“Η Ευρώπη πρέπει να επιβάλει την παρουσία της ως διπλωματικού παίκτη και να γίνει ένας ισχυρός παράγοντας της διεθνούς σκηνής”, τόνισε η καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ μετά τη συνάντησή της με τον πρωθυπουργό της Ινδίας Ναρέντρα Μόντι στο Βερολίνο, σήμερα Τρίτη.
Οι δηλώσεις αυτές έρχονται δύο ημέρες μετά αφότου η Μέρκελ γνωστοποίησε χωρίς περιφράσεις τις αμφιβολίες της για την αξιοπιστία των ΗΠΑ ως συμμάχου της Ευρώπης.
Η επικεφαλής της γερμανικής κυβέρνησης φρόντισε να αμβλύνει την ατμόσφαιρα, δηλώνοντας ότι η ανάπτυξη των σχέσεων με την Ινδία δεν θα γίνει εις βάρος της διατλαντικής σχέσης.
Η ανάπτυξη των σχέσεων με την Ινδία «είναι τεράστιας σημασίας και σε καμία περίπτωση δεν κατευθύνεται κατά οποιασδήποτε άλλης σχέσης και φυσικά όχι κατά των διατλαντικών δεσμών, που ιστορικά έχουν υπάρξει πολύ σημαντικοί για εμάς και θα παραμείνουν στο μέλλον», είπε κατά την διάρκεια κοινής συνέντευξης Τύπου με τον Ινδό ομόλογό της.
«Η διατλαντική σχέση είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Αυτό που απλώς έκανα είναι να πω ότι δεδομένης της σημερινής κατάστασης, υπάρχουν ακόμη λόγοι για τους οποίους στην Ευρώπη οφείλουμε να πάρουμε την τύχη μας στα χέρια μας», δήλωσε σήμερα η Γερμανίδα καγκελάριος.
«Η Ευρώπη πρέπει να είναι ένας παράγοντας της διεθνούς σκηνής, αυτό το θεωρώ πολύ σημαντικό», είπε.
«Είναι αναγκαίο για τους Ευρωπαίους να έχουν μία κοινή εξωτερική πολιτική για να προωθήσουν, για παράδειγμα, την επίλυση της λιβυκής σύρραξης», εξήγησε.
«Σε ορισμένα θέματα, δεν είμαστε τόσο καλοί όσο θα έπρεπε να είμαστε, στο προσφυγικό ζήτημα κυρίως», είπε η κ. Μέρκελ.
Μαζί με άλλους Ευρωπαίους ηγέτες, η Γερμανίδα καγκελάριος έχει επιμείνει κατά το παρελθόν στην ανάγκη ενίσχυσης του ρόλου της Ευρώπης στην διεθνή σκηνή για την καλύτερη εξυπηρέτηση των συμφερόντων της.
Αλλά μέχρι σήμερα η ευρωπαϊκή διπλωματική δραστηριοποίηση είχε προσκρούσει στην απροθυμία των χωρών μελών να εγκαταλείψουν τα κυριαρχικά τους προνόμια.
Τις τελευταίες ημέρες, το Βερολίνο επανήλθε στο θέμα ανεβάζοντας τους τόνους απέναντι στον Ντόναλντ Τραμπ, κυρίως εξαιτίας της άρνησής του να διευκρινίσει ποιες είναι οι προθέσεις του ως προς τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα.