


Στην Αλβανία, οι Τσάμηδες, απόγονοι εκείνων που συνεργάστηκαν στον Β’ΠΠ με τους Γερμανούς Ναζί και τους Ιταλούς φασίστες, διαπράττοντας σφαγές κατά Ελλήνων αμάχων για τη «δόξα» του Τρίτου Ράιχ και της «Μεγάλης Αλβανίας», κατηγορούν την Ελλάδα και διαστρεβλώνουν την ιστορία χωρίς περιορισμούς, συχνά με την ανοχή ή την υποστήριξη του δήθεν «σοσιαλιστικού» και νεο-οθωμανικού καθεστώτος του γελωτοποιού, εξωμότη και αρνησίθρησκου Έντι Ράμα, που έχει ελληνική καταγωγή και την αρνείται.
Στην εκπομπή «Μία Αλβανία» του κρατικού αλβανικού καναλιού RTSH, με παρουσιαστή τον Μέντορ Ναζάρκο, συζητήθηκε το «τσάμικο ζήτημα» και οι προοπτικές επίλυσής του.
Καλεσμένοι ήταν ο «ιστορικός» Χαϊρεντίν Ισούφι-Μπραχίμι, γεννημένος το 1935 σε χωριό της Θεσπρωτίας, ο οποίος εργάστηκε ως δάσκαλος στα Τίρανα και από το 1964 ερευνά την ιστορία της «Τσαμουριάς», έχοντας συγγράψει βιβλία για τη «γενοκτονία των Τσάμηδων», και ο Πέλλουμπ Τζούφι, πρώην βουλευτής του Σοσιαλιστικού Κόμματος και πρώην υφυπουργός Εξωτερικών, γνωστός για τις ανθελληνικές του απόψεις.
Ο Ισούφι αφηγήθηκε ότι «το 1989, αφού κατέθεσα αίτηση, μπόρεσα να επισκεφθώ το σπίτι μου στην Τσαμουριά, όπου οι Έλληνες με υποδέχθηκαν πολύ καλά».
Ωστόσο, ο Τζούφι και ο Ναζάρκο τον διόρθωσαν, υποστηρίζοντας ότι «σε υποδέχθηκαν οι Αλβανοί ορθόδοξοι Τσάμηδες που ζουν στην Τσαμουριά, όχι οι Έλληνες».
Παράλληλα, στην εκπομπή «Informacion» του τηλεοπτικού σταθμού MCN, φιλοξενήθηκαν ο Πέλλουμπ Τζούφι και η «μελετήτρια» Άλμπα Χαρούνι.
Η Χαρούνι ανέφερε ότι η γιαγιά της γεννήθηκε στα Γρεβενά και υποστήριξε ότι «τα γεγονότα του 1944 στην Τσαμουριά είναι συνέπεια της Μεγάλης Ιδέας».
Επικρίνοντας τις αλβανικές κυβερνήσεις, δήλωσε ότι «δεν θέτουν επίσημα το τσάμικο ζήτημα, διότι νοιάζονται μόνο για το αξίωμά τους, φοβούνται την Ελλάδα και μόνο το 2016 η αλβανική πλευρά έθεσε σωστά το τσάμικο».
Εξήρε το έργο του Κόμματος των Τσάμηδων (PDIU), το οποίο, όπως είπε, «βοηθώντας στην έκδοση βιβλίων, συνέβαλε στην ευρεία προβολή της υπόθεσης αυτής».
Από την πλευρά του, ο Τζούφι αναφέρθηκε σε «παλαιό σχέδιο της ελληνικής κυβέρνησης για εκδίωξη του αλβανικού μουσουλμανικού πληθυσμού της Τσαμουριάς» και κατηγόρησε την Ελλάδα ότι, με αφορμή τη Συνθήκη της Λωζάννης, «έστειλε στην Τουρκία πολλούς Τσάμηδες, οι οποίοι ήταν Αλβανοί κι όχι Τούρκοι».
Πρόσθεσε ότι «και Έλληνες ιστορικοί αποδέχονται τώρα τελευταία όσα προανέφερα για την ύπαρξη παλαιού σχεδίου απαλλαγής της Τσαμουριάς από το αλβανικό στοιχείο, το οποίο υλοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου».
Επιπλέον, κατηγόρησε τη Βρετανία ότι «είχε υποσχεθεί στην Ελλάδα τη Βόρειο Ήπειρο» και αποκάλεσε τον τότε πρωθυπουργό Τσόρτσιλ «χασάπη της Αλβανίας και της Τσαμουριάς», υποστηρίζοντας ότι «η γενοκτονία σε βάρος των Τσάμηδων έγινε με την έγκριση και μπροστά στα μάτια των Βρετανών αξιωματικών – μελών της Βρετανικής Αποστολής.
»Αυτό επιβεβαιώνεται και από όσα έγραψε ο επικεφαλής της Βρετανικής Αποστολής για τα γεγονότα τότε».
Στην αλβανική εφημερίδα Τέλεγκραφ, ο Τσάμης Χουκμέτ Ζάνε υπέγραψε εκτενές άρθρο με τίτλο «Η 27η Ιουνίου της Τσαμουριάς είναι μια απόδειξη πατριωτισμού, αλλά και κρατικής λήθης».
Εξύμνησε το Ψήφισμα της αλβανικής Βουλής για την 27η Ιουνίου, το οποίο, όπως ανέφερε, «έγινε πραγματικότητα χάρη στη συμβολή Αλβανών διπλωματών τσάμικης καταγωγής που εργάζονταν τότε στο αλβανικό ΥΠΕΞ».
Επανέλαβε τις κατηγορίες για «γενοκτονία και εθνοκάθαρση», προσθέτοντας ότι «θύματα της ελληνικής μπαμπεσιάς έπεσαν πολλοί Αρβανίτες, από τον Μάρκο Μπότσαρη μέχρι και τον Αριστείδη Κόλλια».
Τέλος, επέκρινε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον πρωθυπουργό και το αλβανικό ΥΠΕΞ για τη «σιωπή τους» σχετικά με την επέτειο, καθώς και τον πρόεδρο του PDIU, Σπέτιμ Ιντρίζι, κατηγορώντας τον ότι «ιδιωτικοποίησε το κόμμα και τον Σύλλογο των Τσάμηδων».
Οι Τσάμηδες κατοικούσαν στην Ήπειρο, κυρίως στη Θεσπρωτία, σε περιοχή γνωστή ως Τσαμουριά.
Η συνεργασία τους με τα ναζιστικά και φασιστικά στρατεύματα οδήγησε στη βίαιη εκδίωξή τους από τις δυνάμεις του ΕΔΕΣ, με υποστήριξη Βρετανών και Αμερικανών, προς την Αλβανία.
Μετά τον πόλεμο, αντιμετώπισαν δυσπιστία από το αλβανικό κομμουνιστικό καθεστώς, ενώ, μετά την πτώση του, οργανώσεις Τσάμηδων διεκδικούν, μεταξύ άλλων, την επιστροφή περιουσιών.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, υπό την ηγεσία των Αζίζ Τσάμι και Μουχαρέμ Ντέμι, πολλοί Τσάμηδες εντάχθηκαν εθελοντικά στον ιταλικό φασιστικό στρατό, ενώ στην Θεσπρωτία υποδέχτηκαν τα ιταλικά και αλβανικά στρατεύματα ως απελευθερωτές.
Τότε, ομάδες Τσάμηδων πυρπόλησαν και λεηλάτησαν οικισμούς όπως την Παραμυθιά, τους Φιλιάτες και τη Σαγιάδα, ενώ προχώρησαν σε δολοφονίες ντόπιων λόγω παλαιότερων διαφορών.
Αυτό ανάγκασε μέρος του ελληνικού πληθυσμού να καταφύγει σε περιοχές εκτός ιταλικού ελέγχου.
Όταν ο Ελληνικός Στρατός ανακατέλαβε τα εδάφη, ο αντρικός πληθυσμός των Τσάμηδων εξορίστηκε, ενώ καταγράφηκαν πράξεις αντεκδίκησης από τον ελληνικό πληθυσμό που είχε υποστεί τις επιθέσεις τους.
Το 1943, οι Τσάμηδες σχημάτισαν πολιτοφυλακή με ιταλικές στολές και περιβραχιόνια με την ένδειξη «Τσάμης», συνεργαζόμενοι με τον ιταλικό στρατό κατοχής.
Όταν η περιοχή πέρασε σε γερμανική κατοχή, η πολιτοφυλακή τους ευθύνεται για τη δολοφονία περίπου 300 Ελλήνων πολιτών.
Τον Ιούλιο-Αύγουστο του 1943, κοινά γερμανο-τσάμικα τμήματα εξαπέλυσαν την εκκαθαριστική επιχείρηση «Αύγουστος» στα βουνά της περιοχής, με αποτέλεσμα τον θάνατο 600 Ελλήνων και 50 Αλβανών και την καταστροφή 70 χωριών.
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1943, ομάδες Ναζί και Τσάμηδων επιτέθηκαν σε χωριά βόρεια της Παραμυθιάς, όπως το Ελευθεροχώρι, η Σέλιανη, ο Άγιος Νικόλαος και η Σεμελίκα, σκοτώνοντας 50 Έλληνες.
Η ομάδα 150 Τσάμηδων επαινέθηκε από τον Γερμανό διοικητή για την «αποτελεσματικότητά» της.
Την ίδια ημέρα, υπό την καθοδήγηση των Μαζάρ και Νούρι Ντίνο, εκτελέστηκαν 49 πρόκριτοι της Παραμυθιάς από εκτελεστικά αποσπάσματα με συμμετοχή Τσάμηδων.
Η δράση τους επεκτάθηκε και στην Αλβανία, όπου το Τάγμα «Νούρι Ντίνο», με 1.000 άνδρες, εντάχθηκε στη Βέρμαχτ και συμμετείχε στην επιχείρηση «Χόριντο», προκαλώντας τον θάνατο 500 Αλβανών στην Κονίσπολη. Αυτές οι ενέργειες έχουν χαρακτηριστεί ως εθνοκάθαρση.
Προς το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, Γερμανοί και Τσάμηδες από κοινού προσπάθησαν να επανακαταλάβουν την Παραμυθιά όμως χωρίς επιτυχία.
Ο ΕΔΕΣ και για δεύτερη φορά προέτρεψε τους εκπρόσωπους των Τσάμηδων να εγκαταλείψουν τη φιλοναζιστική στάση τους και να παραδώσουν τα όπλα.
Η έκκληση αυτή συνοδεύτηκε και από εγγυήσεις των Συμμάχων αλλά ακόμη και τότε επέμεναν να μείνουν στο πλευρό τους Βέρμαχτ και απάντησαν αρνητικά.
Μάλιστα, η ηγεσία των Τσάμηδων οργανώθηκε στρατιωτικά και στρατολόγησε ολόκληρο τον αντρικό πληθυσμό της, από 16 μέχρι 60 ετών, για πόλεμο εναντίον του προελαύνοντα ΕΔΕΣ.
Στις αρχές Αυγούστου 1944 η ένοπλη αντίσταση των Τσάμηδων εξουδετερώθηκε, ενώ στις 17-18 Αυγούστου ένοπλα τμήματα Ναζί-Τσάμηδων ηττήθηκαν από τους μαχητές του ΕΔΕΣ στη Μάχη της Μενίνας.
Η μάχη αυτή ήταν η σημαντικότερη που δόθηκε από τις αντιστασιακές δυνάμεις κατά των Γερμανών στην Ήπειρο.
Εκεί οι δυνάμεις του ΕΔΕΣ νίκησαν τους Γερμανούς και τα τμήματα Τσάμηδων που τους υποστήριζαν.
Ανάμεσα στις απώλειες καταμετρούνται και 86 νεκροί και αρκετοί αιχμάλωτοι ανάμεσα στους οποίους και 9 Τσάμηδες.
Οι δυνάμεις του ΕΔΕΣ τελούσαν υπό των εντολών του Στρατηγείου Μέσης Ανατολής με το στόχο την παραπλάνηση των Γερμανών ότι επίκειται Συμμαχική απόβαση στην Ήπειρο, ενώ ο Κρις Μόνταγκιου Γουντχάους σε μεταγενέστερο υπηρεσιακό σημείωμα του 1945, αναφέρει ότι ο Ζέρβας ως ηγέτης του ΕΔΕΣ έπραξε κατόπιν ενθάρρυνσης της Συμμαχικής Αποστολής.
Επακόλουθα, οι δυνάμεις του ΕΔΕΣ προέβησαν σε συλλογική βία έναντι του πληθυσμού της μειονότητας.
Μετά τη μάχη η κοινότητα των Τσάμηδων ξεκίνησε να περνάει τα σύνορα και κατέφευγε μαζικά στην Αλβανία.
Οι Τσάμηδες που πολέμησαν στους Φιλιάτες κατά του ΕΔΕΣ, φυλακίστηκαν, δικάστηκαν και εκτελέστηκαν την επόμενη ημέρα.
Στην Αλβανία κατέφυγαν οι φονιάδες των Ελλήνων
Παρ’ όλα αυτά οι ηγέτες τους Μαζάρ και Νούρι Ντίνο κατάφεραν να διαφύγουν στην Αλβανία, μαζί με σημαντικό τμήμα του Τσάμικου πληθυσμού μαζί με τον γερμανικό στρατό και με μέσα της Βέρμαχτ.
Συνολικά τα θύματα υπολογίζονται περισσότεροι από 1200, ενώ κάποιες Αλβανικές πηγές αναφέρουν ότι ήταν 2000.
Τη βία εναντίον των Τσάμηδων την αποδέχτηκαν ή έμμεσα υποστήριξαν οι Βρετανοί και Αμερικάνοι σύνδεσμοι.
Οι εκφάνσεις βίας δεν είχαν συγκατάθεση της ηγεσίας ΕΔΕΣ ούτε της βρετανικής αποστολής, όμως ήταν αδύνατον να αποτραπούν απόλυτα, καθώς άμαχοι πολίτες και χαμηλόβαθμοι αντιστασιακοί ήταν εξοργισμένοι από τη δωσίλογη ένοπλη δράση ομάδων Τσάμηδων και απαιτούσαν δικαιοσύνη.
Άτομα που ανήκαν στον ΕΛΑΣ είχαν επίσης εμπλοκή σε αντεκδικήσεις που κατέληξαν σε θανάτους Τσάμηδων.
Χαρακτηριστικά ο αξιωματικός του ΕΛΑΣ, Θανάσης Γιοχαλάς, συνέλαβε και εκτέλεσε 40 Μουσουλμάνους στην Πάργα.
Τα γυναικόπαιδα διασώθηκαν από τμήματα του ΕΔΕΣ τα οποία τελικά συνέλαβαν και εκτέλεσαν τον Γιοχαλά.
Ωστόσο, τα βίαια επεισόδια εναντίον αμάχων Μουσουλμάνων σε περιοχές της Θεσπρωτίας ήταν εξαιρετικά περιορισμένα και αυτό επειδή τελικά ο Ζέρβας μπόρεσε να επιβάλει την αναγκαία πειθαρχία για την περιφρούρηση του συγκεντρωμένου σε διάφορα ασφαλή σημεία άμαχου μουσουλμανικού πληθυσμού.
Στην Αλβανία κατέφυγαν οι Τσάμηδες συνεργάτες των κατακτητών
Μετά το τέλος του πολέμου, σχεδόν ολόκληρος ο πληθυσμός των μουσουλμάνων Τσάμηδων διέφυγε στην Αλβανία, λόγω του φόβου αντιποίνων με αιτία τη δοσιλογικής δραστηριότητας του.
Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στην Αλβανία και μικρότερος αριθμός στην Τουρκία και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το καθεστώς της Λαϊκής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Αλβανίας τους παραχώρησε σπίτια με σκοπό να διασπάσει τη συμπαγή παρουσία σε περιοχές που διαβιούσαν ελληνικοί πληθυσμοί (Βόρεια Ήπειρος).
Παράλληλα, περίπου 8.000 Έλληνες που ζούσαν στην Αλβανία, υπό καθεστώς πιέσεων, διέφυγαν στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο (1945-1946).
Στην Ελλάδα, από τους περίπου 20.000 Τσάμηδες που υπήρχαν προπολεμικά στη Θεσπρωτία, σύμφωνα με την απογραφή του 1951 είχαν παραμείνει μόνο 127.
Γενικά, οι Τσάμηδες που είχαν διαφύγει στην Αλβανία μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αντιμετωπίστηκαν με ιδιαίτερη καχυποψία από το εκεί νεαρό σοσιαλιστικό καθεστώς ως αντικομμουνιστές, αλλά και συλλήβδην ως ταξικοί εχθροί λόγω της ύπαρξης, μεταξύ αυτών, των παλιών μεγαλοτσιφλικάδων της Θεσπρωτίας, μια ιδιότητα που, αν και είχαν λίγοι Τσάμηδες, αποδόθηκε σε όλους αδιάκριτα.
To 1953 ο Χότζα χορήγησε την Αλβανική υπηκοότητα στους πρόσφυγες Τσάμηδες που ζούσαν στο κράτος της Αλβανίας, ενώ όσοι αντιστάθηκαν στην εφαρμογή της νομοθεσίας διώχθησαν ή φυλακίστηκαν.
Αργότερα ο Χότζα επικρίθηκε από πολιτικούς κύκλους και οργανώσεις Τσάμηδων για τους χειρισμούς στο ζήτημα· για το αλβανικό κομμουνιστικό καθεστώς οι Τσάμηδες συνιστούσαν πάντα μια αμφιλεγόμενη, ή και ύποπτη ακόμα, μειονότητα λόγω της παλιάς συνεργασίας με τις δυνάμεις του Άξονα.
Στις 23 Μαΐου 1945 το Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων Ιωαννίνων καταδίκασε ερήμην ομαδικά 1.930 Τσάμηδες, κλείνοντας τον δρόμο του επαναπατρισμού τους.