Τη θέση του για τις τράπεζες αναλύει με non paper ο ΣΥΡΙΖΑ. Ζητά τη διατήρηση των μετοχών του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και αντίστοιχη έκδοση μετοχών, που αντιστοιχούν στην αναβαλλόμενη φορολογία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επισημαίνει ότι «η προθεσμία για την επαναγορά των μετοχών από τους ιδιώτες μετόχους, σύμφωνα με τις ισχύουσες αποφάσεις, λήγει το 2017 και εφόσον αναμένουν επιτυχή αποτελέσματα η λογική είναι να διατηρήσουμε τις μετοχές για την υπεραξία που αναμένεται να τύχουν».
Η αξιωματική αντιπολίτευση «θυμίζει την απαξίωση της περιουσίας του ΤΧΣ και επισημαίνει ότι το κόστος “διάσωσης” των τραπεζών για το ελληνικό Δημόσιο είναι 40 δισ. ευρώ και συνυπολογίζοντας και την αναβαλλόμενη φορολογία το κόστος ανέρχεται σε 50 δισ. ευρώ». Επίσης, υπογραμμίζει ότι, μετά τις πρόσφατες ΑΜΚ (αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου), προκλήθηκε ζημιά στο Δημόσιο με απομείωση της αξίας των μετοχών που κατέχει το ΤΧΣ, περίπου 8 δισ. ευρώ.
Υπενθυμίζει επίσης, ότι οι κυβερνητικές εξαγγελίες, κατά την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος με αύξηση του χρέους κατά 50 δισ. ευρώ, ήταν ότι με την υπεραξία των μετοχών που κατέχει το ΤΧΣ, το Ελληνικό Δημόσιο θα είχε επιστροφή του συνολικού κόστους διάσωσης των τραπεζών.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αναφέρει ότι το μεγάλο ζητούμενο είναι άμεσα, να αποκατασταθεί η κανονική τραπεζική λειτουργία με την παροχή ρευστότητας στην πραγματική οικονομία, την πτώση των επιτοκίων χορηγήσεων και την ανακούφιση των υπερχρεωμένων πολιτών. Φαίνεται όμως, επισημαίνει ο ΣΥΡΙΖΑ, ότι οι τραπεζοκεντρικές λύσεις που δίνονται για τη διαχείριση των καθυστερημένων δανείων θα εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα των τραπεζών και τη διαπλοκή και δεν θα εξασφαλίσουν τη δίκαιη και ίση μεταχείριση των δανειοληπτών. Τονίζει τέλος, ότι «σε κάθε περίπτωση, το ελληνικό Δημόσιο πρέπει να ασκήσει τα δικαιώματά του ως ο βασικός μέτοχος των τεσσάρων τραπεζών. Η στόχευση πρέπει να είναι ενίσχυση της ρευστότητας προς την αγορά και ανακούφιση των δανειοληπτών».