Σε πέντε χρόνια και τέσσερις μήνες φυλακή καταδικάστηκε από τη βρετανική Δικαιοσύνη μια νεαρή μητέρα διότι ήθελε να στείλει τα δύο παιδιά της, ηλικίας μικρότερης των δεκαέξι ετών, στη Ράκα, ντε φάκτο πρωτεύουσα της τζιχαντιστικής οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος στη Συρία.
Η 34χρονη γυναίκα, η ταυτότητα της οποίας δεν δημοσιοποιήθηκε για νομικούς λόγους, είχε συλληφθεί στα τέλη του 2015 από τις τουρκικές Αρχές στην Κωνσταντινούπολη κι επαναπατρίστηκε στη Βρετανία, κατόπιν έκκλησης που είχαν απευθύνει ο σύζυγος και οι γονείς της.
Την 10η Οκτωβρίου, είχε πει στον σύζυγό της ότι θα πήγαινε τα παιδιά σε μια γιορτή πριν επιβιβαστεί σε ένα αεροπλάνο με προορισμό την Κωνσταντινούπολη.
Σκόπευε να πάει μαζί με τα παιδιά στη Ράκα, όπου θα ζούσαν σύμφωνα με όσα ορίζει η σαρία, ο θεοκρατικός ισλαμικός νόμος.
«Θεωρούσατε ότι το να πάτε τα παιδιά να ζήσουν στη Συρία υπό τον έλεγχο του Ισλαμικού Κράτους ήταν αναγκαίο για να εξασφαλίσετε την πνευματική τους σωτηρία. Προδώσατε έτσι με φρικτό τρόπο την εμπιστοσύνη τους προς εσάς και τις ευθύνες σας απέναντί τους», ανέφερε ο δικαστής Ρόντνεϊ Τζέιμσον απαγγέλλοντας την ετυμηγορία δικαστηρίου του Λιντς.
«Η Ράκα ήταν τον Οκτώβριο του 2015, και είναι ακόμη, επίκεντρο μιας εμπόλεμης ζώνης. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το Ισλαμικό Κράτος επιβάλλει τις απόψεις του χρησιμοποιώντας ακραία βία, όπως ακρωτηριασμούς, βιασμούς και δολοφονίες. Είστε μια έξυπνη γυναίκα με καλή μόρφωση· τα γνωρίζετε όλα τούτα. Η μοίρα των παιδιών σας θα ήταν είτε να υιοθετήσουν αυτές τις πρακτικές, είτε να γίνουν θύματά τους», πρόσθεσε ο δικαστής.
Ο Τζέιμσον αιτιολόγησε την αυστηρή ποινή που επέβαλε επικαλούμενος ότι η κατηγορούμενη αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για τα παιδιά της, ότι επιδιώκει να τα ριζοσπαστικοποιήσει, ενώ δεν αποκλείεται να αποπειραθεί να τα απαγάγει ξανά.
Γεννημένη στο Ηνωμένο Βασίλειο, η μητέρα μεγάλωσε στο Πακιστάν πριν επιστρέψει, έφηβη, στη βόρεια Βρετανία. Τον τελευταίο καιρό στρεφόταν όλο και περισσότερο στη θρησκεία. Τον Αύγουστο παραιτήθηκε από τη δουλειά της στον χρηματοοικονομικό κλάδο, επειδή θεωρούσε ότι αντίκειται στις θρησκευτικές της αξίες.