Ζαράμπ παραδέχθηκε όταν του υπέβαλε ερωτήσεις πως είχε πει ψέματα επανειλημμένα κατά τη διάρκεια της δραστηριότητάς του, και στον Ατίλα.
Όμως, όταν η Φλέμινγκ ρώτησε τον Ζαράμπ σχετικά με μια επιστολή που φέρει την υπογραφή του, η οποία απευθύνεται στον πρώην πρόεδρο του Ιράν Μαχμούντ Αχμαντινεζάντ και υπόσχεται ότι θα βοηθήσει σε «οικονομικό τζιχάντ», ο έμπορος αρνήθηκε ότι είχε ποτέ σκοπό να κάνει μια τέτοια δέσμευση.
Τόνισε ότι δεν μιλάει τη γλώσσα φαρσί και ότι υπέγραψε την επιστολή χωρίς να ξέρει στην πραγματικότητα ποιο ήταν το περιεχόμενό της.
Ο Ζαράμπ αρνήθηκε επίσης ότι είπε στον θείο του σε μια τηλεφωνική συνδιάλεξη από τη φυλακή πως «σε αυτή τη χώρα πρέπει να ομολογείς πράγματα που δεν έχεις κάνει για να αφεθείς ελεύθερος».
Μια περίληψη της απομαγνητοφώνησης της κλήσης υποβλήθηκε ως πειστήριο από τους συνηγόρους του Ατίλα στην έδρα νωρίτερα αυτή την εβδομάδα.
Κατά τη διάρκεια της μαραθώνιας, επταήμερης κατάθεσής του στο ομοσπονδιακό δικαστήριο του Μανχάταν, ο Ζαράμπ υποστήριξε ότι κορυφαία στελέχη της τουρκικής κυβέρνησης δωροδοκήθηκαν και βοήθησαν στο ξέπλυμα χρήματος του Ιράν.
Ενέπλεξε και τον σημερινό πρόεδρο—όταν ακόμη ήταν πρωθυπουργός—Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Η υπόθεση κλιμάκωσε την ένταση στις σχέσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Τουρκίας.