Και όμως, υπήρξε κάποιος που είπε ότι έχει αντίρρηση σε αυτόν το γάμο. Ήταν η ίδια η Εκκλησία, η οποία απαγόρευσε την τέλεση θρησκευτικού γάμου σε ζευγάρι από τη Ρόδο, που στο παρελθόν ήταν… κουμπάροι.
Το σκεπτικό βασίστηκε στο γεγονός ότι σύμφωνα με το καταστατικό θεωρούνται πνευματικοί συγγενείς δευτέρου βαθμού, καθώς ο γαμπρός είχε βαπτίσει το παιδί της νύφης, όπως αναφέρει το Έθνος.
Παρά το ότι το ζευγάρι δεν είχε καμία συγγένεια εξ αίματος, η Ορθόδοξη Εκκλησία τούς κατατάσσει σε κατηγορία που αποτρέπει την τέλεση θρησκευτικού γάμου.
Η υπόθεση των κουμπάρων που ήθελαν να ενωθούν με τα δεσμα του γάμου έφτασε μέχρι και την Ιερά Σύνοδο. Εκεί, κατόπιν γνωμοδότησης της Συνοδικής Επιτροπής επί των δογματικών και νομοκανονικών ζητημάτων, αποφασίστηκε ότι «κωλύεται ο γάμος μεταξύ του ζευγαριού εκ Ρόδου, ένεκεν πνευματικής συγγένειας δευτέρου βαθμού, ήτοι γάμου μεταξύ αναδόχου και μητρός αναδεκτού».
Πάντως, η περίπτωση του ζευγαριού από τη Ρόδο δεν είναι ειδική καθώς προβλέπεται για όλα τα ζευγάρια που τυγχάνει να είναι ταυτόχρονα και κουμπάροι.
Η σχετική διάταξη αναφέρει: «Κωλύεται ο γάμος μεταξύ του (της) αναδόχου (νονού) και του (της) βαπτισθέντος ή των γονέων του και τανάπαλιν. Πνευματικοί αδελφοί δε λογίζονται, εκείνοι, οι οποίοι έχουν κοινό ανάδοχο, και επιτρέπεται η τέλεση θρησκευτικού γάμου στις περιπτώσεις αυτές. (ΝΓ΄ της Πενθέκτης)».
Έτσι, μετά το κώλυμα να παντρευτούν αλλόθρησκοι, πολύγαμοι (επιτρέπονται έως τρεις γάμοι), συγγενείς εξ αγχιστείας, απαγορεύεται και στους κουμπάρους στην περίπτωση που ο ένας εκ των δύο έχει βαπτίσει παιδί του δεύτερου. Ωστόσο επιτρέπει τον θρησκευτικό γάμο σε όσους έχουν βαπτιστεί από τον ίδιο νονό, παρά το γεγονός ότι η Εκκλησία τούς θεωρεί πνευματικά αδέλφια.