Με την αρχή του χρόνου η Ουκρανία είναι επίσημα προτεκτοράτο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μια εξέλιξη που συνιστά νέο επεισόδιο στην κόντρα Ρωσίας – Δύσης για τον έλεγχο στη χώρα.
Η συμφωνία σύνδεσης Ουκρανίας-ΕΕ υπογράφηκε τον Ιούνιο του 2014, με καθυστέρηση επτά μηνών από την αρχική ημερομηνία. Έχοντας ως βασικό στόχο την άρση των τελωνειακών φραγμών, η εξέλιξη αυτή συνιστά “μια ώθηση στην ανάπτυξη” της χώρας, όπως ανέφερε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Εγκόρ Παρελίγκιν της τράπεζας UniCredit.
Η Ουκρανία, που κατά παράδοση ήταν συνδεδεμένη με τη γειτονική Ρωσία, θα πρέπει να προσανατολίσει την οικονομία της προς την ευρωπαϊκή αγορά και να συμμορφωθεί με τους κανόνες της.
“Η συμφωνία θα συμβάλλει στον εκσυγχρονισμό και την προσαρμογή της ουκρανικής οικονομίας και θα προωθήσει μεταρρυθμίσεις, κυρίως όσον αφορά την καταπολέμηση της διαφθοράς”, εκτίμησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Θα δοθεί επιπροσθέτως στην Ουκρανία “η δυνατότητα να βελτιώσει το επιχειρηματικό κλίμα και να προσελκύσει ξένους επενδυτές”, διαβεβαίωσε.
Τον Νοέμβριο του 2013 η άρνηση του τότε προέδρου της Ουκρανίας, του φιλορώσου Βίκτορ Γιανουκόβιτς, να υπογράψει τη συμφωνία πυροδότησε το “φιλοευρωπαϊκό κίνημα” (το πραξικόπημα) της πλατείας Μαϊντάν που κατέληξε στην ανατροπή του προέδρου και τη φυγή του στη Ρωσία. Ακολούθησαν η προσάρτηση της χερσονήσου της Κριμαίας από τη Μόσχα και η σύρραξη με τους φιλορώσους αυτονομιστές στο Ντονμπάς της ανατολικής Ουκρανίας.
Η συμφωνία υπογράφηκε τελικά τον Ιούνιο του 2014 από τον νέο πρόεδρο της Ουκρανίας Πέτρο Ποροσένκο αλλά η εφαρμογή της αναβλήθηκε για την 1η Ιανουαρίου 2016, κατόπιν αιτήματος της Ρωσίας.
Φοβούμενη ότι η αγορά της θα κατακλυστεί από ευρωπαϊκά προϊόντα —κάτι που διαψεύδεται από τις Βρυξέλλες— η Ρωσία έλαβε αντίμετρα. Αφού επέβαλε, από το 2014, μια σειρά εμπορικών περιορισμών στα ουκρανικά είδη διατροφής, η Μόσχα αποφάσισε τελικά να αποκλείσει από αύριο το Κίεβο από τη ζώνη ελευθέρου εμπορίου χωρών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Θα επεκτείνει επίσης και στην Ουκρανία το εμπάργκο στην εισαγωγή τροφίμων που ισχύει ήδη για τις ευρωπαϊκές χώρες.
Τα εμπορεύματα που προέρχονται από το ουκρανικό έδαφος δεν θα περνούν πλέον στη Ρωσία αδασμολόγητα αλλά θα τους επιβάλλονται δασμοί 6-7%. Ο πρόεδρος Ποροσένκο έχει παραδεχτεί ότι η κατάργηση της εξαίρεσης των προτιμησιακών δασμών θα προκαλέσει “ζημία” στην ουκρανική οικονομία, η οποία διέρχεται σοβαρή κρίση τα τελευταία χρόνια. “Είμαστε έτοιμοι να πληρώσουμε το κίνημα για την ελευθερία μας και την ευρωπαϊκή επιλογή μας”, πρόσθεσε.
Οι ουκρανικές απώλειες, όσον αφορά τις ετήσιες εξαγωγές λόγω του ρωσικού εμπάργκο ενδέχεται να φτάσουν τα 600 εκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με εκτιμήσεις της ουκρανικής κυβέρνησης η οποία έχει ανακοινώσει και αυτή με τη σειρά της τη λήψη αντίμετρων. Τα ρωσικά είδη των οποίων θα απαγορευτεί η εισαγωγή θα ανακοινωθούν προσεχώς.
Η Ουκρανία εξάγει στη Ρωσία αγροτικά προϊόντα όπως φρούτα και γαλακτοκομικά, αλλά και διάφορα ζαχαρώδη. “Ασφαλώς, για τους Ουκρανούς παραγωγούς αυτό είναι πρόβλημα. Όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πολλοί από αυτούς έχουν ήδη από καιρό προσανατολιστεί σε εναλλακτικές αγορές: στην ΕΕ, την Αφρική, το Καζακστάν, την Κίνα, τη Μέση Ανατολή”, είπε ο Παρελίγκιν.
Όσον αφορά την εισαγωγή των ευρωπαϊκών προϊόντων στην ουκρανική αγορά, “είναι δύσκολο να προβλέψουμε πώς θα κινηθεί ο ανταγωνισμός (…) και ποιες θα είναι οι συνέπειες του ανταγωνισμού αυτού για τους Ουκρανούς παραγωγούς”, εκτίμησε η Αλεξάντρα Μπρόφκο της ουκρανικής μη κυβερνητικής οργάνωσης “Κέντρο Διευκόλυνσης Επενδύσεων και Εμπορίου”. Σύμφωνα με την ίδια πάντως, η παρουσία των ευρωπαϊκών προϊόντων δεν είναι αναγκαίο ότι θα σημάνει τη μείωση της ζήτησης των αντίστοιχων εγχώριων. “Είναι πιθανόν ορισμένα ευρωπαϊκά προϊόντα να βρουν αγοραστές και να καταλάβουν μια θέση στην ουκρανική αγορά, εκεί όπου δεν υπάρχουν (ντόπιοι) ανταγωνιστές”, συνέχισε.
Ο Αλεξάντρ Βαλτσίτσεν, οικονομολόγος της Investment Capital Ukraine, είπε ότι η συμφωνία μπορεί να προσελκύσει επενδύσεις για την παραγωγή προϊόντων στην Ουκρανία “δεδομένου ότι το κόστος του εργατικού δυναμικού είναι πολύ ανταγωνιστικό”. Σημείωσε όμως ότι, δεδομένου ότι η ευρωπαϊκή οικονομία δεν βρίσκεται επί του παρόντος στην καλύτερη κατάστασή της, οι συνέπειες από την εφαρμογή της συμφωνίας δεν θα γίνουν άμεσα αισθητές, αλλά θα χρειαστεί να περάσει αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα.