Οποιαδήποτε αντίδραση στις επιθέσεις στις Βρυξέλλες είναι λογικό να ξεκινάει από την καταδίκη των δραστών και την συμπόνοια για τα θύματα και τις οικογένειες τους. Αλλά μετά από αυτήν την εκτόνωση των συναισθημάτων, εγείρονται δύσκολα ερωτήματα για το τι θα μπορούσε να είχε γίνει ώστε να αποτραπεί το χτύπημα, αναφέρει σε άρθρο στους Financial Times, ο James Blitz.
Σημειώνει ότι το βασικό ζήτημα εδώ είναι κατά πόσον οι αρχές ασφαλείας του Βελγίου έχουν τους πόρους και την απαιτούμενη ικανότητα να αντιμετωπίσουν την τζιχαντιστική απειλή στο έδαφος τους.
Η Ευρώπη έχει ένα εξελιγμένο δίκτυο πληροφοριών, στο οποίο οι βασικοί παίχτες είναι η Βρετανία, η Γερμανία, η Γαλλία και η Ολλανδία. Η ποιότητα των υπηρεσιών τους είναι αναγνωρισμένη διεθνώς αλλά οι Βέλγοι ομόλογοι τους θεωρούνται εδώ και καιρό ο αδύναμος κρίκος στην πανευρωπαϊκή αλυσίδα πληροφοριών. Αυτό έχει σημαντικές επιπτώσεις γιατί μεγάλο μέρος της δραστηριότητας των τζιχαντιστών σχεδιάζεται και μεταφέρεται μέσω της βελγικής επικράτειας.
Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν πόσο μεγάλη έχει γίνει η πρόκληση που αντιμετωπίζει το Βέλγιο. Την περασμένη χρονιά μια βρετανική δεξαμενή σκέψης, το Διεθνές Κέντρο για την Μελέτη της Ριζοσπαστικοποίησης (Ιnternational Centre for the Study of Radicalisation), μετέδωσε ότι 440 ξένοι μαχητές ταξίδεψαν από το Βέλγιο στην Συρία και στο Ιράκ. Η αναλογία με τον συνολικό πληθυσμό της χώρας είναι 40 μαχητές για κάθε ένα εκατομμύριο, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα στην Ε.Ε.
Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί ο ρόλος που παίζει το Μόλενμπεκ, η περιοχή των Βρυξελλών που κρύβονται οι πυρήνες του ISIS. Γνωστό ως «η πρωτεύουσα των τζιχαντιστών στην Ευρώπη» έχει ανεργία 25% και υψηλά επίπεδα εγκληματικότητας και κοινωνικής απογοήτευσης. Η βελγική κυβέρνηση έχει καταβάλει προσπάθειες τους τελευταίους 18 μήνες να αποτρέψει τους νέους από το να ριζοσπαστικοποιηθούν. Αλλά η παρακολούθηση από τις υπηρεσίες πληροφοριών είναι πολύ κατώτερη των περιστάσεων.
Αυτό έγινε ξεκάθαρο τον Νοέμβριο όταν αποκαλύφθηκε ότι οι επιθέσεις στο Παρίσι σχεδιάστηκαν από το Μόλενμπεκ. Όπως σημειώνει ο Μάθιου Λέβιτ του Washington Institute for Near East Policy, δεν υπάρχουν αρκετοί αστυνομικοί στο προάστιο των 100.000 κατοίκων, με μόνο οκτώ στην ομάδα αστυνόμευσης της κοινότητας. Εν τω μεταξύ, έχει αναφερθεί πως μια από τις βελγικές υπηρεσίες ασφαλείας, η Sûreté de l’Etat, είχε προσωπικό μόλις 600 ατόμων για να παρακολουθεί 900 δυνητικούς τζιχαντιστές.
Ο Βέλγος υπουργός Εσωτερικών έχει διαμαρτυρηθεί για τον κατακερματισμό των αστυνομικών τμημάτων στις Βρυξέλελς, λέγοντας πως οι υπηρεσίες έχουν την τάση να συσσωρεύουν πληροφορίες. Δεδομένων των προβλημάτων αυτών, δεν αποτελεί έκπληξη ότι ο Σαλάχ Αμπντεσλάμ, ο μοναδικός τζιχαντιστής που επιβίωσε από τις επιθέσεις στο Παρίσι, ήταν σε θέση να κρύβεται για τέσσερις μήνες πριν από την σύλληψη του την περασμένη εβδομάδα.
Το Βέλγιο δεν είναι ο μόνος αδύναμος κρίκος στο ευρωπαϊκό δίκτυο ασφάλειας. Ο συντονιστής της αντιτρομοκρατικής δράσης στην Ε.Ε. υποστήριξε πρόσφατα ότι η ανταλλαγή πληροφοριών ανάμεσα σε πολλά κράτη δεν αντανακλά το επίπεδο της τρομοκρατικής απειλής. Αλλά αυτό που δεν έχουν την πολυτέλεια να κάνουν οι αρχές των Βρυξελλών είναι να αντιμετωπίσουν τις επιθέσεις αυτής της εβδομάδας σαν ένα μεμονωμένο περιστατικό.
Η ενίσχυση του επιπέδου συλλογής πληροφοριών για το Μόλενμπεκ θα είναι μια μακρά και δύσκολη δοκιμασία. Η βελγική κυβέρνηση πρέπει να προσφέρει πολλά περισσότερα χρήματα και προσωπικό για τον σκοπό αυτό, προτού ξεσπάσει μια νέα θηριωδία.