Ισλαμικό ΚράτοςΙσραήλ
Αίθουσα Σύνταξης
Τμήμα ειδήσεων tribune.gr

Νέα αλβανική πρόκληση: “Δεν υπάρχουν Έλληνες στη Χειμάρρα” – Οι Αλβανοί “ξύνονται στη γκλίτσα”

Νέα αλβανική πρόκληση: “Δεν υπάρχουν Έλληνες στη Χειμάρρα” – Οι Αλβανοί “ξύνονται στη γκλίτσα”
ΔΕΙΤΕ ΠΡΩΤΟΙ ΟΛΑ ΤΑ ΝΕΑ ΤΟΥ TRIBUNE ΣΤΟ GOOGLE NEWS
Διαβάστε σχετικά για Αλβανία, Βαλκάνια, Βόρεια Ήπειρος, Βορειοηπειρώτες, Ελληνική Ομογένεια, Πελλούμπ Τζούφι, Χειμάρρα,

Η Χειμάρρα ήταν πάντα αλβανική και δεν υπάρχουν Έλληνες στη Χειμάρρα, υποστήριξε με δηλώσεις του που δημοσιεύτηκαν σε αλβανικά ΜΜΕ ο γνωστός ανθέλληνας Αλβανός σοσιαλιστής πολιτικός και “ιστορικός” Πελλούμπ Τζούφι.

Ο Τζούφι, που παριστάνει τον ιστορικό, έχει διατελέσει πρώην βουλευτής, πρώην υφυπουργός Εξωτερικών και πρώην Πρέσβης της Αλβανίας στη Ρώμη.

Θα είχε ενδιαφέρον να μας προσκομίσει και τις ιστορικές αποδείξεις για τους ισχυρισμούς του ο Τζούφι.

Αλλά αυτό θα του είναι μάλλον δύσκολο, γιατί οι Αλβανοί -αυτό το “περίοπτο” έθνος της Βαλκανικής- απέκτησε αλφάβητο μόλις πριν 100 χρόνια.

Προηγουμένως δεν είχαν γραφή, άρα δεν είχαν και ιστορία, άρα δεν μπορούν να μιλάνε οι Αλβανοί για ιστορικά θέματα.

Αφού λοιπόν απαντήσαμε πόση βαρύτητα μπορεί να έχουν οι ισχυρισμοί των Αλβανών ψευδοϊστορικών, ας περάσουμε στο τι είπε ο Τζούφι.

Ισχυρίστηκε ότι τα γεγονότα στη Χειμάρρα και οι δηλώσεις από την Αθήνα, είναι ένα πρόσχημα που η ελληνική κυβέρνηση το εκμεταλλεύεται για τη “διεθνοποίηση” του θέματος Χειμάρρα, το οποίο “είναι ένα στημένο θέμα”.

“Τι την νοιάζει την Αθήνα τι κάνουν τα Τίρανα στη Χειμάρρα”, αναρωτιέται ρητορικά ο Τζούφι, “σε μια επαρχία που ήταν πάντα αλβανική και ποτέ ελληνική;”.

“Η Αθήνα προσπαθεί να δημιουργήσει τεχνητά προβλήματα στις διμερείς σχέσεις, ώστε στη συνάντηση της Κρήτης να πιέσει την αλβανική κυβέρνηση να μην θέσει τα γνωστά και καυτά για την Ελλάδα θέματα. Η Αθήνα επιδιώκει πολιτικές παραχωρήσεις από την Αλβανία”.

Ο θόρυβος των ολίγων εκείνων “παλικαριών” στη Χειμάρρα, συνεχίζει ο Τζούφι, δεν είναι μεμονωμένος, ήταν οι ίδιοι άνθρωποι που πριν από μερικά χρόνια επιτέθηκαν στο αστυνομικό τμήμα της Χειμάρρας, είναι αυτοί που δεν θέλουν την ανάπτυξη της πόλης.

Εκείνο που με αγανακτεί, λέει ο Τζούφι, είναι το γεγονός ότι στις γελοίες εμφανίσεις τους κρατούν σημαίες των ΗΠΑ και της Ε.Ε, λες και ο πολιτισμένος κόσμος συμβιβάζεται με τις παρωχημένες ιδέες τους.

[σ.σ. καλά κάνει και τον “αγανακτεί” τον Τζούφι διότι οι Χειμαρριώτες εκτός από Αλβανοί πολίτες έχουν και την ελληνική -άρα ευρωπαϊκή- ή την αμερικανική υπηκοότητα. Το πρωτόγονο αλβανικό καθεστώς επιτίθεται σε πολίτες της ΕΕ και των ΗΠΑ. Η Χειμάρρα είναι εκτός από ελληνική πόλη θύλακας πολιτών της ΕΕ και των ΗΠΑ.].

Ο Τζούφι επιτέθηκε και στον Βορειοηπειρώτη βουλευτή Βαγγέλη Ντούλε. “Όλοι γνωρίζουμε το ρόλο του Ντούλε στην αλβανική πολιτική”, είπε ενώ πρόσθεσε ότι “στη Χειμάρρα δεν υπάρχει ελληνική μειονότητα για την οποία μιλάει. Ο Ντούλες απλώς μεταφέρει τις εντολές που λαμβάνει από την Αθήνα”.

Προφανώς όλοι αυτοί οι χιλιάδες Έλληνες που ζουν στη Χειμάρρα είναι… φαντάσματα, σύμφωνα με τον Αλβανό “ιστορικό” και πρώην πολιτικό.

Με αυτές τις προκλήσεις το αποτυχημένο-κράτος της Αλβανίας επιθυμεί να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Ποτέ οι Αλβανοί δεν θα γίνουν μέλη της ΕΕ. Θα μείνουν εκεί, απομονωμένοι, μέχρι να χαθούν από την απόλυτη εξαθλίωση. Αυτή είναι η μοίρα του αλβανικού λαού εξαιτίας των ανόητων ψυχοπαθών που έχει για ηγέτες και ιστορικούς του.

Η Ιστορία της ελληνικής ανυπότακτης Χειμάρρας

Η περιοχή κατοικούνταν κατά την αρχαιότητα από τους Χάονες, αρχαίο ελληνικό φύλο της Ηπείρου.

Οι Χάονες ήταν μια από τις τρεις κύριες Ελληνικές φυλές της Ηπείρου, μαζί με τους Θεσπρωτούς και τους Μολοσσούς.

Η πόλη της Χειμάρρας πιστεύεται ότι είχε ιδρυθεί ως “Χίμαιρα”, (εξ ου και το όνομα Χιμάρα) από τους Χάονες ως εμπορικός σταθμός στη Χαονική ακτή.

Μια άλλη όμως θεωρία σχετική με το όνομα υποστηρίζει ότι προέρχεται από τη λέξη “χείμαρρος”.

Στην κλασική αρχαιότητα η Χειμάρρα ήταν τμήμα του Βασιλείου της Ηπείρου υπό την ηγεσία της δυναστείας των Αιακιδών Μολοσσών, που περιελάμβανε το Βασιλιά Πύρρο της Ηπείρου.

Όταν η περιοχή καταλήφθηκε από τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία το 2ο αιώνα π.Χ. οι οικισμοί της υπέστησαν σοβαρές ζημιές και άλλοι καταστράφηκαν από το Ρωμαίο Στρατηγό Αιμίλιο Παύλο.

Η Χειμάρρα και τα υπόλοιπα νότια Βαλκάνια πέρασαν στα χέρια της ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Βυζάντιο) μετά την πτώση της πρεσβυτέρας Ρώμης αλλά, όπως η υπόλοιπη περιοχή έγινε συχνός στόχος διάφορων εισβολέων, όπως οι Γότθοι, οι Άβαροι, οι Σλάβοι, οι Βούλγαροι, οι Σαρακηνοί και οι Νορμανδοί.

Η Χειμάρρα αναφέρεται στο έργο του Προκόπιου εκ Καισαρείας του 544 Περί Κτισμάτων, ως Χιμαίριαι. Τη μνημονεύει ως τμήμα της Αρχαίας Ηπείρου και ότι στη θέση της είχε χτιστεί ένα καινούριο φρούριο.

Το 614 η Σλαβική φυλή των Βαϊουνιτών εισέβαλε στην περιοχή και απέκτησε τον έλεγχο μιας έκτασης από τη Χειμάρρα ως το Μαργαρίτι, που λεγόταν Βαγκενετία.

Η χρήση του ονόματος Χαονία σχετικά με την περιοχή φαίνεται να εξέλιπε κατά το 12ο αιώνα, οπότε καταγράφεται για τελευταία φορά (σε Βυζαντινό έγγραφο είσπραξης φόρων).

Το 1278 ο Νικηφόρος, Δεσπότης της Ηπείρου παρέδωσε στους Ανδεγαυούς τα λιμάνια Χειμάρρας, Σόποτ και Βουθρωτό.

Έτσι ο Κάρολος ο Ανδεγαυός έλεγχε την ακτή του Ιονίου από τη Χειμάρρα ως το Βουθρωτό.

Το 1372 η Χειμάρρα, μαζί με τον Αυλώνα, το Κανίνα και την περιοχή του Βερατίου δόθηκε ως προίκα στον Μπάλσα Β΄ (Σέρβο πρίγκιπα) για το γάμο του με την κόρη του με τον Ιωάννη Κομνηνό Ασέν (αδελφού του Ιβάν Αλεξάνταρ).

Μετά το θάνατο του Μπάλσα Β΄ η χήρα και η κόρη του, που παντρεύτηκε το Μρκσα Ζάρκοβιτς, κατάφεραν να διατηρήσουν την κατοχή της περιοχής μέχρι το 1417, οπότε οι Οθωμανοί κατέλαβαν τον Αυλώνα.

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε καταλάβει τη Βόρεια Ήπειρο από τα τέλη του 14ου αιώνα, αλλά όντας φυσικό οχυρό, η Χειμάρρα ήταν η μοναδική περιοχή που δεν υποτάχθηκε στην Οθωμανική Τουρκική εξουσία.

Έγινε σύμβολο αντίστασης στους Οθωμανούς αλλά υπέφερε από μια σχεδόν διαρκή κατάσταση πολέμου.

Μετά τη πτώση της Κωνσταντινούπολης οι κάτοικοί της διεξήγαγαν σκληρούς αγώνες κατά των Τούρκων με επικεφαλής τον Γεώργιο Καστριώτη (“Σκεντέρμπεη”).

Μετά τον θάνατο αυτού τον αγώνα συνέχισε ο Γεώργιος Αρέσιος.

Το καλοκαίρι του 1473 ο οπλαρχηγός Ιωάννης Βλάσης με μια μικρή ομάδα από τη γειτονική Κέρκυρα καθώς και με υποστήριξη ντόπιων Χειμαρριωτών απέκτησε τον έλεγχο όλης της παραλιακής περιοχής από τη Σαγιάδα μέχρι τη Χειμάρρα, αλλά όταν έληξε ο εν εξελίξει Τουρκο-βενετικός Πόλεμος (1479) η περιοχή περιήλθε πάλι σε Οθωμανικό έλεγχο.

Το 1481, ένα χρόνο μετά την απόβαση των Οθωμανών στο Οτράντο της νότιας Ιταλίας, οι Χειμαρριώτες ενώθηκαν με τις δυνάμεις του Ιωάννη Καστριώτη, γιου του “Σκεντέρμπεη” στην εξέγερση του κατά των Οθωμανών.

Η εξέγερση απέτυχε αλλά οι Χειμαρριώτες ξεσηκώθηκαν πάλι το 1488 και μεταξύ 1494-1509, αποσταθεροποιώντας τον τουρκικό έλεγχο αλλά αποτυγχάνοντας να απελευθερώσουν τα εδάφη τους.

Το 1518 ο αρνησίθρησκος Χειμαρριώτης Αγιάς πασάς κατάφερε να πείσει τους πατριώτες του να δεχθούν τη κυριαρχία των Τούρκων έναντι μεγάλων ανταλλαγμάτων με οικονομικά προνόμια, τα οποία αργότερα οι Τούρκοι αφαίρεσαν.

Έτσι μια μεγάλη σειρά από εξεγέρσεις και επαναστάσεις εναντίον των Τούρκων αλλά και των Αλβανών χαρακτηρίζουν την πόλη της Χειμάρρας.

Ο Οθωμανός Σουλτάνος Σουλεϊμάν Α΄ ο Μεγαλοπρεπής πραγματοποίησε προσωπικά μια αποστολή το 1537 και κατέστρεψε ή κατέλαβε πολλά γύρω χωριά, αλλά δεν κατόρθωσε να υποτάξει την περιοχή.

Έτσι οι οθωμανικές Αρχές, με σκοπό να αποτρέψουν εξεγέρσεις, συνέταξαν σειρά προνομίων για την περιοχή της Χειμάρρας και τους κατοίκους της.

Τα προνόμια αφορούσαν την απαλλαγή από την καταβολή φόρων και τελωνειακών δασμών.

Οι κάτοικοι είχαν το δικαίωμα να οπλοφορούν, ακόμα και όταν οι Χειμαρριώτες καπεταναίοι επισκέπτονταν τον εκπρόσωπο του Σουλτάνου στα Ιωάννινα.

Επίσης, η Χειμάρρα εκπροσωπούνταν στην Κωνσταντινούπολη, με δικό της αντιπρόσωπο, που είχε το προνόμιο της προσωπικής ακροάσεως προς την Υψηλή Πύλη.

Έναντι αυτών των προνομίων οι Χειμαρριώτες είχαν την υποχρέωση να συμμετέχουν στις οθωμανικές εκστρατείες.

Τα προνόμια διατηρήθηκαν ως το τέλος της τουρκοκρατίας. Εντούτοις, παρά τα προνόμια, οι Χειμαρριώτες επαναστάτησαν κατά της Οθωμανικής εξουσίας στον Τρίτο Βενετοτουρκικό Πόλεμο (1537–40), στον Τέταρτο Βενετοτουρκικό Πόλεμο (1570–73), στον Πόλεμο του Μοριά (1684–99), στον Έβδομο Βενετοτουρκικό Πόλεμο (1714–18) και στους Ρωσοτουρκικούς Πολέμους του 18ου αιώνα.

Αφ’ ετέρου τα Οθωμανικά αντίποινα ερήμωσαν την περιοχή και οδήγησαν σε αναγκαστικούς εξισλαμισμούς, που τελικά περιόρισαν το Χριστιανικό πληθυσμό της περιοχής στην πόλη της Χειμάρρας και έξι χωριά.

Εξάλλου οι Χειμαρριώτες υφίσταντο συχνά επιθέσεις των Λιάπηδων, γειτονική Αλβανική φυλή, λόγω διαφορετικής φυλής.

Σε μια περίπτωση, το 1577, οι οπλαρχηγοί της Χειμάρρας έκαναν έκκληση στον Πάπα για όπλα και προμήθειες, υποσχόμενοι να πολεμήσουν τους Οθωμανούς.

Υποσχέθηκαν επίσης να υπαχθούν θρησκευτικά στη Ρώμη, υπό την προϋπόθεση να διατηρήσουν τα Ορθόδοξα λειτουργικά τους έθιμα, αφού η πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν Ελληνική και δεν καταλάβαινε τη Φράγκικη γλώσσα.

Εκείνη την εποχή οι κάτοικοι της Χειμάρρας ανέπτυξαν στενούς δεσμούς με τις Ιταλικές πόλεις-κράτη, ιδιαίτερα τη Νάπολη και τη πανίσχυρη Δημοκρατία της Βενετίας, που έλεγχε την Κέρκυρα και τα άλλα νησιά του Ιονίου, και αργότερα με την Αυστροουγγαρία.

Μάλιστα το 18ο αιώνα πολλοί Χειμαρριώτες μετανάστευσαν στην Ιταλία, όπου ακόμη διατηρούν την Ελληνική τους ταυτότητα.

Το 1627 άνοιξε στην περιοχή το πρώτο σχολείο, όπου τα μαθήματα γίνονταν στην Ελληνική γλώσσα.

Τα επόμενα χρόνια (μέχρι το 1633), άνοιξαν επίσης Ελληνόγλωσσα σχολεία στα χωριά Δρυμάδες και Παλάσα.

Το 1775 περιόδευσε στην περιοχή ο Κοσμάς ο Αιτωλός, όπου και ίδρυσε σχολείο, την Ακροκεραύνειο σχολή.

Το 1797 ο Αλή Πασάς, ο μουσουλμάνος Αλβανός κυβερνήτης του Οθωμανικού Πασαλικίου των Ιωαννίνων έκανε επιδρομή στην πόλη της Χειμάρρας, γιατί υποστήριζε τους εχθρούς του Σουλιώτες.

Δύο χρόνια αργότερα ο Αλή Πασάς προσπάθησε να δημιουργήσει καλές σχέσεις με τους Χειμαρριώτες, ανακηρύσσοντας το θύλακα τους τμήμα του υπό διαμόρφωση ημιανεξάρτητου κράτους του, χρηματοδοτώντας διάφορα δημόσια έργα και εκκλησίες.

Μία εκκλησία που έχτισε κοντά στη Χειμάρρα, απέναντι από το Κάστρο Πόρτο Παλέρμο, είναι η μεγαλύτερη και μεγαλοπρεπέστερη στην περιοχή και διατηρείται ακόμη και σήμερα ως σημαντικό τουριστικό αξιοθέατο.

Η εξουσία του Αλή Πασά στη Χειμάρρα κράτησε περίπου 20 χρόνια, μέχρι που τερματίστηκε απότομα με τη δολοφονία του από Οθωμανούς πράκτορες.

Η Χειμάρρα στη συνέχεια επανήλθε στο προηγούμενο καθεστώς της ενός θύλακα περικυκλωμένου από Οθωμανικά εδάφη.

Για να τονίσουν το ειδικό καθεστώς της πόλης, οι όροι που οι Χειμαρριώτες είχαν συμφωνήσει με το Σουλεϊμάν το Μεγαλοπρεπή χαράχτηκαν σε χάλκινες πλάκες κατ’ απαίτηση των ηγετών τους, που ήθελαν να καταγράψουν τη συμφωνία σε ανεξίτηλο μέσο.

Οι πλάκες αυτές διασώζονται στο μουσείο-ανάκτορο Τοπ Καπί της Κωνσταντινούπολης.

Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση (1821–1830) οι κάτοικοι της Χειμάρρας εξεγέρθηκαν.

Η τοπική εξέγερση απέτυχε αλλά πολλοί Χειμαρριώτες, βετεράνοι του Ρωσικού και του Γαλλικού Στρατού, εντάχθηκαν στις επαναστατικές δυνάμεις στη σημερινή νότια Ελλάδα, όπου έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον αγώνα, όπως τμήμα Χειμαρριωτών με επικεφαλής τον στρατηγό Σπύρο Μήλιο που συμμετείχε στις ένοπλες συγκρούσεις κατά των Τούρκων, στο Μεσολόγγι και στο Φάληρο.

Το 1854, κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, ξέσπασε μια μεγάλη τοπική εξέγερση, με τη Χειμάρρα να συμμετέχει από τους πρώτους.

Αν και το νεοϊδρυθέν Ελληνικό κράτος προσπάθησε σιωπηρά να την υποστηρίξει, η εξέγερση κατεστάλη από τις Οθωμανικές δυνάμεις μετά από λίγους μήνες.

Κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, στις 5/18 Νοεμβρίου του 1912, η πόλη εξεγέρθηκε υπό τον ταγματάρχη Σπύρο Σπυρομήλιο που αποβιβάστηκε στην περιοχή με μικρή δύναμη Χειμαρριωτών και Κρητών εθελοντών υπό τους Γαλερό, Πολυξύγγη, Παπαγιαννάκη και Τζουλιάκη, χωρίς να συναντήσει αρχικά ιδιαίτερη αντίσταση, και εκδίωξε τις Οθωμανικές δυνάμεις για να ενωθεί με την Ελλάδα.

Η περιοχή παρέμεινε υπό τον έλεγχο του Ελληνικού Στρατού καθ’όλη τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων και κήρυξε την αυτονομία της τον Φεβρουάριο του 1914, αντιδρώντας στην απόφαση των μεγάλων δυνάμεων να την εντάξουν στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος.

Την 28 Φεβρουαρίου προσχώρησε στην Προσωρινή Κυβέρνηση της Βορείου Ηπείρου, με επικεφαλής τον Γεώργιο Χρηστάκη-Ζωγράφο.

Το Μάρτιο του 1914 υπεγράφη το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας, που ίδρυε την Αυτόνομο Δημοκρατία της Βορείου Ηπείρου, όπου εντάχθηκε και η Χειμάρρα, αν και η ίδια η Αυτόνομη Δημοκρατία παρέμενε τυπικά τμήμα του νεοϊδρυθέντος Αλβανικού κράτους.

Στα τέλη Ιουλίου 1914 συγκλήθηκε Πανηπειρωτική Διάσκεψη στο Δέλβινο, για να επικυρωθούν οι όροι του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας από τους Βορειοηπειρώτες εκπροσώπους.

Οι εκπρόσωποι της Χειμάρρας, παρ’όλες τις πιέσεις του Ελληνικής Κυβέρνησης για αποδοχή του Πρωτοκόλλου για αυτονομία εντός της αλβανικής επικράτειας, αποχώρησαν ζητωκραυγάζοντας υπέρ της Ένωσης με την Ελλάδα.

Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Χειμάρρα ήταν υπό Ελληνική διοίκηση (Οκτώβριος 1914 – Σεπτέμβριος 1916) και κατόπιν καταλήφθηκε από την Ιταλία.

Οι Ιταλοί χρησιμοποιώντας αιχμαλώτους πολέμου της Αυστροουγγαρίας για να κατασκευάσουν ένα δρόμο, που μείωσε σημαντικά την απομόνωση της περιοχής, που το 1921 πέρασε στον έλεγχο του Αλβανικού κράτους.

Οι ντόπιοι εξεγέρθηκαν το 1924 διαμαρτυρόμενοι για σειρά μέτρων που αποσκοπούσαν στον εξαλβανισμό τους και απαιτώντας τα ίδια προνόμια που απολάμβαναν πριν ενσωματωθούν στην Αλβανία.

Εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες ακολούθησαν επίσης το 1927 και το 1932, οι οποίες καταπνίγηκαν από τον βασιλιά Ζόγου.

Αργότερα η Χειμάρρα καταλήφθηκε πάλι από τους Ιταλούς κατά την Ιταλική εισβολή στην Αλβανία.

Στις 22 Δεκεμβρίου 1940, κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, η 3η Μεραρχία Πεζικού του Ελληνικού Στρατού μπήκε στη Χειμάρα για τρίτη φορά, μετά τη νικηφόρα μάχη κατά των Φασιστικών Ιταλικών δυνάμεων, που είχαν αναπτυχθεί στην περιοχή.

Η πόλη επανενώθηκε για λίγο με την Ελλάδα μέχρι τη Γερμανική εισβολή το 1941.

Ενώ, αρχικά η περιοχή υπαγόταν στην αναγνωρισμένη μειονοτική ζώνη από τις αλβανικές Αρχές, το 1945 εξαιρέθηκε από αυτήν, ως αποτέλεσμα να κλείσουν τα ελληνικά σχολεία.

Το 2006 επαναλειτούργησε ελληνικό σχολείο (υπό μορφή δίγλωσσου ιδιωτικού) μετά από 61 χρόνια, στο οποίο έχει απονεμηθεί και τιμητική διάκριση από το ελληνικό υπουργείο εθνικής παιδείας και θρησκευμάτων.

Σχετικά άρθρα