Την άποψη πως η Γερμανία είναι η μεγάλη, αλλά πλέον εξαιρετικά απομονωμένη δύναμη στο κέντρο της Ευρώπης, εκφράζει σε εκτενές άρθρο ο Γκίντεον Ράχμαν των Financial Times, προσθέτοντας πως το Βερολίνο πρέπει σύντομα να αλλάξει συμπεριφορά καθώς η Δύση μεταλλάσσεται με ραγδαίους ρυθμούς.
“Η Άνγκελα Μέρκελ έχει χαρακτηρίσει την ιδέα πως είναι αυτή τη στιγμή η ντε φάκτο ηγέτιδα του δυτικού κόσμου ως «γελοία« και «παράλογη». Η νευρικότητα της Γερμανίδας καγκελαρίου είναι κατανοητή. Η σύγχρονη Γερμανία δεν έχει καμία επιθυμία να ηγηθεί της Δύσης και δεν είναι αρκετά ισχυρή για να σηκώσει αυτό το βάρος”, σημειώνει ο Ράχμαν.
“Αλλά οι μη ρεαλιστικές προσδοκίες δεν είναι ο μόνος λόγος για την ανησυχία της Γερμανίας. Αν η κ. Μέρκελ κοιτάξει έξω από το γυάλινο γραφείο της στο Βερολίνο, θα δει προβλήματα στον ορίζοντα”, τονίζει το δημοσίευμα, καθώς “προς την Ανατολή, βρίσκονται οι ακόμη πιο απολυταρχικές και γερμανοφοβικές κυβερνήσεις της Πολωνίας και της Ουγγαρίας.
Πιο ανατολικά, είναι μια εχθρική Ρωσία. Προς τη Δύση, είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες του Ντόναλντ Τραμπ. Βόρεια, η Βρετανία του Brexit. Και προς τον Νότο, απλώνονται η Ιταλία και η Ελλάδα, δύο ταλαιπωρημένες χώρες που κατηγορούν όλο και περισσότερο τη Γερμανία για τα οικονομικά τους βάσανα”.
“Συνολικά, η κατάσταση απειλεί να αναβιώσει έναν παλιό γερμανικό εφιάλτη: τον φόβο του να είσαι μια μεγάλη, απομονωμένη δύναμη στο κέντρο της Ευρώπης. Η κατάσταση πρέπει να είναι ακόμη πιο γελοία, γιατί -αντίθετα με τον 20ό αιώνα- η σημερινή μοναξιά της Γερμανίας ελάχιστα έχει να κάνει με τη μοχθηρή συμπεριφορά της ίδιας. Αντίθετα, ο κόσμος γύρω από τη Γερμανία είναι που μεταβάλλεται ραγδαία, καθώς ο λαϊκισμός και ο εθνικισμός βρίσκονται σε ανοδική πορεία σε όλη την Ευρώπη και τις ΗΠΑ”, επισημαίνει ο Ράχμαν.
Οι FT θεωρούν πως μπορεί κάποιος όντως να επικρίνει τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση Μέρκελ διαχειρίστηκε τις κρίσεις με το ευρώ και με τους πρόσφυγες.
“Αυτή η κριτική είναι πολύ έντονη στη Βαρσοβία, στην Αθήνα και σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Αλλά κανείς δεν αμφισβητεί στα σοβαρά την αφοσίωση της σύγχρονης Γερμανίας, στις φιλελεύθερες αξίες στη χώρα και στον διεθνισμό έξω από αυτή. Το πρόβλημα είναι πως η ακλόνητη αφοσίωση της Γερμανίας σε αυτές τις αξίες δείχνει να είναι η εξαίρεση στη Δύση και όχι ο κανόνας. Ένας Αμερικανός απεσταλμένος, επιστρέφοντας από το Συνέδριο Ασφαλείας που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στο Μόναχο, μου επεσήμανε πως «ήταν ωραία να είσαι σε μια φυσιολογική χώρα ξανά». Αλλά η γερμανική ομαλότητα είναι πλέον αφύσικη”, προσθέτει ο αρθρογράφος.
“Για τη Γερμανία, οι πιο ανησυχητικές εξελίξεις είναι πιθανώς εκείνες που βρίσκονται πιο κοντά της. Η ΕΕ προορίζεται να είναι η απόλυτη εγγύηση ενάντια στην επιστροφή της γερμανικής απομόνωσης στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Αλλά η Βρετανία ψήφισε για να φύγει. Το Brexit σημαίνει πως η ΕΕ χάνει μια χώρα που πάντα ήταν κρίσιμη για την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή. Παγιώνει, επίσης, ένα προηγούμενο για πιθανές μελλοντικές αποχωρήσεις. Είναι πλέον σαφές πως η ΕΕ μπορεί πράγματι να διαλυθεί”, είναι το σχόλιο του Ράχμαν.
Επιπλέον, γίνεται ειδική μνεία στις προσεχείς εκλογές σε Ολλανδία και Γαλλία, καθώς “τις ερχόμενες εβδομάδες και μήνες, λαϊκίστικα και εθνικιστικά κόμματα θα εμφανίσουν ισχυρές επιδόσεις στις ολλανδικές και τις γαλλικές εκλογές. Αν η Μαρίν Λεπέν κερδίσει τη γαλλική προεδρία τον Μάιο, πολλοί στο Βερολίνο φοβούνται ότι η ΕΕ θα μπορούσε να καταρρεύσει”.
“Αλλά και στην Ιταλία, το φίλα προσκείμενο στην ΕΕ κέντρο συρρικνώνεται λόγω των επιπτώσεων της κρίσης του ευρώ. Το λαϊκίστικο και το ευρωσκεπτικιστικό κίνημα των Πέντε Αστέρων είναι η κύρια αντιπολίτευση στη χώρα και θα μπορούσε να βρεθεί στην εξουσία μέσα στους επόμενους 12 μήνες. Η ελληνική κρίση χρέους μπορεί σύντομα να αναζωπυρωθεί”, τονίζεται με νόημα.
“Οι εξελίξεις στη Μόσχα και την Ουάσινγκτον επίσης είναι βαθιά ανησυχητικές για τη γερμανική κυβέρνηση”
“Οι εξελίξεις στη Μόσχα και την Ουάσινγκτον επίσης είναι βαθιά ανησυχητικές για τη γερμανική κυβέρνηση. Η Γερμανία ηγήθηκε της ευρωπαϊκής απάντησης στην παράνομη προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία. Αλλά τίμημα αυτού έχει σταθεί μια απότομη αύξηση στην εχθρότητα μεταξύ της Γερμανίας της κ. Μέρκελ και στη Ρωσία του κ. Πούτιν. Δεδομένης της αποτροπιαστικής ιστορίας του 20ού αιώνα, μια εχθρική σχέση με τη Μόσχα ασκεί μια ιδιαίτερη ψυχολογική πίεση στο Βερολίνο”, γράφουν οι FT.
Στη συνέχεια γίνεται λόγος για τις αντιευρωπαϊκές δηλώσεις Τραμπ: “Σε όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η δυτική Γερμανία μπορούσε τουλάχιστον να στραφεί στις ΗΠΑ για ακλόνητη στήριξη. Αλλά στην εποχή του Τραμπ δεν μπορεί πια να στηριχθεί σε αυτό. Αντίθετα, ο κ. Τραμπ έχει σταθεί ανοικτά περιφρονητικός απέναντι στην κ. Μέρκελ και έχει εγείρει σοβαρά ερωτήματα σχετικά με τη δέσμευσή του για μια ευρύτερη δυτική συμμαχία”.
“Με τόσα πολλά να πηγαίνουν στραβά για τη Γερμανία, πάρα πολλά εξαρτώνται από τις γαλλικές εκλογές: Αν ο υπέρ της ΕΕ και θετικός προς τη Γερμανία Εμανουέλ Μακρόν κερδίσει την προεδρία, αυτό θα χαροποιήσει το Βερολίνο. Η εκλογή του θα αναχαιτίσει την αυξανόμενη αίσθηση απομόνωσης της Γερμανίας και θα προσφέρει ανανεωμένες ελπίδες πως μια γαλλογερμανική συνεργασία θα μπορέσει να αναβιώσει την ΕΕ. Αντιθέτως, αν κερδίσει η κ. Λεπέν, ο εφιάλτης της Γερμανίας θα ολοκληρωθεί”, καταλήγει το δημοσίευμα.