Εδώ και πέντε χρόνια η Ευρώπη ασχολείται με την Ελλάδα και όχι με τα πιο σοβαρά προβλήματά της, χωρίς να έχει πετύχει σχεδόν τίποτα.
Αυτό σημειώνει σε ένα πολύ σκληρό του άρθρο στους Financial Times ο Φραντσέσκο Τζιαβάτσι. Ο καθηγητής Οικονομικών στο Bocconi University, στο Μιλάνο, ουσιαστικά γράφει ότι οι Ελληνες διάλεξαν τη φτώχεια και η Ευρώπη θα πρέπει να τους… αφήσει στη μοίρα τους. Και τονίζει ότι αφού η χώρα δεν θέλει να εκσυγχρονιστεί, η ΕΕ πρέπει να το αποδεχθεί, να ξεχάσει τα 400 δισ. που της έχει δανείσει και να μην δώσει περαιτέρω βοήθεια, χωρίς σοβαρές μεταρρυθμίσεις.
Διαβάστε αναλυτικά το άρθρο του:
Για περισσότερα από πέντε χρόνια, η Ελλάδα είναι η μεγαλύτερη ανησυχία της Ευρώπης. Αντί να επικεντρωθεί στην εργασία, τη μετανάστευση ή την πρόκληση της Ρωσίας του Βλαντιμίρ Πούτιν, η προσοχή της ηπείρου έχει επικεντρωθεί σε μία χώρα που αντιπροσωπεύει το 1,8% της οικονομικής παραγωγής της ευρωζώνης. Θα ήταν ενδιαφέρον να υπολογιστεί πόσες ώρες έχει αφιερώσει η Ανγκελα Μέρκελ στην Αθήνα τα τελευταία πέντε χρόνια. Φανταστείτε τον Μπαράκ Ομπάμα να παίρνει μέρος σε υψηλού επιπέδου συζητήσεις για μήνες στις οποίες στην ατζέντα ήταν ελάχιστα πέρα από την πολιτεία του Τενεσί. Αυτό κάνουν οι ηγέτες της Ευρώπης.
Σε αυτά τα πέντε χρόνια ο κόσμος έχει αλλάξει. Η Κίνα και η Ινδία μεταμορφώνονται ριζικά. Οι Τζιχαντιστές αντιπροσωπεύουν μία νέα και σοβαρή απειλή για τη Δύση, όπως και ο ρεβανσισμός του Πούτιν. Αλλά οι Ευρωπαίοι ηγέτες, αντί να αφιερώνουν τις συνόδους κορυφής στο πώς μπορούν να υπερασπιστούν καλύτερα τα οικονομικά και στρατιωτικά συμφέροντα, αγωνιούν για το τι θα κάνουν για την Ελλάδα.
Πέντε χρόνια διαπραγματεύσεων που έχουν πετύχει σχεδόν τίποτα (λίγες μεταρρυθμίσεις υιοθετήθηκαν, όπως μία μικρή μείωση του τεράστιου αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων, που όμως ανατράπηκε από τον κυβερνητικό συνασπισμό του ΣΥΡΙΖΑ). Είναι αρκετά ξεκάθαρο ότι οι Ελληνες δεν έχουν καμία όρεξη να εκσυγχρονίσουν την κοινωνία τους. Ανησυχούν πολύ λίγο για μία οικονομία κατεστραμμένη από την πελατεία.
Οι Ευρωπαίοι επίσης έχουν κάνει λάθη. Από τότε που η Αθήνα μπήκε στη νομισματική ένωση, έχουν δανείσει στην Ελλάδα 400 δισ. ευρώ, 1,7 φορές το ΑΕΠ της χώρας το 2013. Είναι ώρα για έναν έλεγχο με την πραγματικότητα: ποτέ δεν θα αποπληρωθούν. Και είναι ψευδαίσθηση να φαντάζεται κανείς, όπως οι Φινλανδοί κάνουν μερικές φορές, ότι θα μπορούσαν να πάρουν κάποιου τύπου αποζημίωση, αποκτώντας μερικά ελληνικά νησιά. Η εποχή που η βρετανική αυτοκρατορία θα το έκανε αυτό έχει, ευτυχώς, τελειώσει. Περασμένα, ξεχασμένα. Το συντομότερο που το αποδεχτούμε αυτό και ξεχάσουμε αυτά τα δάνεια, τόσο το καλύτερο.
Αν οι Ελληνες δεν θέλουν να εκσυγχρονιστούν, πρέπει να το αποδεχθούμε. Κατά μία μεγάλη πλειοψηφία ψήφισαν για μία κυβέρνηση που, έξι μήνες μετά από τις εκλογές, παραμένει πολύ δημοφιλής.
Η δημοτικότητά της στο εκλογικό σώμα σηματοδοτεί την ευχή να παραμείνει μία χώρα με κατά κεφαλήν εισόδημα μισό από εκείνο της Ιρλανδίας και ακόμη λιγότερο από εκείνο της Σλοβενίας. Σε λίγα χρόνια, θα την ξεπεράσει η Χιλή. Ελπίζω μόνο ότι κανείς στην Αθήνα δεν ονειρεύεται ότι η αναδιάρθρωση χρέους και το Grexit προσφέρουν έναν εναλλακτικό δρόμο προς την ανάπτυξη.
Χωρίς οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, η Ελλάδα θα παραμείνει μία σχετικά φτωχή χώρα. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η υπόλοιπη Ευρώπη πρέπει να επιβάλλει μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα. Θα πρέπει απλώς να γίνει απολύτως σαφές ότι χωρίς σοβαρές μεταρρυθμίσεις, τελειώνουν τα επίσημα δάνεια. Ο μόνος τρόπος για να δανειστεί η Αθήνα θα είναι να πείσει τις αγορές ότι θα πληρώσει τους λογαριασμούς της. Οχι άλλες εγγυήσεις της ΕΕ, ρητές ή όχι.
Πρέπει να αναρωτηθούμε αν πράγματι είναι τόσο σημαντικό να κρατήσουμε την Ελλάδα στην ΕΕ. Το κριτήριο δεν θα πρέπει να είναι η προστασία της πίστωσής μας: αυτό έχει χαθεί, είτε αρέσει, είτε όχι. Ούτε θα πρέπει να είναι ο κίνδυνος ότι μπορεί να υπάρχει μετάδοση. Χάρη στις ενέργειες της ΕΚΤ, η νομισματική ένωση σήμερα είναι αρκετά ανθεκτική για ένα Grexit.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα πρέπει να σταματήσουν να αντιμετωπίζουν το ελληνικό πρόβλημα σαν να είναι μόνο ένα οικονομικό θέμα. Φτάνει στην καρδιά της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Αυτό το σχέδιο αναμφίβολα έχει επιταχυνθεί, ως αποτέλεσμα της νομισματικής ένωσης (απλά σκεφτείτε την απόφαση να αφαιρεθεί η εποπτεία των τραπεζών από τον εθνικό έλεγχο).
Αλλά το ευρώ δεν μπορεί να είναι υποκατάστατο για περαιτέρω πολιτική ολοκλήρωση. Πράγματι, χωρίς τέτοια ολοκλήρωση, το ευρώ δεν μπορεί να επιβιώσει. Και σήμερα η Ελλάδα είναι εμπόδιο.