Ισλαμικό ΚράτοςΙσραήλ
Αίθουσα Σύνταξης
Τμήμα ειδήσεων tribune.gr

Ο Νίκος Δένδιας στη Βενετία – Στο οχυρό του ιπποτικού ελληνισμού της Αναγέννησης

Ο Νίκος Δένδιας στη Βενετία – Στο οχυρό του ιπποτικού ελληνισμού της Αναγέννησης
ΔΕΙΤΕ ΠΡΩΤΟΙ ΟΛΑ ΤΑ ΝΕΑ ΤΟΥ TRIBUNE ΣΤΟ GOOGLE NEWS
Διαβάστε σχετικά για Βενετία, Ελληνική Ομογένεια, Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας, Ιταλία, Νίκος Δένδιας, Υπουργείο Εξωτερικών,

Την ιστορική ελληνική κοινότητα Βενετίας, την εστία των Ελλήνων αναγεννησιακών ιπποτών, των «φοβερών Στρατιωτών» (Stratioti ή Stradiotti), επισκέφθηκε την Πέμπτη ο Νίκος Δένδιας.

Ο υπουργός Εξωτερικών επισκέφθηκε αρχικά το Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας όπου είχε συνάντηση με τον Πρόεδρο Καθ. Β. Κουκουσά.

Στο συγκεκριμένο ινστιτούτο φυλάσσονται εξαιρετικά σημαντικά αρχεία του μεσαιωνικού και αναγεννησιακού ελληνισμού και των επιφανών ελληνικών οικογενειών.

Ο Νίκος Δένδιας συναντήθηκε επίσης με τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Ιταλίας και Έξαρχο Ν. Ευρώπης Πολύκαρπο, ο οποίος ενθρονίσθηκε την Πέμπτη.

Στη συνέχεια ο υπουργός Εξωτερικών επισκέφθηκε τον ιστορικό ελληνορθόδοξο ναό του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων (San Giorgio dei Greci), ναό των Ιπποτών Στρατιωτών, ο οποίος κοσμείται με τους θυρεούς των ελληνικών ιπποτικών οικογενειών και με εικόνες Ελλήνων ιπποτών που υπηρέτησαν σε κράτη της Δύσης μετά την Άλωση της Πόλης.

Η Ελληνική κοινότητα της Βενετίας ανάγει την καταγωγή της στα τέλη του 15ου αιώνα, με τις πρώτες μεταναστεύσεις Ελλήνων στην περιοχή ωστόσο να γίνονται ήδη από τον 10ο αιώνα.

Αποτέλεσε την πολυανθρωπότερη και αξιολογότερη ελληνική κοινότητα της Δύσης κατά τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας.

Στις αρχές του 16ου αιώνα οι Έλληνες της Βενετίας έθεσαν έντονα στις βενετσιάνικες Αρχές το αίτημα για παραχώρηση χώρου για άσκηση λατρείας.

Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε και η επιρροή των Ελλήνων στρατιωτών (Stratioti), οι οποίοι, λόγω της μεγάλης συμβολής τους στους πολέμους της Βενετίας εναντίον των Οθωμανών, απολάμβαναν μεγάλου σεβασμού από τις αρχές.

Με αίτηση που υπέβαλαν οι Έλληνες στο Συμβούλιο των Δέκα στις 4 Οκτωβρίου 1511, ζήτησαν άδεια να αγοράσουν μια οικοδομήσιμη γη, προκειμένου να χτίσουν μια εκκλησία αφιερωμένη στον προστάτη τους Άγιο Γεώργιο.

Ο Άγιος Γεώργιος είναι ο προστάτης των Ιπποτών, του στρατού και παραμένει τέτοιος έως σήμερα.

Ο Νίκος Δένδιας βλέπει κάποια από τα καλά φυλασσόμενα αρχεία του Ινστιτούτου.

Το αίτημα έγινε αποδεκτό από τις βενετσιάνικες Αρχές, αλλά η τελική έγκριση δόθηκε από τον Δόγη στις 30 Απριλίου 1514, αφού επιβεβαιώθηκε η αγορά της γης.

Οι Έλληνες έλαβαν άδεια να χτίσουν μια εκκλησία με καμπαναριό και ένα νεκροταφείο, με την υποχρέωση να καταβάλλουν ετησίως εισφορά πέντε κιλών λευκού κεριού, η οποία ωστόσο ούτε καταβλήθηκε ούτε ζητήθηκε ποτέ.

Στις 3 Ιουνίου 1514, ο Πάπας Λέων Ι΄ με επιστολή του επιβεβαίωσε την συγκατάθεσή του για την κατασκευή από τους Έλληνες δικής τους εκκλησίας με καμπαναριό και την διαμόρφωση νεκροταφείου.

Αργότερα οι Έλληνες κατάφεραν να πετύχουν την έκδοση βούλας από τον Πάπα Κλήμη Ζ΄ (1523-1534), με την οποία τους παραχωρήθηκε το προνόμιο να μην υπόκεινται στη δικαιοδοσία του Πατριάρχη Βενετίας.

Στις 3 Απριλίου 1514, οι Έλληνες όρισαν εκπροσώπους τους τον Θεόδωρο Παλαιολόγο του Μυστρά (αρχηγό των stratioti), Andrea de Zeta από τα Σέρβια, Paolo Coressi από την Κωνσταντινούπολη και Matteo Barelli από την Κέρκυρα.

Αυτοί αγόρασαν ένα οικόπεδο στις 27 Σεπτεμβρίου 1526 από τον Signor Pietro Contarini di Agostino από το Λονδίνο, πληρώνοντας 2.168 δουκάτα.

Αφού έλαβαν την έγκριση του Συμβουλίου των Δέκα και αφού προσέφεραν αυθόρμητα 500 δουκάτα στην Γερουσία, άρχισαν να χτίζουν μια εκκλησία και μερικά κελιά για τους ιερείς, και στις 13 Μαρτίου 1527, πρώτη ημέρα της Σαρακοστής, τελέστηκε η πρώτη Θεία Λειτουργία από τον πρώτο προεστό (στη συνέχεια εκλεγμένο) Ιωάννη Αυγερινό από την Κεφαλονιά.

Η εκκλησία, ωστόσο, δεν ήταν αυτό που βλέπουμε σήμερα.

Αρχικά χτίστηκε προσωρινός ναός, για να μπορέσουν να αφήσουν τον Άγιο Βλάσιο και να μπορέσουν να συλλέξουν από φόρο σε όλα τα πλοία που ερχόταν από Ορθόδοξες περιοχές και εισφορές των συμπατριωτών ό,τι χρειαζόταν για το κτίσιμο μιας καλύτερης και μεγαλύτερης εκκλησίας.

Έτσι, το 1536 κτίστηκε ένα απλό ξύλινο κτίριο σύμφωνα με τις προδιαγραφές της ορθόδοξης ναοδομίας, με την αψίδα στα ανατολικά.

Και την 1η Νοεμβρίου 1539, κατά τη διοίκηση του Μάρκου Σαμαριάρη από την Ζάκυνθο, τέθηκε με επισημότητα ο θεμέλιος λίθος του νέου ναού.

Κατά τη μακρά περίοδο από τις αρχές του 14ου αιώνα έως το 1577, έτος κατά το οποίο ολοκληρώθηκε η σημερινή εκκλησία, προέκυπταν διαφωνίες εντός της ελληνικής κοινότητας της Βενετίας μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών, με αποτέλεσμα στις 6 Μαρτίου 1542 ο Πάπας Παύλος Γ΄ να αντιδράσει θέτοντας ξανά σε ισχύ το διάταγμα του 1534, το οποίο προέβλεπε ότι οι Έλληνες ιερείς θα εγκρίνονταν από τον Λατίνο Πατριάρχη της Βενετίας.

Το 1546, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος Β΄ (1546-1555) απέστειλε ως έξαρχο στην Βενετία και τη Ρώμη τον Μητροπολίτη Καισαρείας Μητροφάνη, προκειμένου να επιλύσει τις αντιπαραθέσεις που προέκυψαν στην ελληνική κοινότητα της Βενετίας.

Όταν η «ελληνική υπόθεση» έμοιαζε να τελειώνει, ο ίδιος ο Παύλος Γ΄ άλλαξε την απόφασή του και στις 22 Ιουνίου 1549 αναβίωσε την βούλα του Πάπα Λέοντα Ι΄ που έδινε στους Έλληνες ελευθερία λατρείας.

Το 1564 ο Πάπας Πίος Δ΄ ακύρωσε όλα τα προνόμια που παραχώρησαν οι προκάτοχοί του (Λέων Ι΄, Κλήμης Ζ΄ και Παύλος Γ΄) στους Έλληνες της Βενετίας.

Το 1573 ιδρύθηκε η «Εκκλησία για τη μεταρρύθμιση των Ελλήνων που ζουν στην Ιταλία» και τρία χρόνια αργότερα (1576) άνοιξε το Ελληνικό Κολλέγιο της Ρώμης.

Η Βενετία έγινε έδρα Μητροπολίτη που έφερε τον τίτλο της Φιλαδέλφειας της Λυδίας.

Καθ’όλη την ιστορία της, ειδικά την πιο πρόσφατη, η ελληνόφωνη κοινότητα που ακολουθούσε το βυζαντινό τυπικό ταλαντευόταν ανάμεσα στον πειρασμό να ακολουθήσει τις ενωτικές αποφάσεις της Συνόδου Φεράρας-Φλωρεντίας (1431-1445) και του να ισχυροποιήσει τους δεσμούς της με την Ορθοδοξία και το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.

Μετά από μερικούς προεστούς, που είχαν ήδη περάσει από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων, έφτασε στη Βενετία το 1572 ο ιερέας Γαβριήλ Σεβήρος (από την Μονεμβασιά, † 1616), ο οποίος το 1577 χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Φιλαδελφείας και έγινε ο πνευματικός αρχηγός των Ελλήνων Ορθοδόξων της Βενετίας, υποχρεωμένος από την Γαληνοτάτη να παραμένει στη Βενετία.

Μεταξύ των ετών 1579-1591 προέκυψε διαμάχη μεταξύ του Σεβήρου και του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιερεμία Β΄.

Ο τελευταίος, για να περιορίσει την εξουσία του Μητροπολίτη Φιλαδελφείας, εξέδωσε το 1579 σιγίλιο, με το οποίο ανακήρυξε τον Άγιο Γεώργιο των Ελλήνων πατριαρχικό σταυροπήγιο, εξαρτώμενο απευθείας από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως καθώς και μια επιστολή το 1591, με την οποία απειλούσε τον Σεβήρο με καθαίρεση, εάν δεν επιστρέψει στην έδρα του στην Μικρά Ασία εντός έξι μηνών.

Στο τέλος, και τα δύο προβλήματα επιλύθηκαν χάρη στην αντίθεση της Ελληνικής Αδελφότητας (1583) σχετικά με το σταυροπήγιο και την παρέμβαση της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας που υποστήριξε την παραμονή του Μητροπολίτη στην Βενετία.

Έτσι οριστικοποιήθηκε η εγκατάσταση του Μητροπολίτη Φιλαδελφείας στην πόλη της λιμνοθάλασσας.

Έκτοτε οι Μητροπολίτες έφεραν τον τίτλο του εξάρχου, λεγάτοι και πατριαρχικοί βικάριοι.

Στην πνευματική τους δικαιοδοσία εντάχθηκαν επίσης οι υπερπόντιες Ορθόδοξες Εκκλησίες, δηλαδή εκείνες των νησιών του Ιονίου, της Δαλματίας και της Ίστριας.

Από τον διάδοχο του Σεβήρου και μετέπειτα, οι Μητροπολίτες εκλέγονταν από την Γενική Συνέλευση της Αδελφότητας, διατηρούσαν τον τίτλο του «Φιλαδελφείας» και εξαρτώνταν άμεσα από την Μητρόπολη Φιλαδελφείας στη Μικρά Ασία, χωρίς να αναγνωρίζουν την εξουσία του Πάπα.

Για την Βενετία, η εγκαταβίωση του Μητροπολίτη Φιλαδελφείας στην πρωτεύουσα δεν σήμαινε την εισαγωγή κάποιας καινοτομίας στην εκκλησιαστική κατάσταση των Ελλήνων.

Σύμφωνα με την Γαληνοτάτη, ο Μητροπολίτης δεν ήταν «δεύτερος» επίσκοπος στη Βενετία, όπως ισχυριζόταν η Αγία Έδρα, αλλά θρησκευτικός ηγέτης των Ελλήνων Ορθόδοξων υπηκόων της.

Η Αδελφότητα των Ελλήνων Ορθόδοξων ακολούθησε την τύχη της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας.

Με την άφιξη των στρατευμάτων του Ναπολέοντα και μετά την πτώση της Βενετίας (1797), η παρακμή της κοινότητας ήταν αναπόφευκτη.

Κατασχέθηκαν οι τραπεζικές της καταθέσεις, όπως και τα πολύτιμα εκκλησιαστικά της σκεύη και έπιπλα.

Οι Έλληνες της Αδελφότητας αναζήτησαν νέες πατρίδες σε άλλα εμπορικά κέντρα της Ιταλίας (Τεργέστη, Λιβόρνο κ.λπ.) ή επέστρεψαν στην Ελλάδα, επιταχύνοντας την παρακμή της ελληνικής παροικίας της Βενετίας και το τέλος του θεσμού του Μητροπολίτη Φιλαδελφείας, ο οποίος θεωρούνταν πολύ σημαντικός στον ελληνικό κόσμο της εποχής.

Το 1798, ο τίτλος της Φιλαδελφείας επέστρεψε στην παλιά του έδρα στην Μικρά Ασία.

Έκτοτε, η Ελληνική Ομογένεια της Βενετίας συνέχισε να εκλέγει τους προεστούς του ναού του Αγίου Γεωργίου.

Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου η Αδελφότητα είχε μόνο 30 μέλη, αλλά διατηρούσε ακόμη σημαντικό μέρος της κινητής και ακίνητης περιουσίας της.

Σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή οι διπλωματικές προσπάθειες της Ελλάδας και της Ιταλίας και η αποφασιστικότητα των τελευταίων μελών της Αδελφότητας κατάφεραν να σώσουν όχι μόνο την περιουσία, αλλά και την πολιτιστική της κληρονομιά.

Τον Νοέμβριο του 1991, με απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ιδρύθηκε η Ιερά Μητρόπολις Ιταλίας και Μελίτης και ενθρονίστηκε ο πρώτος μητροπολίτης της. Ο ναός ορίστηκε έδρα της.

Σχετικά άρθρα