Δριμεία κριτική στην κυβέρνηση για την «εικόνα» που υπάρχει σήμερα στην αγορά άσκησε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Αλέξης Τσίπρας, στο πλαίσιο του συνεδρίου Future of Retail 2022 της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ), κάνοντας λόγο για «έλλειμμα στρατηγικής».
Ο Αλ Τσίπρας αναφέρθηκε στην «πρωτόγνωρη πραγματικότητα» που βιώνει ο κλάδος της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας και στην «τριπλή κρίση» που καλείται να αντιμετωπίσει.
Όπως είπε, αυτή περιλαμβάνει τη «μείωση του τζίρου», τα «συσσωρευμένα χρέη» και την «ενεργειακή κρίση», που δημιουργούν μια «αφόρητη κατάσταση», η οποία ξεπερνάει και τις «δυσκολίες» των μνημονιακών χρόνων.
Αναφερόμενος στο σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για την αντιμετώπιση της τρέχουσας αυτής κρίσης, τόνισε την ανάγκη «επανασχεδιασμού» των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, αλλά και της ρύθμισης των χρεών των επιχειρήσεων με διαγραφή μέρους τους.
Σχετικά με τους πόρους του Ταμείου, εξήγησε πως σχεδιάστηκαν σε συνθήκες που λαμβάνανε υπόψη τα σημερινά δεδομένα και επισήμανε πως οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις ουσιαστικά έχουν «αποκλειστεί» από το κομμάτι του δανεισμού μέσω των συστημικών τραπεζών, καθώς η πλειοψηφία αυτών «δεν μπορούν, ούτε απέξω από τον γκισέ να περάσουν.
Παρέπεμψε μάλιστα, σε έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας που δείχνει ότι μειώθηκαν κατά 37% οι χορηγήσεις σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις το πρώτο τρίμηνο του 2022.
«Εδώ βρισκόμαστε σε μία κατάσταση που δεν μπορεί να προχωρήσει», σχολίασε ο Αλ. Τσίπρας και τόνισε πως το πρώτο και κύριο που πρέπει να γίνει, είναι ο ανασχεδιασμός των πόρων ανάκαμψης, προκειμένου να ενταχθεί η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα.
Επιπλέον, πρόσθεσε πως πρέπει να υπάρξει μια αντίστοιχη με το 2018, ρύθμιση των χρεών των επιχειρήσεων, με διαγραφή μέρους της ονομαστικής αξίας και την θέσπιση 120 δόσεων.
Αυτό εκτίμησε πως δεν θα έχει δημοσιονομικό κόστος, καθώς το Δημόσιο αυτή τη στιγμή δεν έχει να λάβει τίποτα από τους «μη έχοντες», προβλέποντας πως οι υπερχρεωμένες επιχειρήσεις θα κλείσουν.
Πέρα από αυτούς τους δύο «βασικούς πυλώνες» του σχεδίου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για τη στήριξη της μικρομεσαίας επιχείρησης, ο Αλ. Τσίπρας τόνισε την ανάγκη να προβλεφθεί «δραστική μείωση του κόστους λειτουργίας» ειδικά όσον αφορά το ρεύμα και «θεσμική στήριξη» για τον εκσυγχρονισμό των επιχειρήσεων με «φορολογικά και χρηματοδοτικά κίνητρα».
«Όποιος δεν πιστεύει στην μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, δεν πιστεύει στο 95% της οικονομίας» υπογράμμισε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ και κατηγόρησε την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό, ότι άλλαξαν μετεκλογικά «προσέγγιση» απέναντι στις ΜμΕ από το σχέδιο Πισσαρίδη και μετά, και από «ραχοκοκαλιά της οικονομίας» έγιναν «ζόμπι στα οποία δεν μπορεί να στηριχθεί η οικονομία».
«Είναι βέβαιο ότι η χώρα χρειάζεται ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, αλλά αυτό το μοντέλο δεν μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα», τόνισε.
Συνεχίζοντας, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, καταλόγισε στην κυβέρνηση ότι υπέκυψε στις τεράστιες πιέσεις από τις εταιρίες ενέργειας προκειμένου να μην ψαλιδιστούν τα υπερκέρδη τους και έτσι η φορολόγησή τους θα έχει πενιχρά αποτελέσματα.
Όπως είπε, ο πυρήνας του προβλήματος είναι η αντίληψη για τη ΔΕΗ, καθώς ο στόχος της κυβέρνησης είναι η υψηλή τιμή στο χρηματιστήριο και τα κέρδη των μετόχων, ενώ θα έπρεπε η ΔΕΗ να λειτουργεί με στόχο την κοινή ωφέλεια.
Απάντησε δε, και στην κριτική για την πολιτική της προηγούμενης κυβέρνησης ως προς τη ΔΕΗ, επαναλαμβάνοντας πως τότε δεν αυξήθηκε η τιμή του ρεύματος, ενώ παράλληλα μειώθηκε ο δανεισμός της και αυξήθηκαν οι επενδύσεις σε ΑΠΕ.
«Σήμερα είναι χρεοκοπημένη η πλειοψηφία των νοικοκυριών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων», είπε και χαρακτήρισε «σκάνδαλο που κινδυνεύει να γίνει τραγωδία», το ότι στελέχη της ΔΕΗ παίρνουν εκατομμύρια και μοιράζονται μπόνους μεταξύ τους, όταν καλούνται οι εργαζόμενοι να πληρώνουν λογαριασμούς «τρεις και τέσσερις φορές πάνω από το εισόδημά τους».
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης σημείωσε επίσης, πως αυτό που πρέπει να κάνει μια ευνομούμενη πολιτεία, είναι να παρέμβει στον μηχανισμό παραγωγής των υπερκερδών και να βάλει πλαφόν στο κέρδος των παραγωγών ενέργειας.
Όπως είπε, είναι διττό το πρόβλημα στη χώρα, καθώς από τη μία αφορά την αντίληψη και την ιδεολογική προσέγγιση της κυβέρνησης υπέρ της «αυτορρύθμισης της αγοράς», αντί σε περίοδο κρίσης το κράτος «να είναι παρόν και να ψαλιδίζει τα κέρδη της ΔΕΗ και άλλων παρόχων».
Από την άλλη -πρόσθεσε- «είναι η εμμονή της στην εξυπηρέτηση πολύ συγκεκριμένων συμφερόντων».
Ο Αλ. Τσίπρας αναφέρθηκε και στην «περιβόητη ρήτρα αναπροσαρμογής» επισημαίνοντας πως μόνο στην Ελλάδα έχει αυτό τον τρόπο υπολογισμού και μεταφέρεται αυτούσια όλη η επιβάρυνση του κόστους στον καταναλωτή, ενώ «στην ΕΕ, η μεταφορά του κόστους στον καταναλωτή ξεκινάει από το 35% με 40% και κατεβαίνει».
Εξάλλου, αντέκρουσε την κριτική ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έκανε κακό στη μεσαία τάξη και υποστήριξε πως, παρ’ όλο που η σημερινή κυβέρνηση είναι η μόνη που έχει περιθώριο επέκτασης, έχει χτυπηθεί η μεσαία τάξη χειρότερα και από την εποχή των μνημονίων.
«Πώς είναι δυνατόν να αντιμετωπίζουμε αυτήν την εικόνα στην αγορά;», διερωτήθηκε και κατηγόρησε την κυβέρνηση για σπατάλη χρημάτων και έλλειμμα στρατηγικής.
«Θέλουμε να υπάρχει μικρομεσαία επιχείρηση σήμερα, ή τη θέλουμε ζόμπι;» σχολίασε, ενώ στη συνέχεια τόνισε πως είναι επίσης αναγκαίο να υπάρξουν και παρεμβάσεις στήριξης της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας έναντι του ανταγωνισμού των μεγάλων επιχειρήσεων, προκειμένου αυτή να ενταχθεί στη διαδικασία ψηφιακής μετάβασης.
Κληθείς, τέλος, να σχολιάσει τα γεγονότα στο ΑΠΘ και την κριτική προς το ΣΥΡΙΖΑ, για το αν είναι «με τη βιβλιοθήκη ή με τη βαριοπούλα», ο Αλ. Τσίπρας δήλωσε:
«Το μεγάλο δίλημμα που έχει αυτή τη στιγμή η ελληνική κοινωνία, δεν είναι “βιβλιοθήκη ή βαριοπούλα”, αλλά αν θα πληρώσει το ρεύμα ή το φροντιστήριο του παιδιού. Επειδή δεν μπορεί να βρει απάντηση ο κ. Μητσοτάκης, ψάχνει τεχνηέντως τρόπο να δημιουργήσει κοινωνική ένταση».
Εξέφρασε, μάλιστα, την ανησυχία του ότι αυτή η ένταση που είναι «τεχνητή» και στοχεύει σε νέους ανθρώπους, έχει οδηγήσει σε διατάραξη κοινωνικής ειρήνης και εξέφρασε την άποψη πως «αυτήν την ώρα δεν χρειαζόμαστε κοινωνική ένταση».