Την αθώωση του Θεόδωρου Τσουκάτου και των συγκατηγορούμενών του για την υπόθεση του ενός εκατομμυρίου γερμανικών μάρκων ζήτησε η εισαγγελέας της έδρας του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων της Αθήνας, κα. Σκεπαρνιά, για την κατηγορία της άμεσης συνέργειας σε δωροληψία αγνώστων υπαλλήλων που τους έχει αποδοθεί, σχετικά με την υπόθεση της Siemens .
Σχετικά με τον κ. Τσουκάτο, η εισαγγελέας ανέφερε ότι αυτός είπε ψέματα ότι δεν είχε επαφές με τον Μιχάλη Χριστοφοράκο πριν από το 1998 αλλά και ότι είπε ψέματα πως τα χρήματα αποτελούσαν «χορηγία» την οποία παρέδωσε στο ΠΑΣΟΚ.
«Δεν είχε λόγο να δωροδοκήσει ο Χριστοφοράκος μέσω Τσουκάτου»
Τα χρήματα που έφταναν στον Τσουκάτο σύμφωνα με την εισαγγελική λειτουργό, μέσω εμβασμάτων από παρένθετα πρόσωπα (τμηματικά στο γραφείο του στο ΠΑΣΟΚ), δεν κατέληξαν ποτέ στα ταμεία του κόμματος.
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά η εισαγγελέας: «από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε πως τα χρήματα μπήκαν στα ταμεία του ΠΑΣΟΚ. Το κόμμα το διέψευσε από την αρχή.
»Οι ταμίες σε όλες τις καταθέσεις τους κατά τη προδικασία δεν επιβεβαίωσαν τον Τσουκάτο.
»Όσα όψιμα ισχυρίστηκαν εδώ δεν είναι πιστευτά και γι αυτό διαβιβάστηκαν στην Εισαγγελία οι καταθέσεις τους να ελεγχθούν για ψευδορκία.
»Από τα ημερολόγια του Χριστοφοράκου προέκυψε πως ο Τσουκάτος έλεγε ψέματα σε όλη την προδικασία και στην εξεταστική επιτροπή της Βουλής ότι τον είδε για πρώτη φορά το 1998. Στην πραγματικότητα το 1997 είχε τουλάχιστον έντεκα επαφές μαζί του.
»Είχαν πολλές επαφές και το 1998 και το 1999. Ο Χριστοφοράκος είχε τηλεφωνικές επαφές και συναντήσεις με τον Τσουκάτο πριν και μετά την υπογραφή και κατά την υλοποίηση της σύμβασης 8002. Τα χρήματα δεν δόθηκαν για χορηγία».
Ο λόγος που ο κ. Τσουκάτος αναφέρθηκε σε χορηγία οφείλεται σύμφωνα με την εισαγγελέα στο ότι ήθελε να καλύψει με σχετικά ανώδυνο τρόπο τον δικό του χρηματισμό, καθώς και άλλων προσώπων.
Άλλωστε σύμφωνα με την κα. Σκεπαρνιά, η χορηγία στο κόμμα του είναι πλημμέλημα που έχει ήδη παραγραφεί: «Δεν έγινε δυνατό να εξακριβωθεί που κατέληξε η δήθεν χορηγία, αν δόθηκε σε άλλα πρόσωπα ή εάν ήταν για τον ίδιο.
Σίγουρα δεν διατέθηκε σε υπαλλήλους του ΟΤΕ. Ο Χριστοφοράκος δεν είχε κανέναν λόγο να δωροδοκήσει υπαλλήλους του ΟΤΕ μέσω του Τσουκάτου.
Είχε με τον Μαυρίδη δικό τους δίκτυο, δικό τους μηχανισμό για να χρηματίζουν στελέχη του οργανισμού».
Πρόταση ενοχής για 11 πρώην στελέχη του ΟΤΕ
Ο Χριστοφοράκος πριν την υπογραφή της επίμαχης σύμβασης είχε σύμφωνα με την εισαγγελική λειτουργό αλλεπάλληλες επαφές τόσο με ηγετικά στελέχη του ΟΤΕ, όσο και με τον Τσουκάτο και τον Μαντέλη.
Αναφορά από την εισαγγελέα υπήρξε και για την παραίτηση του τότε υπουργού Μεταφορών Χάρη Καστανίδη τον Αύγουστο του 1997, ο οποίος είχε δηλώσει τότε χαρακτηριστικά: «ορισμένοι αντιλαμβάνονται την παρουσία μου ως εμπόδιο στα σχέδια τους».
Είναι χαρακτηριστικό ότι η εισαγγελέας ανέφερε ότι «ο κ. Καστανίδης αντικαταστάθηκε αμέσως από τον Τάσο Μαντέλη που από το 1987 ως πρόεδρος του ΟΤΕ είχε συνάψει συμβάσεις με την Siemens».
Παράλληλα, η εισαγγελέας πρότεινε την ενοχή 11 πρώην στελεχών του ΟΤΕ, αλλά και την αθώωση του πρώην προέδρου του οργανισμού, Νίκου Μανεσή.
Μάλιστα για τον τελευταίο η εισαγγελέας ανέφερε ότι ήταν ο μοναδικός που προχώρησε συγκεκριμένες ενέργειες προκειμένου να διασφαλιστούν τα συμφέροντα του ΟΤΕ και ο οποίος προσπάθησε να ενεργοποιήσεις τις ρήτρες.
Μεταξύ των πρώην στελεχών συμπεριλαμβάνεται και ο Γιώργος Σκαρπέλης, που φέρεται να έλαβε παράνομες πληρωμές ύψους 7.5 εκατομμυρίων μάρκων.
Τα υπόλοιπα πρώην στελέχη του οργανισμού για τα οποία προτάθηκε ενοχή είναι οι: Αθανάσιος Γρεβενίτης, Παναγιώτης Βεργής, Δημήτριος Κόκκινος, Κωνσταντίνος Γκόγκας, Νικόλαος Νίντος, Γεώργιος Καραπλής, Γεώργιος Αργυρόπουλος, Δημήτριος Γυφτόπουλος, Δημήτριος Κουβάτσος και Παναγιώτης Νικάκης.
Ενοχή προτάθηκε ακόμα για τους τρείς υπεύθυνους του γερμανικού αλλά και του ελληνικού τμήματος της PriceWaterHouse, καθώς και την αθώωση άλλων τριών στελεχών της.
Η εισαγγελέας πρότεινε ακόμη την ενοχή του αποκαλούμενου «τραπεζικού δίδυμου» Ζαν Κλοντ Οσβαλντ και Φάνη Λυγινό για άμεση συνέργεια σε δωροδοκία και ξέπλυμα χρήματος: «Εισέπραξαν bonus λόγω βελτίωσης των χαρτοφυλακίων τους».
Η εισαγγελέας πρότεινε την ενοχή και για τη σύζυγο του Χρήστου Καραβέλα, ζητώντας να καταδικαστεί για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ’ επάγγελμα και να μεταβληθεί η κατηγορία επί το χείρον.
Ζημιά μεγαλύτερη από τα 69 εκατομμύρια ευρώ σε μίζες
Ανέφερε συγκεκριμένα η εισαγγελέας για την κα. Καραβέλα: «Αποδείχθηκε το ότι γνώριζε, από το ότι ήταν συνιδρύτρια και συνδιαχειρίστρια της off shore εταιρίας η οποία βάσει εγγράφων αποδείχθηκε ότι δέχθηκε εμβάσματα από τη Siemens.
Η ίδια υπέγραψε για τη μεταφορά ποσών από την εταιρία.
Δεν δικαιολογούνται οι αγορές και ο τρόπος ζωής της από τα εισοδήματα του Καραβέλα. Προχώρησε δε σε μεταφορά ποσού 11 εκ ευρώ από ελβετική τράπεζα σε ελληνική και μετέπειτα σε off shore και μάλιστα μόλις δυο ημέρες πριν την εντολή δέσμευσης των εισαγγελικών αρχών που χειρίζονταν την υπόθεση.
Είχε την σχετική πληροφορία από την κουμπάρα της ή από άλλη υπάλληλο της τράπεζας. Έπειτα άλλαξε το όνομα της και ίδρυσε με τον Καραβέλα off shore, έμβασαν το ποσό στην Κύπρο κι έπειτα πήγαν στην Ουρουγουάη και Παναμά και αγόρασαν διαμέρισμα εκεί» τόνισε η εισαγγελέας.
Πολύ μεγαλύτερη από τα 69 εκατομμύρια ευρώ που δόθηκαν σε μίζες είναι η ζημιά που προκύπτει στον ΟΤΕ από τη σύμβαση 8002, λόγω της πλημμελούς άσκησης των καθηκόντων των στελεχών του με τη Siemens.
Αυτό προέκυψε σύμφωνα με την εισαγγελέα της έδρας του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων της Αθήνας, τόσο κατά την κατάθεση όσο και κατά την εκτέλεση της σύμβασης.
Μπορεί σύμφωνα με την εισαγγελική λειτουργό, το γεγονός πως ο ΟΤΕ είχε τεχνολογική εξάρτηση από τη Siemens λόγω προγενέστερων συμβάσεων, να σήμανε ότι η επιλογή της γερμανικής εταιρείας για το έργο της ψηφιακοποίησης των κέντρων του ΟΤΕ να ήταν τεχνικά και οικονομικά ορθή, εντούτοις καταβλήθηκε πολύ μεγαλύτερο τίμημα από αυτό που θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί.
Κι αυτό γιατί ενώ το αρχικό κόστος είχε υπολογιστεί σε 158 δισεκατομμύρια δραχμές, εν τέλει «εκτοξεύθηκε» στα 236 δισεκατομμύρια δραχμές, γεγονός που οφείλεται σύμφωνα με την εισαγγελική λειτουργό σε ενέργειες των στελεχών του ΟΤΕ, οι οποίοι λειτουργούσαν προς όφελος της Siemens.
Οι παραλείψεις και ο «προνομιακός πελάτης»
Η εισαγγελική λειτουργός αναφέρθηκε ακόμη στην έλλειψη διαπραγμάτευσης από πλευράς των στελεχών του ΟΤΕ σχετικά με τις τιμές του υλικού που αγόρασαν.
Υλικό το οποίο όταν τελικώς υπογράφηκε η σύμβαση το 1997, θεωρούταν πλέον «ώριμο τεχνολογικά», και γι’ αυτό το λόγο θα έπρεπε να έχει μειωμένο κόστος.
Αντιθέτως, οι αρμόδιοι κατέφυγαν σε άλλη ΟΔΌ, αφού συμφώνησαν η τιμή των υλικών να συναρτάται με προηγούμενες συμβάσεις του οργανισμού από το 1992, τότε που ήταν οι τιμές ήταν πολύ μεγαλύτερες. Έτσι ενώ η συγκεκριμένη επιλογή θα μπορούσε να αποδειχθεί εκτός από αναγκαία και επωφελής για τον ΟΤΕ, τελικά λόγω των παραλείψεων των στελεχών του, προκλήθηκε βλάβη του ορφανισμού.
Χαρακτηριστικό είναι ότι η εισαγγελική λειτουργός αναφέρθηκε στην ομόφωνη έγκριση των κοστολογικών εκθέσεων «χωρίς καμία έρευνα συγκριτική με τις αγορές αλλά και την ίδια την Siemens.
Δεν εκμεταλλεύτηκαν το πλεονέκτημα της μεγάλης ποσότητας υλικού που αγόραζαν ώστε να πετύχουν μείωση της τιμής. Δεν μερίμνησαν για την εφαρμογή των ρητρών».
Στη σύμβαση μεταξύ του ΟΤΕ και της ελληνικής Siemens, υπήρχε ακόμα η ρήτρα του «προνομιακού πελάτη», η οποία όμως επί της ουσίας σύμφωνα με την εισαγγελική λειτουργό σχεδόν δεν εφαρμόστηκε ποτέ, αφού το ελληνικό τμήμα της γερμανικής πολυεθνικής δεν είχε άλλους πελάτες εκτός Ελλάδας.
Αξιοσημείωτο είναι ότι σύμφωνα πάντα με την εισαγγελική λειτουργό, έπειτα από την υπογραφή της επίμαχης σύμβασης (8002\1997), ξεκίνησε ο χρηματισμός ακόμα και μεσαίων στελεχών του ΟΤΕ, «ώστε να μην διατυπώνουν καμία αντίρρηση και κανέναν έλεγχο».
Να σημειωθεί πως με την έναρξη της σημερινής δεύτερης ημέρας της αγόρευσης της η εισαγγελέας ολοκλήρωσε το κεφάλαιο των κατηγορουμένων, πρώην στελεχών της μητρικής Siemens ζητώντας την ενοχή των Ράιχαρντ Σίκατσεκ, Ρούντολφ Βόλφγκανγκ, Ερνστ Καιλ Φον Γιανγκεμαν και Φράνσις Γιόσεφ Ρίχτερ.