Την ανάλυσή του για την Τουρκία, τις σχέσεις της με τη Δύση και ορισμένες ενέργειες που οφείλει να πράξει η ελληνική πλευρά, έγραψε στη σελίδα του στο Facebook ο πρώην υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Κοτζιάς, υπό τον τίτλο «Ο ρόλος της Τουρκίας στην περιοχή, οι ΗΠΑ, και τι πρέπει να κάνουμε»:
Όποιος θεωρεί ότι η Τουρκία έχασε το παιχνίδι στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και την ΕΕ εξαιτίας των γνωστών εντάσεων, λαθεύει.
Η Τουρκία έχει τη δυνατότητα να αξιοποιήσει και προσφέρει ορισμένα ιδιαίτερα γεωπολιτικά «προσόντα»:
Πρώτον, η Τουρκία ελέγχει σε μεγάλο βαθμό τα ζητήματα ασφάλειας και πολέμου στη Λιβύη.
Αν η Τουρκία σε μια συμφωνία πακέτο επανακάμψει στη Δύση, τότε προς μεγάλη ευχαρίστηση των ισχυρών της ΕΕ και των ΗΠΑ η Λιβύη θα πάψει να είναι για αυτές «μια ξένη χώρα».
Για αυτό, εξάλλου, ήταν βαρύτατο λάθος η περσινή υποταγή της πολιτικής της χώρας στο Λιβυκό στις άμεσες ανάγκες συγκεκριμένων συμφερόντων. Κάτι που δεν θα πρέπει να επαναληφθεί.
Δεύτερον, η Τουρκία είναι η μόνη δύναμη που «ανήκει στη Δύση» (ΝΑΤΟ), που «πατά» μέσα στη Συρία και ασφαλώς είναι εγγύτερα στο σύμπλεγμα ισχυροί ΕΕ-ΗΠΑ παρά η Ρωσία και το Ιράν.
Με την ένταση που υπάρχει στην περιοχή είναι πολύ πιθανό οι γνωστοί κύκλοι στη Δύση να θεωρήσουν ότι αυξάνει η χρησιμότητα της Τουρκίας και ότι θα πρέπει να υπάρξουν νέοι συμβιβασμοί μαζί της.
Η πληρωμή του λογαριασμού είναι γνωστό σε ποιόν θα κατευθυνθεί αν η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν γίνει πιο δραστήρια.
Εδώ φαίνεται πόσο επιπόλαιη ήταν η εγκατάλειψη σειράς μεγάλων πρωτοβουλιών (2015-8) της Ελλάδας, όπως, επί παραδείγματι, η πρωτοβουλία της χώρας μας για την προστασία των πολιτισμικών και θρησκευτικών κοινοτήτων στην Μέση Ανατολή, στην οποία συμμετείχαν άνω των 400 υπουργών, θρησκευτικών ηγετών, επικεφαλής επιστημονικών θεσμών και πολιτισμικών κινημάτων από την περιοχή.
Πρωτοβουλία που πρέπει να αναβιώσει.
Τρίτον, για τις ΗΠΑ ο κύριος εχθρός στην περιοχή είναι το Ιράν.
Η Τουρκία είναι το μόνο κράτος στην περιοχή που διαθέτει ανταγωνιστικά μεγέθη και αρκετά πλεονεκτήματα έναντι του Ιράν.
Κάθε στροφή της στάσης της έναντι της Τεχεράνης, στα πλαίσια ενός πακέτου συμφωνίας με τις ΗΠΑ/ΕΕ θα της ανοίξει πολλά μονοπάτια, και μέσω Συρίας, για να φτάσει καλοδεχούμενη στην Ουάσιγκτον.
Σε αυτή την περίπτωση, τον λογαριασμό, εκτός της Κύπρου και της Ελλάδας, θα τον πληρώσουν πιθανά και οι Κούρδοι.
Για αυτό η Ελλάδα πρέπει να κινητοποιηθεί άμεσα και σχεδιασμένα στην περιοχή ως δύναμη διαμεσολάβησης, διαιτησίας και προώθησης διαπραγματεύσεων.
Επί 4 χρόνια (2015-8, αλλά και στη δεκαετία του ενενήντα) διαμεσολαβούσαμε στην περιοχή χωρίς πολλά «ταρατατζούμ» και για αυτό μας εμπιστευόντουσαν όλες οι πλευρές που συναντιόντουσαν και διαπραγματευόντουσαν σε δικούς μας «χώρους».
Χάρη σε αυτό το ρόλο μας ήταν πιο εύκολη από ό,τι σήμερα η απόκρουση της Τουρκικής επιθετικότητας.
Τέταρτον, ο κύριος αντίπαλος του συμπλέγματος ισχυρών της ΕΕ-ΗΠΑ στην ευρωπαϊκή ήπειρο είναι η Ρωσία.
Η μόνη χώρα που διαθέτει άμεσες προσβάσεις στην τροφοδοσία της ουκρανικής άμυνας και από όπου η ίδια λαμβάνει τις απαραίτητες μηχανές για τα drones και τα τεθωρακισμένα της είναι η Τουρκία.
Επίσης, η Τουρκία είναι η μόνη χώρα που διαθέτει, μέσω των Τατάρων, πρόσβαση και οργανώνει αντιρωσικές δυνάμεις στο εσωτερικό της Κριμαίας.
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι Ρώσοι επιδιώκουν να υποβαθμίσουν αυτόν τον ανταγωνισμό τους με την Τουρκία.
Η Ελληνική εξωτερική πολιτική οφείλει να αξιοποιήσει έξυπνα τις αντιθέσεις Ρωσίας – Τουρκίας σε αυτή την περιοχή.
Να υπερασπιστεί συστηματικά τους 160.000 ομογενείς μας στην περιοχή της Μαριούπολης, όπως το κάναμε τα χρόνια 2015-8 (μέχρι και ιατρικό κέντρο φτιάξαμε εν μέσω του πολέμου).
Οφείλει, ακόμα, να θέσει στις Βρυξέλλες θέμα τροφοδοσίας της τουρκικής επιθετικής βιομηχανίας από την Ουκρανία, που η οικονομία της στηρίζεται από την ΕΕ, άρα και από μας.
Πέμπτον, ο κύριος αντίπαλος της Δύσης, σύμφωνα με την νέα ηγεσία των ΗΠΑ, είναι η Κίνα.
Η Τουρκία έχει ειδικές προσβάσεις στον μουσουλμανικό πληθυσμό της δυτικής Κίνας, κύρια τους Ουιγούρους.
Παλαιότερα ο Ερντογάν έκανε καμπάνια «ενάντια στην γενοκτονία» τους, όπως αποκαλούσε τις πολιτικές του κινέζικου κράτους.
Η κακή του οικονομική κατάσταση και η, σε ένα βαθμό, αποξένωσή του από τη Δύση τον οδήγησε στο να μετριάσει τους τόνους.
Η χώρα μας είχε και έχει μια ειδική ιστορική σχέση με την Κίνα.
Μαζί συγκροτήσαμε το «Φόρουμ των Αρχαίων Πολιτισμών», την μόνη παγκόσμια οργάνωση στην οποία συμμετέχει και έχει αποφασιστικό λόγο η Ελλάδα.
Δυστυχώς, και αυτή την διεθνή οργάνωση την εγκατέλειψε η ελληνική εξωτερική πολιτική, προκειμένου να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις των γερακιών στη Δύση.
Όμως, η Ελλάδα θα είναι πολύ πιο χρήσιμη στο διεθνές σύστημα και στον εαυτό της, αν διατηρήσει τις ειδικές σχέσεις που έχει με την Κίνα και αποτελέσει ως χώρα της Δύσης την γέφυρα προς αυτήν.
Αν συμβάλλει στην αλληλοκατανόηση των μερών και όχι στην ένταση.
Ενώ αν μπει κάτω από την φούστα των ισχυρών της Δύσης το μόνο που θα πετύχει είναι να αποτελέσει έναν ακόμα ακόλουθο της πολιτικής τους.
Μας πιέζουν να παραιτηθούμε από τον ειδικό ρόλο που είχαμε αποκτήσει και να τεθούμε «στη σορό».
Αλλά μετά θα χάσουμε ένα ακόμα πλεονέκτημά μας στο διεθνές σύστημα.
Η Ελλάδα, αντίθετα, ως κράτος-μέλος της ΕΕ, πρέπει να ενισχύει τις θέσεις της εντός της ΕΕ, να διατηρεί τις καλές της σχέσεις με τις ΗΠΑ, την υπερδύναμη του 21ου αιώνα, αλλά και με την ανερχόμενη δύναμη, την Κίνα.
Να συμβάλει στην κατανόηση των πλευρών.
Με άλλα λόγια, δραστήρια εξωτερική πολιτική δεν σημαίνει διάλυση διεθνών θεσμών που με κόπο συγκροτήσαμε, ούτε παραίτηση από τον ειδικό ρόλο που κατακτήσαμε, ιδιαίτερα χρήσιμος σε ώρες ανάγκης για όλους, αλλά σημαίνει την προώθηση των θέσεών μας, της ειδίκευσής μας, της ενεργητικής λειτουργίας μας.
Ασφαλώς και είναι για μένα μεγάλη ικανοποίηση ότι 25 χρόνια αφότου παρουσίασα την πρόταση για μια ενεργητική εξωτερική πολιτική ενάντια στην πολιτική της αδράνειας, οι περισσότεροι υιοθέτησαν, πλέον, την ανάγκη της.
Μόνο που όλα δείχνουν ότι την «κατανόησαν» επιπόλαια και επιφανειακά.
Ότι το κύριο δεν είναι οι «ανά τον κόσμο βόλτες», αλλά η έγκαιρη διαμόρφωση σχεδίων, εναλλακτικών επιλογών, συμμαχιών, εκλαΐκευση της πολιτικής μας στην κοινή γνώμη τρίτων κρατών, σχεδιασμένες επαφές με κόμματα, προσωπικότητες, δημοσιογράφους αυτών των κρατών, επηρεασμό όλων όσων έχουν θεμελιακή σημασία για τα συμφέροντά μας και της αναγνώρισης των δικαίων μας.