Ισλαμικό ΚράτοςΙσραήλ
Αίθουσα Σύνταξης
Τμήμα ειδήσεων tribune.gr

Guardian: Γιατί το Ισλαμικό Κράτος επιτέθηκε στο Βέλγιο

Guardian: Γιατί το Ισλαμικό Κράτος επιτέθηκε στο Βέλγιο
ΔΕΙΤΕ ΠΡΩΤΟΙ ΟΛΑ ΤΑ ΝΕΑ ΤΟΥ TRIBUNE ΣΤΟ GOOGLE NEWS
Διαβάστε σχετικά για ISIL, ISIS, The Guardian, Ισλαμικό Κράτος, Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ και το Λεβάντε, Ισλαμιστές, Τζιχαντιστές,

Το Βέλγιο φαίνεται ως μία απίθανη τοποθεσία, για το επίκεντρο της ευρωπαϊκής εξτρεμιστικής βίας. Ομως, υπάρχουν καλοί λόγοι για τη συγκέντρωση ριζοσπαστικής δραστηριότητας σε αυτή τη μικρή χώρα, γράφει ο Guardian.

Η βρετανική εφημερίδα με την ανάλυσή της επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα γιατί οι βομβιστές έβαλαν στο στόχαστρο το Βέλγιο. Πολλά από τα προβλήματα που οδήγησαν σε αυτό είναι κοινά σε όλο τον κόσμο και παρότι διαφέρουν σε βαρύτητα, έχουν τις ίδιες συνέπειες, σημειώνεται.

Αυτά τα προβλήματα περιλαμβάνουν μία σημαντική και ελάχιστα ενσωματωμένη μουσουλμανική μειονότητα, τα υψηλά ποσοστά ανεργίας νέων σε αυτή την κοινότητα, τη διαθεσιμότητα των όπλων, ένα άκρως ανεπτυγμένο δίκτυο επικοινωνιών και μεταφορών σε όλη τη χώρα, τις αρχές που συχνά εφησυχάζουν και την εγχώρια πολιτική αστάθεια.

Οπως και άλλες χώρες, το Βέλγιο έχει δει τη φαινομενικά αμείλικτη εξάπλωση της ιδεολογίας της βίας από τα social media με κάποιους, αν δεν ενθαρρύνουν απευθείας τη βία, σίγουρα να προωθούν μία συντηρητική κοσμοθεωρία μίσους και έλλειψης ανεκτικότητας.

Οι ιστορικές ρίζες του σημερινού προβλήματος είναι βαθιές, λέει ο Guardian. Οπως και αλλού στην Ευρώπη, το Βέλγιο βίωσε «κύματα» τρομοκρατίας το ’80 και το ’90, που συνδέονταν με την αναταραχή στη Μέση Ανατολή. «Υπάρχει πολύ μακρά ιστορία σχέσεων Βελγίου και Γαλλίας στο θέμα της τρομοκρατίας»,

αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ρικ Κολσαέτ, ειδικός στα θέματα τρομοκρατίας στο Πανεπιστήμιο της Γάνδης.

Στη δεκαετία του ’90, η αναταραχή στη βόρεια Γαλλία, που συνδεόταν με τον αλγερινό εμφύλιο πόλεμο, εξαπλώθηκε στο Βέλγιο. Τουλάχιστον ένας ιεροκήρυκας που απελάθηκε από τη Γαλλία, έφτασε στις Βρυξέλλες. Οταν οι ντόπιοι εξέφρασαν την ανησυχία τους, οι αξιωματούχοι τους είπαν ότι ο κληρικός ήταν «περιθωριακός».

Στο πρώτο μισό της τελευταίας δεκαετίας, καθώς οι ευρωπαϊκές υπηρεσίες ασφαλείας πάσχιζαν να κατανοήσουν τη νέα απειλή που αντιμετώπιζαν και γίνονταν βομβιστικές επιθέσεις στη Μαδρίτη και το Λονδίνο, το Βέλγιο σε μεγάλο βαθμό αγνοούνταν, παρότι αυξάνονταν οι αποδείξεις για τα εξτρεμιστικά δίκτυα που είχαν έδρα εκεί.

Παρότι λίγοι Βέλγοι πήγαν στο Ιράκ, ο αριθμός ήταν σημαντικός, σε αναλογία. Ανάμεσα στους εθελοντές αυτούς ήταν και κάποια από το Σαρλερουά που ασπάστηκε το Ισλάμ και σκοτώθηκε το 2005 ενώ βομβάρδιζε ένα αμερικανικό κομβόι στο Ιράκ. Ηταν η πρώτη Ευρωπαία που έκανε επίθεση αυτοκτονίας.

Αλλοι ταξίδεψαν στο Αφγανιστάν. Το 2008, εξαρθρώθηκε δίκτυο που έστελνε νεαρούς Βέλγους μουσουλμάνους σε στρατόπεδα εκπαίδευσης της αλ Κάιντα. Πολλοί, κατά τα φαινόμενα, απογοητεύονταν από αυτά που έβρισκαν στην εμπόλεμη ζώνη, αλλά αυτό δεν στάθηκε αρκετό για να περιορίσει τις ροές. Αρκετοί επέστρεψαν, με την πρόθεση να διαπράξουν επιθέσεις στην πατρίδα τους, σύμφωνα με τους εισαγγελείς. Στις βελγικές πόλεις, τα φαινομενικά μη βίαια ριζοσπαστικά δίκτυα άνθιζαν. Μία συγκεκριμένη ομάδα τράβηξε την προσοχή των αρχών, οδηγώντας τελικά σε μία τεράστια δίκη.

Ομως, όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ο πόλεμος στη Συρία ήταν το καταλυτικό γεγονός για τα βαθιά σημερινά προβλήματα. Σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, το Βέλγιο παρείχε τον μεγαλύτερο αριθμό μαχητών κατά κεφαλήν, στη Συρία, σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη χώρα.

Οι ειδικοί εκτιμούν ότι 450 άτομα- από τον πληθυσμό των 11 εκατ., ο οποίος περιλαμβάνει λιγότερους από 500.000 μουσουλμάνους- έκαναν αυτό το ταξίδι. Ο Βέλγος ερευνητής Πίτερ φαν Οστάεγεν ανεβάζει αυτόν τον αριθμό στους 562. Οι περισσότεροι εντάχθηκαν στο Ισλαμικό Κράτος, ενώ άλλοι προτίμησαν το παρακλάδι της αλ Κάιντα στη Συρία, την al-Nusra. Περισσότεροι από 80 σκοτώθηκαν, πολλοί σε πρόσφατες μάχες στην ανατολική Συρία.

Το Μόλενμπεκ, ένα προάστιο 90.000 ατόμων στην πρωτεύουσα όπου σε κάποιες γειτονιές οι μουσουλμάνοι αποτελούν έως και το 80%, είναι για πολλούς ένα ιδιαίτερο πρόβλημα. Σχολιαστές αναφέρουν ότι το Μόλενμπεκ είναι ουσιαστικά «άβατο», με την αστυνομία να έχει ελάχιστο έλεγχο. Ομως, συνεντεύξεις εκεί αποκαλύπτουν μία κοινότητα διαφορετικότητας, που πασχίζει να αντιμετωπίσει αυτό το θέμα.

Ο Γιόχαν Λέμαν, ένας ακτιβιστής που δουλεύει εκεί, αναφέρει ότι οι «στρατολογητές» συχνά έλεγαν σε έφηβους ότι οι γονείς τους δεν γνωρίζουν το «πραγματικό Ισλάμ». «Δίνουν στην τυπική διαδικασία της εφηβικής επανάστασης μία ισλαμική διάσταση», προσθέτει ο ίδιος.

Ερευνα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης επιβεβαιώνει τη σημασία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που έπαιξαν κυρίαρχο ρόλο στη στρατολόγηση των 3/4 των ξένων μαχητών του Ισλαμικού Κράτους. Στα μέλη της οικογένειας αποδίδεται το 1/5 των στρατολογήσεων και στα τζαμιά μόλις μία στις 20.

Ο Μοντασέρ Αιντεμέχ, ερευνητής στο Μόλενμπεκ που συμβουλεύει πρώην και νυν μαχητές, λέει ότι προσωπικά γνώριζε τον έναν από τους δύο ανθρώπους που μάχονταν στη Συρία και σκοτώθηκαν τον Ιανουάριο, σε ανταλλαγή πυροβολισμών με τη βελγική αστυνομία, στο Βερνιέ.

«Συνήθιζε να έρχεται στο καφέ στο οποίο πήγαινα. Ο καθένας ξέρει τους πάντες εδώ. Μιλούν, δείχνουν βίντεο, κάνουν σχέδια. Ετσι λειτουργεί», είπε.

Ο ρόλος των τζαμιών είναι αμφιλεγόμενος. Ο Αϊντεμέχ λέει πως γνώριζε αρκετούς κληρικούς που ταξίδεψαν στη Συρία πέρυσι. «Φανταστείτε τι έλεγαν στους πιστούς», σημειώνει χαρακτηριστικά.

Εκείνος πιστεύει ότι υπάρχουν δύο τύποι μαχητών: οι αφελείς ιδεαλιστές που ήταν στο πρώτο κύμα που ταξίδεψε στη Συρία και ένα δεύτερο κύμα πολύ πιο βίαιων εξτρεμιστών, που είναι έτοιμοι να χτυπήσουν στην πατρίδα τους. Οι τελευταίοι συχνά έχουν μακρύ ιστορικό εμπλοκής σε σοβαρά εγκλήματα μερικές φορές.

Ομως ο Αμπντελίλα, ένας κοινωνικός λειτουργός με εμπειρία 20 ετών στο Μόλενμπεκ τονίζει ότι τα τζαμιά, είτε επίσημα καταγεγραμμένα είτε όχι, δεν αποτελούν το βασικό πρόβλημα. Και μία μητέρα, που ο γιος της σκοτώθηκε μαχόμενος για τον ISIS στη Συρία πέρυσι, δηλώνει ότι εκείνος ποτέ δεν πήγαινε στο τζαμί και ποτέ δεν είχε σχέσεις με ανθρώπους «του δρόμου».

Ούτε η φτώχεια είναι εξήγηση. Πολλοί από τους τρομοκράτες της επίθεσης στο Παρίσι ήταν σχετικά καλοβαλμένοι. Και υπάρχει δράση και πέρα από το Μόλενμπεκ, παρότι εκεί γεννήθηκαν και έζησαν πολλοί από τους μακελάρηδες της γαλλικής πρωτεύουσας, οι οποίοι σκότωσαν 130 άτομα τον περασμένο Νοέμβριο.

Ενας από αυτούς που κατάφεραν να ξεγλιστρήσουν από το «δίχτυ» ασφαλείας που υπήρχε στις αρχές του 2015, για σχεδόν όλους τους Βέλγους που επέστρεψαν από τη Συρία ήταν ο Αμπντελχαμίντ Αμπαούντ. Αυτός οργάνωσε τις επιθέσεις στο Παρίσι.

Μετά από αυτή την τρομοκρατική επίθεση, οι βελγικές αρχές «απέκλεισαν» τις Βρυξέλλες για σχεδόν μία εβδομάδα, κλείνοντας σχολεία, γραφεία και μουσεία. Αθλητικά γεγονότα ματαιώθηκαν και ο στρατός βγήκε στους δρόμους.

Ομως, ελάχιστοι καθησυχάστηκαν, καθώς η ασταθής κυβέρνηση μίας χώρας που πάντα δυσκολευόταν να συμβιβάσει τη γαλλόφωνη και τη φλαμανδόφωνη κοινότητα και είναι επιρρεπής στην πολιτική αστάθεια, έκανε μία σειρά φαινομενικά αντιφατικών ανακοινώσεων για την κατάσταση ασφαλείας.

Οι βελγικές υπηρεσίες ασφαλείας εμφανίζονταν συγκλονισμένες. Αποκαλύφθηκε ότι μερικές εκατοντάδες πράκτορες υποτίθεται ότι θα παρακολουθούσαν χιλιάδες πιθανούς μαχητές. «Είμαστε απλά εξαντλημένοι», είπε ένας υψηλόβαθμος αξιωματούχος ασφαλείας, σε επικοινωνία με τον Guardian. Ενα πακέτο 200 εκατ. ευρώ για την αντιτρομοκρατία ανακοινώθηκε τον προηγούμενο μήνα. Ηταν όμως ήδη αργά.

Για μία ακόμη φορά, εκείνος που κατάφερε να ξεφύγει ίσως να ήταν αυτός που προκάλεσε τόσους θανάτους. Ο Σαλάχ Αμπντεσλάμ, ο Γάλλος που μεγάλωσε στο Μόλενμπεκ και ήταν ο μοναδικός επιζών από την ομάδα που επιτέθηκε στο Παρίσι με βόμβες και όπλα.

Ο 26χρονος κατάφερε να ξεφύγει και να επιστρέψει στο Βέλγιο, όπου συνελήφθη τελικά την προηγούμενη Παρασκευή. Τοπικοί αξιωματούχοι, την Τρίτη παραδέχθηκαν ότι γνώριζαν καλά τι μπορεί να έκαναν οι υποστηρικτές του, ως «απάντηση» για τη σύλληψή του. Τις επόμενες ημέρες και χρόνια, θα πρέπει να εξηγήσουν γιατί απέτυχαν να σταματήσουν μία επίθεση που γνώριζαν ότι έρχεται, καταλήγει η ανάλυση του Guardian.

Σχετικά άρθρα