Το σκάνδαλο στους κόλπους της VW έχει βάλει στο στόχαστρο της κριτικής τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία και τα στελέχη της. Όμως, παράλληλα τίθενται και ερωτήματα περί ενδεχόμενων πολιτικών ευθυνών.
Η αυτοκινητοβιομηχανία, όπως και ο κλάδος της κατασκευής μηχανών, θεωρείται οικονομικός κλάδος-πρότυπο στη Γερμανία. Σχεδόν ένα εκατομμύριο άτομα εργάζονται στους μεγάλους κατασκευαστές αυτοκινήτων της Γερμανίας.
Αντίστοιχη αυτών των μεγεθών είναι και η επιρροή των εταιρικών ομίλων στην πολιτική σκηνή της χώρας. Ορισμένα παραδείγματα είναι χαρακτηριστικά για τους στενούς δεσμούς που αναπτύσσονται συχνά ανάμεσα στους δύο χώρους.
Για παράδειγμα, ο επί 20 χρόνια βουλευτής των χριστιανοδημοκρατών (CDU) Έκαρντ φον Κλέντεν έκανε το 2013 το «άλμα» από τον πολιτικό στίβο στην αυτοκινητοβιομηχανία Daimler, αναλαμβάνοντας μάλιστα ρόλο λομπίστα για τις επαφές της εταιρείας με τους εκπροσώπους της πολιτικής.
Ο πολιτικός των Πρασίνων Γιόσκα Φίσερ, έως το 2005 υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, ανέλαβε το 2009 πόστο συμβούλου στην αυτοκινητοβιομηχανία BMW.
Και ο Τόμας Στεγκ, σήμερα κορυφαίος λομπίστας της VW, υπήρξε αναπληρωτής διευθυντής στο γραφείο του πρώην καγκελαρίου Γκέρχαρντ Σρέντερ και ακολούθως για σύντομο διάστημα εκπρόσωπος τύπου της Άνγκελα Μέρκελ.
Συχνός επισκέπτης πολιτικών γραφείων ο πρώην επικεφαλής της VW
Στους κόλπους της VW, της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής αυτοκινητοβιομηχανίας, οι δεσμοί με εκπροσώπους του πολιτικού κόσμου φαίνεται να είναι στενότεροι από ό,τι σε οποιοδήποτε άλλη εταιρεία.
Το 20% του μετοχικού κεφαλαίου μετά δικαιώματος ψήφου ανήκει στο κρατίδιο της Κάτω Σαξονίας, έδρα της VW (στο Βόλφσμπουργκ). Μέλη του εποπτικού συμβουλίου της VW είναι ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Οικονομίας του κρατιδίου.
Δεδομένων των σχέσεων μεταξύ πολιτικών και αυτοκινητοβιομηχανίας, αλλά και της οικονομικής σπουδαιότητας της τελευταίας, δεν προκαλεί έκπληξη η ευκολία με την οποία οι εκπρόσωποι των κατασκευαστών αυτοκινήτων γίνονται δεκτοί στα πολιτικά γραφεία.
Μόνο κατά την τρέχουσα κοινοβουλευτική περίοδο προσήλθαν 70 φορές για συνομιλίες στην καγκελαρία ή σε κάποιο γερμανικό υπουργείο. Συχνός επισκέπτης των πολιτικών γραφείων ήταν και ο παραιτηθείς διευθύνων σύμβουλος της VW Μάρτιν Βίντερκορν.
Είναι γνωστό ότι χορηγούνται κρατικά κονδύλια στις αυτοκινητοβιομηχανίες για ερευνητικούς σκοπούς. Σύμφωνα με τη γερμανική κυβέρνηση, η VW έλαβε τα τελευταία δύο χρόνια 12 εκατομμύρια ευρώ από τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό για τέτοια χρήση. Πολλοί Γερμανοί δεν θεωρούν παράδοξους ή κατακριτέους αυτούς τους δεσμούς, δεδομένου ότι οι γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες σημειώνουν διεθνή επιτυχία, έχουν σημαντικά έσοδα και προσφέρουν άφθονες θέσεις εργασίας στη Γερμανία.
Οι πολιτικοί καλούνται να δώσουν απαντήσεις
Ωστόσο, σοβαρά ερωτηματικά εγείρονται στο πεδίο της νομικών διατάξεων που αφορούν το περιβάλλον. Η αυτοκινητοβιομηχανία αντιστέκεται εδώ και χρόνια στην υιοθέτηση αυστηρότερων κανονισμών για τις εκπομπές καυσαερίων και την κατανάλωση καυσίμων.
Ο γερμανικός περιβαλλοντικός σύνδεσμος Deutsche Umwelthilfe (DUH) μπόρεσε να αποδείξει με τη βοήθεια εσωτερικών εγγράφων του γερμανικού υπουργείου Οικονομίας ότι εκπρόσωποι της αυτοκινητοβιομηχανίας επηρεάζουν σε ορισμένες περιπτώσεις το περιεχόμενο των σχετικών νόμων. Αυτό συνέβη, για παράδειγμα, στην περίπτωση της ένταξης του ευρωπαϊκού κανονισμού για την προστασία του περιβάλλοντος στη γερμανική νομοθεσία.
Το σκάνδαλο με τις παραποιημένες τιμές καυσαερίων στα αυτοκίνητα της VW ήρθε στο φως στις ΗΠΑ από την κοινωφελή αμερικανική οργάνωση ICCT. Ωστόσο, οι πραγματικές του διαστάσεις δεν έχουν διευκρινιστεί ακόμη.
Όπως γνωστοποίησε την Πέμπτη ο Γερμανός υπουργός Μεταφορών Αλεξάντερ Ντόμπριντ, το επίμαχο λογισμικό που ευθύνεται για την παραποίηση βρίσκεται εγκατεστημένο και σε αυτοκίνητα του ομίλου VW που κυκλοφορούν σε ευρωπαϊκούς δρόμους.
Το γεγονός ότι η αποκάλυψη του σκανδάλου δεν έγινε στη Γερμανία μπορεί να εξηγείται από τις στενές επαφές μεταξύ αυτοκινητοβιομηχανίας και πολιτικού κόσμου. Παρ’ όλα αυτά οι Γερμανοί πολιτικοί καλούνται τώρα να δώσουν απαντήσεις.
ΠΗΓΗ: dw.com