Ισλαμικό ΚράτοςΙσραήλ
Αίθουσα Σύνταξης
Τμήμα ειδήσεων tribune.gr

Καταρρέουν οι μύθοι του «αντιΣΥΡΙΖΑ» για το δημοψήφισμα και τα μνημόνια

Καταρρέουν οι μύθοι του «αντιΣΥΡΙΖΑ» για το δημοψήφισμα και τα μνημόνια
ΔΕΙΤΕ ΠΡΩΤΟΙ ΟΛΑ ΤΑ ΝΕΑ ΤΟΥ TRIBUNE ΣΤΟ GOOGLE NEWS
Διαβάστε σχετικά για Άνγκελα Μέρκελ, Γερμανία, Δημήτρης Λιάκος, Δημοψήφισμα, Μνημόνιο, Προοδευτική Συμμαχία, ΣΥΡΙΖΑ,

Ο Δημ. Λιάκος με άρθρο του που δημοσιεύθηκε στο Κreport, στον απόηχο των απομνημονευμάτων της Α. Μέρκελ αποδομεί τους μύθους που έχουν επικρατήσει τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας για τα μνημόνια και τις ελληνικές κυβερνήσεις που χειρίστηκαν την οικονομική κρίση.

Το δεύτερο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής επί κυβέρνησης Σαμαρά ήταν εκτός τροχιάς παρά τα όσα η εγχώρια προπαγάνδα επιχείρησε να επιβάλλει ως επικρατούσα άποψη με στόχο να πείσει στην συνέχεια ότι το τρίτο μνημόνιο ήταν αχρείαστο.

«Η κυβέρνηση είχε καθυστερήσει στην υλοποίηση των δεσμεύσεων της, ενώ ταυτόχρονα το δημοσιονομικό και χρηματοδοτικό κενό για την επόμενη χρονιά ήταν σημαντικά αυξημένα.

»Απόδειξη αυτών, η έκθεση του ΔΝΤ που δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 2014, για την πέμπτη αξιολόγηση του δικού του προγράμματος (IMF Country Report No.14/151).

»Παράλληλα η Ελλάδα απώλεσε εκ νέου στην πρόσβαση στις αγορές (βασικός στόχος του προγράμματος) καθώς το αδιέξοδο των συζητήσεων μεταξύ του Έλληνα πρωθυπουργού και της Γερμανίδας καγκελαρίου (Σεπτέμβριος 2014) ακολούθησε η σημαντική άνοδος των επιτοκίων δανεισμού» σημειώνει χαρακτηριστικά ο Δ.Λιάκος.

Μέσα από αυτή την αντικειμενική πραγματικότητα το τρίτο μνημόνιο δεν ήταν «αχρείαστο» όπως το αντιΣΥΤΙΖΑ μέτωπο αναφέρει αλλά ένας αναγκαίος συμβιβασμός.

«Η χώρα, ήταν εκτός αγορών, με περιορισμένα δημόσια ταμειακά διαθέσιμα και σημαντικά αυξημένες ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους.

»Ταυτόχρονα το αδιέξοδο των συζητήσεων όξυνε τις αντιπαραθέσεις και επανάφερε σενάρια τιμωρητικής εξόδου από την Ευρωζώνη προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως το (αντι)παράδειγμα στις πιθανές αντιδράσεις άλλων χωρών στην εφαρμογή των πολιτικών λιτότητας.

»Η πιθανότητα μιας ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας θα ήταν καταστροφική για τη χώρα και την ελληνική κοινωνία, γεγονός που κάποιοι υποεκτιμούσαν εκείνη την περίοδο, προτάσσοντας “λύσεις” που κατ’ ελάχιστον θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ανεδαφικές και ουτοπικές» υπογραμμίζει ο Δ.Λιάκος.

Όσον αφορά το δημοψήφισμα και την κορύφωση των γεγονότων το καλοκαίρι του 2015 ο Δ. Λιακος υπογραμμίζει ότι ήταν παρά τα όσα γράφονται ήταν καταλύτης για την εύρεση της λύσης και το κλείσιμο της συμφωνίας.

«Πρόκειται για μια πολιτική κίνηση υψηλού ρίσκου, για τη δραματική κορύφωση μιας ατελέσφορης, έως εκείνη τη στιγμή, διαδικασίας.

»Μια απόφαση που τάραξε τα νερά και κρίθηκε αυστηρά από τους περισσότερους.

»Ωστόσο, όπως περιγράφει κι η Άνγκ. Μέρκελ, όσο και να όξυνε την πολιτική αντιπαράθεση και ουσιαστικά να χρησιμοποιήθηκε ως η πρώτη μαγιά εκείνου που μεταγενέστερα αποκαλέστηκε “αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο”, αποτέλεσε τον καταλύτη για την εύρεση της λύσης και το κλείσιμο της συμφωνίας.

»Ουσιαστικά έθεσε υπό των ευθυνών τους το σύνολο των συμμετεχόντων.

»Τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.

»Γιατί, οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι για την πλειονότητα της ανθρωπογεωγραφίας του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν καθόλου εύκολη η αποδοχή έστω ενός πιο ήπιου μονοπατιού δημοσιονομικής προσαρμογής» σημειώνει στο άρθρο του.

Τέλος σύμφωνα με το άρθρο του Δ. Λιάκου, η αντικειμενική σύγκριση των δεδομένων των τριών προγραμμάτων δεν συνηγορεί ότι το 3ο μνημόνιο ήταν το σκληρότερο.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που προκύπτουν από τις εκθέσεις των δανειστών και τα κατατεθειμένα Μεσοπρόθεσμα Πλαίσια Δημοσιονομικής Στρατηγικής στο πρόγραμμα 2015-2018 ελήφθησαν μέτρα συνολικού ύψους 8.4 δισ. ευρώ (6 δισ. από την πλευρά των εσόδων και 2,34 δισ. από την πλευρά των δαπανών) ενώ την πενταετία 2010-2014 μέτρα ανήλθαν στο ύψος των 57 δισ. ευρώ (24 δισ. από την πλευρά των εσόδων και 33 δισ. από την πλευρά των δαπανών).

Φυσικά όπως σημειώνει στο άρθρο του για είναι συνολική η προσέγγιση την σύγκριση αυτή πρέπει να την δούμε και μέσα από την σωρευτική επιβάρυνση που είχαν όλα τα μέτρα.

Το άρθρο του Δημήτρη Λιάκου:

Σκέψεις, με αφορμή το βιβλίο της A. Merkel

Η έκδοση των απομνημονευμάτων της A. Merkel και οι αναφορές της στους τρεις πρώην Έλληνες πρωθυπουργούς με τους οποίους συνεργάστηκε την προηγούμενη δεκαετία, πυροδότησε αντιδράσεις στον εγχώριο πολιτικό και δημοσιογραφικό κόσμο.

Καταρχάς να υπογραμμίσουμε ότι κάθε ανάλογο εγχείρημα έχει υποκειμενικό χαρακτήρα καθώς εμπεριέχει την οπτική ενός προσώπου.

Οφείλουμε όμως να παραδεχθούμε ότι η συμμετοχή του/της εκάστοτε συγγραφέα ως πρωταγωνιστή στα γεγονότα δίνει στο πόνημα του/της μια άλλη δυναμική και αξία στην κατατεθειμένη «αλήθεια» του/της.

Η όποια δυναμική των εξιστορήσεων της δεν αναιρεί το γεγονός ότι αποτέλεσε την πολιτικό που επέβαλε τους όρους της στη διαχείριση της κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας, με τρόπο απόλυτο και σκληρό.

Η θέση της σχετικά με τις αρνητικές επιπτώσεις στην Ευρωζώνη λόγω μιας πιθανής εξόδου χώρας-μέλους της ήταν ορθολογική ωστόσο η μεθοδολογία που ακολούθησε, σε συνεργασία με τον Υπουργό Οικονομικών της W. Schäuble, ήταν δογματική, τιμωρητική και τελικά αναποτελεσματική.

Τα δεδομένα σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο είναι αμείλικτα και αποκαλυπτικά ενώ οι πληγές παραμένουν εν πολλοίς ανοιχτές.

Τούτων δοθέντων, και επ’ αφορμή της κυκλοφορίας του βιβλίου της, θα επιχειρήσουμε να καταπιαστούμε με ορισμένα από τα γεγονότα που ανέφερε και προκάλεσαν την πολιτική αντιπαράθεση των τελευταίων ημερών.

Σημείο πρώτο, το δεύτερο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής ήταν εκτός τροχιάς.

Η τότε κυβέρνηση της ΝΔ είχε προτείνει την ενσωμάτωση των ανοιχτών προαπαιτούμενων στην ενεργοποίηση της προληπτικής γραμμής από τον ESM. Πρόταση που δεν προχώρησε.

Οι δε προτάσεις του υπουργείου Οικονομικών, προκειμένου να κλείσει η ιστορική (όπως αποδείχθηκε) 5η αξιολόγηση του προγράμματος απορρίφθηκαν ως μη επαρκείς.

Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η διαφαινόμενη μεταβολή του πολιτικού σκηνικού είχε καθοριστικό ρόλο στην στάση/απαίτηση της Α. Merkel απόλυτης ικανοποίησης των μνημονιακών προαπαιτούμενων εντός των συμφωνηθέντων χρονοδιαγραμμάτων.

Τούτο όμως δεν αναιρεί ότι η κυβέρνηση είχε καθυστερήσει στην υλοποίηση των δεσμεύσεων της, ενώ ταυτόχρονα το δημοσιονομικό και χρηματοδοτικό κενό για την επόμενη χρονιά ήταν σημαντικά αυξημένα.

Απόδειξη αυτών, η έκθεση του ΔΝΤ που δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 2014, για την πέμπτη αξιολόγηση του δικού του προγράμματος (IMF Country Report No.14/151).

Παράλληλα η Ελλάδα απώλεσε εκ νέου στην πρόσβαση στις αγορές (βασικός στόχος του προγράμματος) καθώς το αδιέξοδο των συζητήσεων μεταξύ του Έλληνα Πρωθυπουργού και της Γερμανίδας καγκελαρίου (Σεπτέμβριος 2014) ακολούθησε η σημαντική άνοδος των επιτοκίων δανεισμού.

Σημείο δεύτερο, η υπογραφή του τρίτου μνημονίου από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο σύμφωνα με τους πολιτικούς αντιπάλους του ήταν αφενός αχρείαστο και αφετέρου το πλέον δυσβάσταχτο.

Προτού αναλύσουμε αυτή την προσέγγιση ας κάνουμε μια μικρή αναδρομή στο κλίμα εκείνης της περιόδου.

Σε πρόσφατο άρθρο του για την Μεταπολίτευση ο πρώην Πρωθυπουργός Α. Τσίπρας κάνει μια συνοπτική περιγραφή της κατάστασης με εμφανή στοιχεία αυτοκριτικής διάθεσης.

Το ΑΕΠ της χώρας είχε μειωθεί 25%, τα δημόσια ταμεία είχαν περιορισμένα αποθέματα, σε σημαντικό μέρος του πληθυσμού είχαν εμφανιστεί συμπτώματα ανθρωπιστικής κρίσης, ενώ το ενδεχόμενο μιας ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας φάνταζε πιθανό.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ως πολιτικό υποκείμενο δεν διέθετε την απαιτούμενη εμπειρία ενώ η ρητορική του ήταν σε σημαντικό βαθμό υπερβολική.

Εσωτερικά υπήρχαν φωνές που φλέρταραν με τη ρήξη με την Ευρώπη και την έξοδο από το ευρώ, γεγονός που δεν επέτρεπε την ενιαία στάση του απέναντι στα πράγματα.

Τα παραπάνω σε συνδυασμό με την τουλάχιστον αναποτελεσματική διαπραγματευτική τακτική σημαντικών προσώπων εκείνης της περιόδου όξυναν τις αντιθέσεις με την πλευρά των δανειστών οδηγώντας τα πράγματα σε οριακό σημείο.

Η ανάληψη των κυβερνητικών ευθυνών από τον ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε την απάντηση στη διατήρηση της δημοκρατικής κανονικότητας και την διέξοδο-διοχέτευση της κοινωνικής οργής και αγανάκτησης εντός του δημοκρατικού και συνταγματικού τόξου.

Η προτεραιοποίηση που έδωσε η κυβέρνηση στην αντιμετώπιση των φαινομένων της κοινωνικής περιθωριοποίησης και φτωχοποίησης και η εμφανής διάθεση ουσιαστικής διαπραγμάτευσης με τους δανειστές-εταίρους συνέβαλε στη δημιουργία ενός δημοκρατικού αναχώματος στα κύματα της αντιπολιτικής και της ακροδεξιάς.

Όσον αφορά την υπογραφή του τρίτου μνημονίου, σαφώς πρόκειται για έναν επώδυνο αλλά αναγκαίο συμβιβασμό.

Η χώρα, όπως παραθέσαμε παραπάνω, ήταν εκτός αγορών, με περιορισμένα δημόσια ταμειακά διαθέσιμα και σημαντικά αυξημένες ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους.

Ταυτόχρονα το αδιέξοδο των συζητήσεων όξυνε τις αντιπαραθέσεις και επανάφερε σενάρια τιμωρητικής εξόδου από την Ευρωζώνη προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως το (αντι)παράδειγμα στις πιθανές αντιδράσεις άλλων χωρών στην εφαρμογή των πολιτικών λιτότητας.

Η πιθανότητα μιας ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας θα ήταν καταστροφική για τη χώρα και την ελληνική κοινωνία, γεγονός που κάποιοι υποεκτιμούσαν εκείνη την περίοδο, προτάσσοντας «λύσεις» που κατ’ ελάχιστον θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ανεδαφικές και ουτοπικές.

Σημείο τρίτο, το δημοψήφισμα. Ο χρόνος που έχει μεσολαβήσει από τα γεγονότα εκείνου του καλοκαιριού επιτρέπουν μια πιο διαυγή και ψύχραιμη ανάλυση.

Ασφαλώς πρόκειται για μια πολιτική κίνηση υψηλού ρίσκου, για τη δραματική κορύφωση μιας ατελέσφορης, έως εκείνη τη στιγμή, διαδικασίας.

Μια απόφαση που τάραξε τα νερά και κρίθηκε αυστηρά από τους περισσότερους. Ωστόσο, όπως περιγράφει και η Α. Merkel, όσο και να όξυνε την πολιτική αντιπαράθεση και ουσιαστικά να χρησιμοποιήθηκε ως η πρώτη μαγιά εκείνου που μεταγενέστερα αποκαλέστηκε «αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο», αποτέλεσε τον καταλύτη για την εύρεση της λύσης και το κλείσιμο της συμφωνίας.

Ουσιαστικά έθεσε υπό των ευθυνών τους το σύνολο των συμμετεχόντων. Τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.

Γιατί οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι για την πλειονότητα της ανθρωπογεωγραφίας του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν καθόλου εύκολη η αποδοχή έστω ενός πιο ήπιου μονοπατιού δημοσιονομικής προσαρμογής.

Από την άλλη πλευρά, η απόλυτη άρνηση έστω συζήτησης για τη διαχείριση του δημόσιου χρέους, οι εμμονές στις απαιτήσεις του ανολοκλήρωτου δεύτερου προγράμματος και οι εμφανείς τιμωρητικές διαθέσεις του W. Schäuble και των συμμάχων του εντός του Eurogroup, δεν επέτρεπε τη διεξαγωγή μιας ουσιαστικής διαπραγμάτευσης.

Η διαμορφωθείσα κατάσταση εκμηδένιζε την εύρεση μιας βιώσιμης λύσης που θα εμπεριείχε επαρκή χρηματοδότηση συνδυασμένη με ένα πρόγραμμα με ορίζοντα την αναγκαία αναδιάρθρωση του χρέους και την επαναφορά στις αγορές.

Είναι κρίσιμο να υπενθυμίσουμε ότι ο Α. Τσίπρας επανειλημμένα και σε όλους τους τόνους υπογράμμιζε ότι το δημοψήφισμα δεν αφορούσε τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ και την Ευρωζώνη αλλά επιδίωκε τη βελτίωση της διαπραγματευτικής θέσης της χώρας.

Μια ειλικρινής συγκριτική αποτίμηση του αρχικού σχεδίου των δανειστών (όπως τέθηκε στο δημοψήφισμα) και της τελικής συμφωνίας θα ήταν αποκαλυπτική.

Εάν δε προσθέσουμε την έξοδο από τα μνημόνια το 2018, την ρύθμιση του χρέους και τον «καθαρό» διάδρομο για μια 15ετία, τη δημιουργία κεφαλαιακού αποθέματος για πρώτη φορά στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους (που αποδείχθηκε πολύτιμο στην αντιμετώπιση των αλλεπάλληλων κρίσεων από το 2020) θα καταλήγαμε ότι αυτή η πολιτική απόφαση αποδείχθηκε το turning point.

Απόφαση που συνέβαλε μεταξύ άλλων στη σωτηρία της χώρας και στην σταδιακή επανάκτηση σημαντικού ρόλου στα διεθνή δρώμενα (όπως απέδειξε η συμφωνία των Πρεσπών).

Βέβαια παραμένει αναπάντητο το ερώτημα αν η εξέλιξη των πραγμάτων θα μπορούσε να μην έχει πάρει αυτές τις δραματικές διαστάσεις.

Με βάση τη σημερινή συσσωρευμένη εμπειρία, ο συλλογισμός αυτός σίγουρα θα λάμβανε θετική απάντηση.

Ασφαλώς οι μνημονιακές δεσμεύσεις και η υλοποίηση τους ήταν μια δύσκολη άσκηση, με σημαντικό πολιτικό κόστος.

Ωστόσο η αντικειμενική σύγκριση των δεδομένων των τριών προγραμμάτων δεν συνηγορεί ότι το 3ο μνημόνιο ήταν το σκληρότερο.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που προκύπτουν από τις εκθέσεις των δανειστών και τα κατατεθειμένα Μεσοπρόθεσμα Πλαίσια Δημοσιονομικής Στρατηγικής στο πρόγραμμα 2015-2018 ελήφθησαν συνολικά μέτρα 8.4 δισ.€ (6 δισ.€ από την πλευρά των εσόδων και 2.34 δισ.€ από την πλευρά των δαπανών) ενώ την πενταετία 2010-2014 μέτρα ανήλθαν σε 57 δισ.€ (24 δισ.€ από την πλευρά των εσόδων και 33 δισ.€ από την πλευρά των δαπανών).

Αν θέλουμε να είμαστε κατ’ ελάχιστον σοβαροί η σύγκριση αυτή δεν έχει καμία σημασία καθώς η επιβάρυνση στην ελληνική κοινωνία ήταν σωρευτική. Παρ’ όλες τις προθέσεις, σαφώς υπήρξαν αδικίες, παραλείψεις και άστοχες προτεραιοποιήσεις.

Όπως επίσης οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι πολλές πληγές παραμένουν έως σήμερα ανοιχτές.

Αδιαμφισβήτητο γεγονός η αρνητική επίδραση της εφαρμογής των μνημονιακών δεσμεύσεων στο σύνολο των κυβερνητικών κομμάτων στις εκλογές που ακολούθησαν τη θητεία τους.

Έχουν περάσει έξι χρόνια από το τέλος της μνημονιακής περιπέτειας και οφείλουμε να κοιτάξουμε και να εργασθούμε για το μέλλον, αποφεύγοντας τα λάθη που μας έφθασαν στο αδιέξοδο των αρχών της προηγούμενης δεκαετίας.

Ασφαλώς οι παραπάνω σκέψεις είναι, όπως και στην περίπτωση Merkel, υποκειμενικές καθώς ο γράφων συμμετείχε εκ των έσω στα γεγονότα της περιόδου 2015 – 2019, ως μέλος της διαπραγματευτικής ομάδας και (μετέπειτα) ως υφυπουργός.

Δημήτρης Λιάκος

Σχετικά άρθρα