Σοβαρότατο περιστατικό παρενόχλησης εμπορικού πλοίου από μονάδες επιφανείας του πολεμικού ναυτικού της Τουρκίας συζητείται τις τελευταίες ημέρες μεταξύ ξένων διπλωματών στην Αθήνα, χωρίς να είναι ακόμα γνωστό αν έχει καταγραφεί και από τις αρμόδιες ελληνικές Αρχές.
Από τον Αλέξανδρο Τάρκα*
Το πλοίο (ξένων συμφερόντων και με ξένη σημαία) έπλεε νοτιοανατολικά της Κρήτης όταν τα πολεμικά σκάφη ανέκοψαν την πορεία του, αξιώνοντας την άμεση αποχώρησή του από τη συγκεκριμένη θαλάσσια περιοχή, με την ψευδή δήλωση ότι παραβιάζονταν χωρικά ύδατα της Τουρκίας.
Πρόκειται για το δεύτερο περιστατικό που καταγράφεται μέσα σε λίγες εβδομάδες στη ΝΑ Μεσόγειο και αμέσως μετά την υπογραφή των δύο μνημονίων κατανόησης μεταξύ της Τουρκίας και της -μη αντιπροσωπευτικής- κυβέρνησης της Λιβύης.
Είχε προηγηθεί στα τέλη Νοεμβρίου (σύμφωνα με αποκάλυψη της ισραηλινής εφημερίδας «Jerusalem Post» στις 15 Δεκεμβρίου) παρόμοια εκδίωξη ερευνητικού σκάφους από την κυπριακή ΑΟΖ, χωρίς εμπλοκή ή σε γνώση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Τα διαδοχικά περιστατικά προκαλούν τη βάσιμη ανησυχία ότι η Τουρκία υλοποιεί συγκεκριμένο σχέδιο:
• Πρώτον, περιπολιών του ναυτικού της στην ευρεία θαλάσσια περιοχή από την Κύπρο έως νότια της Κρήτης, δηλαδή μέσα και στα όρια που δήθεν καθορίζονται από το ανυπόστατο μνημόνιό της με τη Λιβύη περί θαλάσσιων ζωνών.
Σημειώνεται ότι και στο δεύτερο μνημόνιο, περί στρατιωτικής συνεργασίας, υπάρχει ασαφής αναφορά (άρθρο 6, παρ. 1) σε «ανταλλαγή πληροφοριών, ανάπτυξη αμοιβαίων στρατηγικών και επιχειρησιακής συνεργασίας» σε πολλούς τομείς, μεταξύ των οποίων «η θαλάσσια ασφάλεια».
• Δεύτερον, παρεμπόδισης εμπορικών και επιστημονικών πλοίων και των νόμιμων πλόων και αποστολών τους σε θαλάσσιες περιοχές για τις οποίες η Άγκυρα δεν έχει κανένα νόμιμο δικαίωμα παρέμβασης και -πολύ περισσότερο- άσκησης κυριαρχίας.
• Τρίτον, νομιμοφανούς κάλυψης όλων των κινήσεών της, με τη δικαιολογία της επιχείρησης «Mediterranean Shield».
Η συγκεκριμένη ναυτική επιχείρηση διεξάγεται μεν από το 2006, στο πλαίσιο καταπολέμησης της διεθνούς τρομοκρατίας, αλλά τους τελευταίους μήνες προκλητικά παρουσιάζεται σαν τμήμα της επιχειρησιακής ετοιμότητας για τις περιοχές «θαλάσσιας δικαιοδοσίας» της Τουρκίας, με σκοπό την προστασία των πλοίων των σεισμικών ερευνών της.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τουρκικές εφημερίδες είχαν, υποκριτικά, αναφερθεί στο παρελθόν σε σχετικά μέτρα αντίδρασης κατά της «παρενόχλησης» του ερευνητικού «Barbaros» από ελληνική φρεγάτα.
Αναπροσαρμογή
Παράλληλα είναι χαρακτηριστικό ότι στο διπλωματικό επίπεδο ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης αναπροσαρμόζει και «διορθώνει» την πολιτική του για πιθανό διάλογο με τον Τούρκο πρόεδρο Ρ. Τ. Ερντογάν ή, σε χαμηλότερο επίπεδο, μεταξύ υπουργών ή εμπειρογνωμόνων των δύο χωρών.
Σε αντίθεση με την, άνευ όρων, σύγκληση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας στη Θεσσαλονίκη, στο πρώτο εξάμηνο του 2020, όπως είχε προβληθεί -πανηγυρικά- από την ελληνική πλευρά μετά τη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν της 25ης Σεπτεμβρίου στη Νέα Υόρκη, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στ. Πέτσας διευκρίνισε χθες τη νέα τακτική.
Σχολιάζοντας τη συνέντευξη του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Μ. Τσαβούσογλου στο «Βήμα της Κυριακής», ο κ. Πέτσας επισήμανε ότι η Αθήνα αναμένει έμπρακτη αποκλιμάκωση και ενέργειες -όχι μόνο δηλώσεις- από την πλευρά της Άγκυρας, τονίζοντας ότι αποτελούν προϋπόθεση για ενδεχόμενη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν και για τη σύγκληση του Ανώτατου Συμβουλίου στη Θεσσαλονίκη.
Διπλωμάτες με μακρά γνώση του φακέλου των ελληνοτουρκικών σχέσεων χαρακτηρίζουν θετικότατη την αλλαγή τακτικής του πρωθυπουργού, ενώ υπενθυμίζεται ότι η «δημοκρατία» (που συχνά χαρακτηρίζεται ως «ενοχλητική» προς την κυβέρνηση Μητσοτάκη) υπογράμμιζε -ακριβώς- αυτή την επείγουσα ανάγκη ήδη από τις 23 Οκτωβρίου και τις 6 Νοεμβρίου.
Η «δημοκρατία» έγραφε σχετικά ότι «η συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στη Νέα Υόρκη σφραγίστηκε από τη μη έγερση του ζητήματος των προκλήσεων στο Αιγαίο και από τη δέσμευση σύγκλησης του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας.
»Χωρίς ελληνικούς όρους και υποκύπτοντας στο -επί διετία- αίτημα της Άγκυρας, που επιδιώκει να παρουσιάσει, μέσω του συμβουλίου, ψευδή εικόνα κανονικότητας».
Επίσης, ότι «το πολιτικό ερώτημα, βέβαια, είναι γιατί η ελληνική πλευρά αναχώρησε ενθουσιασμένη από τη Νέα Υόρκη, συμφωνώντας στη σύγκληση του Ανώτατου Συμβουλίου άνευ όρων, όπως επεδίωκε ο κ. Ερντογάν».