Ανάμεσα στους δύο γύρους των τουρκικών προεδρικών εκλογών έτυχε μία σημαντική εκλογική αναμέτρηση στην Ελλάδα.
Ένα σχόλιο για την εκλογική συμπεριφορά στις δύο χώρες, από τον Ρόναλντ Μαϊνάρντους πολιτικό αναλυτή και σχολιαστή και Κύριο Ερευνητή του ΕΛΙΑΜΕΠ, ο οποίος στα μέσα της δεκαετίας του ’90 διετέλεσε διευθυντής της Ελληνικής σύνταξης της Deutsche Welle.
Το διεθνές ενδιαφέρον για τις ελληνικές εκλογές ήταν μικρής διάρκειας.
Την παραμονή των εκλογών μόνο οι μεγάλες εφημερίδες αναφέρθηκαν λεπτομερώς στις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα.
Την επομένη των εκλογών η επιτυχία του κυβερνώντος κόμματος και η πτώση του ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσαν θέμα.
Στο μεταξύ, το ενδιαφέρον έχει υποχωρήσει.
Ισχύει ο παλιός δημοσιογραφικός κανόνας ότι μόνο οι κακές ειδήσεις αποτελούν καλές ειδήσεις και χρήζουν προσοχής.
Άρα η νίκη ενός κυβερνώντος κόμματος που εστιάζει στη σταθερότητα και τη συνέχεια έχει περιορισμένη δημοσιογραφική αξία στο εξωτερικό.
Για πολλούς η Ελλάδα είναι και πάλι μια “κανονική” χώρα, το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον είναι αντίστοιχα χαμηλό.
Η εικόνα για την Τουρκία και τις εκεί εκλογές είναι εντελώς διαφορετική.
Αποτελούν κορυφαίο θέμα στα διεθνή μέσα ενημέρωσης εδώ και εβδομάδες.
«Οι εκλογές στην Τουρκία είναι οι πιο σημαντικές εκλογές του τρέχοντος έτους, παγκοσμίως», λέει ο Αλεξάντερ Γκραφ Λάμπσντορφ, υπεύθυνος εξωτερικής πολιτικής των Γερμανών Φιλελευθέρων (FDP).
Οι ειδικοί διαφωνούν το πολύ στο ερώτημα, αν οι εκλογές στην Τουρκία είναι οι σημαντικότερες των τελευταίων είκοσι ετών ή ακόμη και της εκατονταετούς ιστορίας της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Το πολιτικό τοπίο στην Ελλάδα και την Τουρκία δύσκολα θα μπορούσε να είναι πιο διαφορετικό.
Από τη μία πλευρά, μια κοινοβουλευτική φιλελεύθερη δημοκρατία, από την άλλη ένα προεδρικό σύστημα που παίρνει όλο και περισσότερο απολυταρχικά χαρακτηριστικά.
Yπάρχουν όμως και ενδιαφέροντες παραλληλισμοί όσον αφορά τις εκλογές.
Τόσο ο Ερντογάν, όσο και ο Μητσοτάκης πέτυχαν εκλογικές επιτυχίες, που δεν αναμενόταν να είναι τόσο ξεκάθαρες.
Και στις δυο χώρες οι εκλογές δεν ήταν από τις κορυφαίες στιγμές των δημοσκόπων, οι οποίοι απέτυχαν να προβλέψουν με ακρίβεια τη διάθεση του εκλογικού σώματος.
Οι αδυναμίες της αντιπολίτευσης
Οι θρίαμβοι των νικητών είναι και αποτέλεσμα αδυναμιών της αντιπολίτευσης.
Ο Ερντογάν και ο Μητσοτάκης επωφελούνται από τις στρατηγικές ανεπάρκειες των αντιπάλων τους.
Στην Τουρκία ήταν σαφές από την αρχή ότι ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου δεν είναι ο καλύτερος υποψήφιος.
Η ευρέως διαδεδομένη άποψη είναι ότι ο δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου θα είχε περισσότερες πιθανότητες να νικήσει τον Ερντογάν.
Στην Ελλάδα ο Αλέξης Τσίπρας μπορεί να είναι ένας χαρισματικός πολιτικός στα μάτια πολλών.
Η προεκλογική εκστρατεία αποκάλυψε όμως ότι δεν έχει το ταλέντο να φέρει με το μέρος του τις διάφορες ομάδες και δυνάμεις της αντιπολίτευσης.
Και αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να νικήσεις έναν ισχυρό αντίπαλο.
Στην Τουρκία, θεωρείται μόνο θέμα χρόνου να διασπαστεί η συμμαχία της αντιπολίτευσης, το λεγόμενο «Τραπέζι των Έξι».
Τα πρώτα σημάδια είναι ήδη ορατά. Στην Ελλάδα, ένα ενιαίο μέτωπο της αντιπολίτευσης δεν υπήρξε ποτέ.
Για ένα διάστημα φάνηκε ότι οι μεγάλες καταστροφές -στην Τουρκία ο μεγάλος σεισμός, στην Ελλάδα η τραγωδία των Τεμπών- θα οδηγούσαν σε μεταστροφή του κόσμου κατά της κυβέρνησης.
Σήμερα γνωρίζουμε ότι αυτό δεν συνέβη. Και στις δύο χώρες, η κατακραυγή, η οργή κατά των κυβερνώντων ήταν μεγάλη.
Αλλά οι τραγωδίες δεν έγιναν μόνιμος πολιτικός παράγοντας που να επηρεάσει το αποτέλεσμα των εκλογών.
Ακόμη και αν ακούγεται κυνικό: τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Τουρκία οι ψηφοφόροι έχουν βραχεία μνήμη.
Ένα άλλο κοινό σημείο αφορά την πολιτική ατζέντα. Και στις δύο χώρες, τα οικονομικά ζητήματα κυριαρχούν.
Οι οικονομικές δυσκολίες είναι δυσανάλογα μεγαλύτερες στην Τουρκία, αλλά και στην Ελλάδα πολλοί παραπονιούνται ότι τα χρήματα δεν φτάνουν για να ζήσουν.
Με μια σειρά μέτρων κοινωνικής πολιτικής, (μπορεί κανείς να μιλήσει και για «προεκλογικά δώρα»), Ερντογάν και Μητσοτάκης έχουν καταφέρει να αντικρούσουν την κριτική της αντιπολίτευσης.
Καθοριστική, ωστόσο, είναι η στρατηγική, εμφανής τόσο στον Ερντογάν όσο και στον Μητσοτάκη, να παρουσιάζονται ως εγγυητές της «σταθερότητας».
Σε περιόδους μεγάλης πολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας η όρεξη πολλών ψηφοφόρων για πολιτικές αλλαγές είναι περιορισμένη.
Αυτή η συντηρητική διάθεση ωφελεί την κυβέρνηση και μειώνει τις ευκαιρίες μίας αντιπολίτευσης που υπόσχεται αλλαγή.
Η πιθανότητα οι σημερινοί ηγέτες στην Αθήνα και την Άγκυρα να βρίσκονται στην εξουσία με σαφή και πολυετή εντολή στις αρχές Ιουλίου έχει αυξηθεί.
Οι δυτικές κυβερνήσεις είχαν ήδη ανακοινώσει νέα διαμεσολάβηση στα ελληνοτουρκικά για την περίοδο μετά τις εκλογές στις δύο χώρες.
Οι συνθήκες γι’ αυτό είναι πιο ευνοϊκές από ό,τι ήταν εδώ και πολύ καιρό.
Σε ό,τι αφορά τις σχέσεις με την Ελλάδα, ο Ερντογάν ήταν επιδεικτικά συγκρατημένος τους τελευταίους μήνες.
Αυτό είναι αξιοσημείωτο, διότι η πολεμική κατά της Ελλάδας αποτελεί βολικό όπλο στις προεκλογικές εκστρατείες, κατάλληλο για την κινητοποίηση των ψηφοφόρων.
Στην Ελλάδα, επίσης, το θέμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων δεν έπαιξε σχεδόν κανέναν ρόλο στην προεκλογική εκστρατεία.
Ένας ενδιαφέρων κοινός τόπος, που ενδεχομένως σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας φάσης ύφεσης στις σχέσεις των δύο χωρών.