«Η Κύπρος σώζοι την Ελλάδα» τιτλοφορείται άρθρο του πατριώτη σοσιαλιστή Παντελή Οικονόμου στην προσωπική ιστοσελίδα του, με αφορμή τη μαύρη επέτειο της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974.
Ο Παντελής Οικονόμου υπενθυμίζει ότι η θέση της δημοκρατικής παράταξης, όπως διατυπώθηκε από τον Ανδρέα Παπανδρέου, είναι ότι οποιαδήποτε προέλαση των Τούρκων στην Κύπρο αποτελεί αιτία πολέμου.
Δηλαδή, σύμφωνα με την εθνική γραμμή του Ανδρέα Παπανδρέου και της πατριωτικής παράταξης, η Ελλάδα έπρεπε να έχει ήδη κηρύξει πόλεμο στην Τουρκία για τα όσα συμβαίνουν στην Αμμόχωστο αντί να… καταδικάζει «άσφαιρα».
Διαβάστε το άρθρο του Παντελή Οικονόμου:
Σαν σήμερα, το 1974 ο τουρκικός στρατός εισέβαλλε στην Κύπρο.
47 χρόνια αργότερα, το 38% περίπου του εδάφους της χώρας βρίσκεται ακόμα υπό κατοχή, ενώ ο εισβολέας, αφού προχώρησε σε εποικισμό του νησιού, προκαλεί διαρκώς τετελεσμένα.
Καθαρό και τρέχον δείγμα αυτής της, απροκάλυπτα παράνομης, συμπεριφοράς η μεθόδευση της στην Αμμόχωστο: η Άγκυρα σκοπεύει να καλέσει κύπριους πολίτες να νομιμοποιήσουν κατοχική αρχή, προσφεύγοντας σ’ αυτήν για την αναγνώριση περιουσιακών τους δικαιωμάτων.
Μετά από τόσα χρόνια, δεν μπορεί να υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ούτε για τους επεκτατικούς σκοπούς της Τουρκίας, ούτε για την απροθυμία «μεγάλων δυνάμεων» να της επιβάλλουν κυρώσεις ή, τουλάχιστον, να σταματήσουν τις βαρβαρότητες της.
Το μόνο -εύλογο και συνάμα εναγώνιο- ερώτημα είναι αν η ελληνική πλευρά μπορεί να διασφαλίσει την άσκηση νόμιμων δικαιωμάτων της, να προασπίσει την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας και να εγγυηθεί την ίδια την ασφάλεια, την παρουσία τελικά, του ελληνισμού στην Κύπρο.
«Η Κύπρος κείται μακράν»
Το ερώτημα είναι εύλογο και εναγώνιο, μετά από βεβαρημένο ιστορικό πολλών δεκαετιών.
Ξεκινώντας από την αντίδραση του Κωνσταντίνου Καραμανλή στον Αττίλα 1 με την ρήση «Η Κύπρος κείται μακράν».
Ρήση διφορούμενη ώστε να υποδηλώνει είτε αντικειμενική αδυναμία απόκρουσης της εισβολής, είτε αθέτηση υποχρεώσεων της Ελληνικής προς την Κυπριακή Δημοκρατία.
Συμβατικής υποχρέωσης, με την Ελλάδα εγγυήτρια δύναμη με βάση τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου (την ίδια ιδιότητα προφασίστηκε η Τουρκία προκειμένου να εισβάλλει).
Και ηθικής υποχρέωσης, μετά την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας πρώτα και το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου μετέπειτα που απεργάστηκε η χούντα των Αθηνών, παραδίδοντας ουσιαστικά το νησί στην Τουρκία.
Αλλά η αθέτηση υποχρεώσεων ενός κράτους καταρρακώνει την ίδια την υπόστασή του: αρκεί μια φορά για να μην σε παίρνει πια κανείς στα σοβαρά.
Είναι, συνεπώς, πράξη αδιανόητη για το κατεστημένο οποιασδήποτε κυρίαρχης χώρας.
Όσο για την επίκληση αντικειμενικής αδυναμίας συνδρομής, παύει να έχει νόημα εάν απειλείται η επιβίωση, δική σου ή εγγυημένης από εσένα χώρας.
Όποτε απειλείσαι με αφανισμό δεν μετράς αποστάσεις. Παλεύεις για να σωθείς. Χρησιμοποιώντας, φυσικά, μέσα που διαθέτεις, φροντίζοντας ταυτοχρόνως να τα εμπλουτίζεις.
Κατά καμία έννοια λοιπόν, «η Κύπρος δεν (μπορεί να) κείται μακράν».
«Η Κύπρος κείται εγγύς»
Ακριβώς προς απόδειξη του ότι «η Κύπρος δεν κείται μακράν», στις 28 Φεβρουαρίου του 1982 ο Έλληνας Πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου επισκέφθηκε την Λευκωσία και δήλωσε ότι παραβίαση της πράσινης γραμμής από τουρκικά στρατεύματα θα ήταν αιτία πολέμου.
Ξεκαθάρισε, κατηγορηματικά και με τον πιο επίσημο τρόπο, ότι «Η Κύπρος κείται εγγύς».
Στις 10 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς, «άνοιξε σε υπογραφές» η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS).
Ανάμεσα σε άλλα, η Σύμβαση αυτή ορίζει με σαφήνεια τις έννοιες και τα όρια της αιγιαλίτιδας ζώνης, της υφαλοκρηπίδας, της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και των παρεπόμενων δικαιωμάτων ενός παράκτιου κράτους και των νησιών του.
Η UNCLOS τέθηκε σε ισχύ στις 16 Νοεμβρίου του 1994 και έχει επικυρωθεί μέχρι σήμερα με 168 υπογραφές (166 κράτη, η Παλαιστινιακή Αρχή και η Ευρωπαϊκή Ένωση).
Η Ελλάδα και η Κύπρος την έχουν αποδεχθεί, όχι όμως και η Τουρκία.
Σχεδόν ταυτόχρονα, η Ελληνική Κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου και η Κυπριακή του Γλαύκου Κληρίδη έθεσαν σε ισχύ το δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας-Κύπρου (Ε.Α.Χ.).
Στην πραγματικότητα, το δόγμα του Ε.Α.Χ. έρχονταν να επιβεβαιώσει τις συμβατικές υποχρεώσεις της Ελλάδας, ως εγγυήτριας δύναμης από το 1960.
Μόνο που, σε συνδυασμό με τις προβλέψεις της UNCLOS, ο Ε.Α.Χ. είχε, νομίμως, εξελιχθεί και σε συνεχή.
Από συστάσεως της, ποτέ η Κυπριακή Δημοκρατία δεν είχε βρεθεί τόσο κοντά στην Ελλάδα και οι πολίτες της δεν είχαν αισθανθεί ασφαλέστεροι.
Στα «καθαρά κέρδη» από αυτή την πολιτική όμως μπορεί να προστεθεί και ένα ακόμα: η εκκωφαντική διάψευση της δοξασίας που καλά κρατεί μέχρι σήμερα «πάρτε όποια λύση σας δώσουν επειδή, αν την απορρίψετε, η επόμενη θα είναι χειρότερη».
Στο πλαίσιο του «Η Κύπρος κείται εγγύς», παράλληλα με την ενεργή συμμετοχή στις προσπάθειες του Ο.Η.Ε. για λύση, καλλιεργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την εξεύρεσή της.
Για την απομάκρυνση των ξένων στρατευμάτων, την αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την αυτοδιάθεση όλων των κυπρίων.
Απέμενε βέβαια ως εκκρεμότητα για την παγίωση του Ε.Α.Χ. η αμυντική του αξιοπιστία.
Επιχειρήθηκε με την συμφωνία για εγκατάσταση στην Κύπρο των ρωσικών πυραύλων S-300.
Την οποία, αν και συμφωνημένη, ματαίωσε -επιβάλλοντας την ματαίωση αυτή στην Κυπριακή Κυβέρνηση, παρά την διαφωνία αυτής της τελευταίας- η Κυβέρνηση Σημίτη στις 27 Νοεμβρίου 1998.
«Ενθάδε κείται η Κυπριακή Δημοκρατία»
Αυτή η άτακτη υποχώρηση (προϊόν εκβιασμού ή επιλογή τους, ας εξηγήσουν οι ίδιοι οι σαλπιστές της), όπως αποδείχτηκε στην συνέχεια, δεν υπήρξε στιγμιαία αναδίπλωση.
Δεν περιορίζονταν καν στην καταρράκωση του Ε.Α.Χ.
Δεν σηματοδότησε μόνον το τέλος της περιόδου του «Η Κύπρος κείται εγγύς», της μόνης που συνοδεύτηκε με χειροπιαστή πρόοδο στην λύση του μεγάλου αυτού διεθνούς προβλήματος.
Δεν υπήρξε καν επιστροφή στο αμφίσημο -απαράδεκτο σε κάθε περίπτωση- «Η Κύπρος κείται μακράν».
Ήταν κάτι πολύ χειρότερο: ένα σήμα προς κάθε «ενδιαφερόμενο» ότι ο, κυβερνών πια, συνασπισμός ομάδων του ελλαδικού κατεστημένου θεωρεί ανεκτό τον περιορισμό της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ότι το δικό του δόγμα είναι «Ενθάδε κείται η Κυπριακή Δημοκρατία».
Και ότι θα μπορούσε να συμπράξει ιδιοχείρως σε επιτύμβια χάραξη του.
Από τότε και μέχρι σήμερα, οι ελίτ μας, περισσότερες από μια φορές, «πέταξαν τις ασπίδες».
Το 2004 προσπάθησαν, με νύχια και με δόντια, να περάσουν το Σχέδιο Ανάν.
Το οποίο, παρά την λυσσώδη υποστήριξή του από τον αμερικανικό παράγοντα στο απόγειο της ισχύος και αλαζονείας του, απορρίφθηκε με την λαϊκή ψήφο όλων των Κυπρίων και την ένσταση αρχής του αείμνηστου Τάσσου Παπαδόπουλου, με την λακωνική της διατύπωση «παρέλαβα κράτος, δεν θα παραδώσω κοινότητα».
Το 2017 δήλωσαν την προθυμία τους να αποδεχθούν ως λύση το πακέτο προτάσεων της Συνδιάσκεψης στην Crans Montana το οποίο περιέγραφε την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την υποκατάστασή της από έναν χώρο πολλαπλών χρήσεων για διάφορους χρήστες.
Η μεθόδευση υπήρξε επιμελέστερη από αυτήν του Σχεδίου Ανάν.
Ο λαϊκός παράγων Ελλάδας και Κύπρου δεν ήταν εκεί.
Η αντιπροσώπευση του απαρτίζονταν από υπέρμαχους του «πάρτε όποια λύση σας δώσουν επειδή, αν την απορρίψετε, η επόμενη θα είναι χειρότερη».
Καμία ένσταση αρχής δεν εγέρθηκε. Ο Ο.Η.Ε., προεξοφλώντας την αποδοχή των προτάσεων του, «διακινδύνευσε» την εκπροσώπησή του δια του Γραμματέα του.
Και όμως! Και αυτή η απόπειρα οδηγήθηκε σε ναυάγιο.
Η τουρκική πλευρά ξεκαθάρισε ότι δεν αρκείται στην αμνήστευση των εγκλημάτων που έχει διαπράξει και την νομιμοποίηση των συνεπειών τους, όπως προέβλεπαν οι προτάσεις τις οποίες είχε αποδεχτεί το κατεστημένο μας.
Αξίωσε ρητά την διαιώνιση της στρατιωτικής παρουσίας της στο νησί και την ιδιότητα της ως εγγυήτριας δύναμης.
Στην πραγματικότητα, ζήτησε την, εκ των προτέρων, γενική συναίνεση σε μελλοντική επέμβασή της με σκοπό τον έλεγχο όλης της Κύπρου.
Και απέρριψε τα πάντα, πιθανολογώντας ότι, κάποια στιγμή, θα μπορέσει να το καταφέρει!
Είναι πέρα από κάθε λογική αμφιβολία ότι συζητώντας ιδέες που όχι απλώς δεν θεραπεύουν, αλλά και αμνηστεύουν διεθνή εγκλήματα -όπως «το βελούδινο διαζύγιο», «η λύση Taiwan», το «Σχέδιο Ανάν», η «Μεταμοντέρνα Ομοσπονδία» και άλλα- απομακρύνουμε το ενδεχόμενο λύσης.
Ο λόγος είναι απλός: η ανοχή του περιορισμού της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας απλώς ενθαρρύνει την διερεύνηση των ορίων της.
Η Άγκυρα απορρίπτει τα όσα (όλο και περισσότερα) της προσφέρονται, αναμένοντας να της δοθεί το όλον.
Μήπως όμως δεν υπάρχει πια εναλλακτική σ’ αυτό τον -έστω και με αποκλειστική ευθύνη των αυτουργών του- κατήφορο των εκπτώσεων και του εξευτελισμού;
Μήπως το «Ενθάδε κείται η Κυπριακή Δημοκρατία» (η, κατά τους υποστηρικτές της, «απεμπλοκή» της Ελλάδας) είναι πια η μόνη διαθέσιμη προσέγγιση; Και αν όχι τι διαφορετικό, τι ασφαλέστερο, τι καλύτερο θα μπορούσαμε;
Η επανατοποθέτηση του Κυπριακού
Βρισκόμαστε ήδη σε διάλογο με την Τουρκία με γερμανική μεσολάβηση.
Πρώτο βήμα μιας διαφορετικής γραμμής πλεύσης θα ήταν, στον διάλογο αυτό, να θέσουμε το Κυπριακό, ως διεθνές έγκλημα εισβολής, κατοχής και εποικισμού το οποίο διαιωνίζεται και να ξεκαθαρίσουμε ότι, χωρίς απελευθέρωση του νησιού και αυτοδιάθεση των Κυπρίων, οι ευρωτουρκικές, και πάντως οι ελληνοτουρκικές, σχέσεις μπορούν μόνο να χειροτερεύουν.
Δεύτερο βήμα, στον ίδιο πάντα διάλογο, να αξιώσουμε, χωρίς περιστροφές, από την Τουρκία να κυρώσει την UNCLOS, ως μόνη υπαρκτή βάση διευθέτησης διαφοράς μας, ακολουθώντας το παράδειγμα Ελλάδας, Κύπρου και Γερμανίας.
Τρίτο βήμα, πέραν της γερμανικής μεσολάβησης και της έκβασής της, Ελλάδα και Κύπρος από κοινού να υπενθυμίσουν στον Ύπατο Εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας κύριο Josep Borell, τις απειλές κατά της ασφάλειας δυο μελών της Ε.Ε. από υποψήφιο προς ένταξη μέλος, την Τουρκία.
Είναι επιτακτικό η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της, χωρίς εξαιρέσεις, να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους για την αντιμετώπιση των τουρκικών προκλήσεων.
Τέταρτο βήμα, πρέπει να ξεκαθαρίζουμε σε κάθε ευκαιρία, σε κάθε διεθνές forum, ότι καμία συζήτηση με την Τουρκία δεν μπορεί να είναι παραγωγική, εφ’ όσον προηγουμένως, δεν άρει την απειλή πολέμου εις βάρος της Ελλάδος σε περίπτωση επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης της, έως τα 12 ναυτικά μίλια.
Η βία, η απειλή άσκησης βίας και η παραβίαση κυριαρχικών δικαιωμάτων Ελλάδας και Κύπρου, κρατών μελών του Ο.Η.Ε. και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναπόφευκτα θα τυχαίνουν ανάλογων απαντήσεων.
Από αυτά τα, αρχικά μόνο, βήματα είναι σαφές ότι η «επανατοποθέτηση» του Κυπριακού ακούει στο όνομα…
«Η Κύπρος σώζοι την Ελλάδα»
Μιλάμε στην πραγματικότητα, για την επιλογή της μεγαλονήσου, ως προνομιακού μετώπου για την ανάσχεση του τουρκικού επεκτατισμού και, συνεπώς, την εξασθένιση των πιέσεων του σε Αιγαίο και Θράκη.
Για να ενστερνιστούμε βέβαια αυτή την επιλογή, είναι απαραίτητη προϋπόθεση να συνειδητοποιήσουμε ότι η Κύπρος όχι μόνο δεν επιβαρύνει, αλλά ενισχύει την εθνική μας ασφάλεια.
Ότι το δόγμα «Η Κύπρος σώζοι την Ελλάδα» εξυπηρετεί εθνικό συμφέρον επιβίωσης μας και τίποτα λιγότερο.
Η υιοθέτηση αυτής της στρατηγικής είναι αδύνατη από το κατεστημένο μας το οποίο επιμένει στην παραλυτική του πλάνη «οι άλλοι θα μας στηρίξουν, αρκεί να μην τους ενοχλούμε».
Ένα άλλοθι για την αλητεία του να κάνει τις δημόσιες σχέσεις του με δικά μας έξοδα.
Στην ολέθρια αυτή δοξασία αντιπαραθέτουμε την απόφασή μας να δουλέψουμε με επιμονή και σύνεση ώστε, όπου και όποτε τίθεται το δίλημμα «Ελλάδα συν Κύπρος ή Τουρκία», η επιλογή υπέρ ημών να γίνει αναπόφευκτη.
Αυτή η πορεία είναι εφικτή, αλλά δύσκολη και γεμάτη εμπόδια.
Εξασφαλίζει όμως, πέρα από την ελπίδα δικαίωσης και άμεσα κέρδη καθαρά.
Πρώτο και καλύτερο την αναστήλωση της αξιοπιστίας της Ελληνικής Δημοκρατίας, απαραίτητης ώστε να ανακτήσει το δικαίωμα του λόγου και της προσοχής των ακροατών της.
Το θέμα είναι ότι οι ελίτ μας δεν είναι διατεθειμένες να υιοθετήσουν αυτή την στρατηγική. Να μεριμνήσουν για την προάσπιση εδαφών, φυσικών πόρων, κυριαρχικών και συμβατικών δικαιωμάτων μας. Προτεραιότητά τους είναι η εξασφάλιση της ευαρέσκειας των χορηγών τους, εδώδιμων και αποικιακών, και όχι η εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους προς τον ελληνικό λαό.
Κοντολογίς, χρειαζόμαστε μια ηγεσία διατεθειμένη να σκέπτεται «ανάποδα» από ότι μας έχουν συνηθίσει οι απερχόμενοι.
Όπως ανάποδα πρέπει να σκεφτούμε κι’ εμείς, αν θέλουμε να την βρούμε.