Σαρωτικές αλλαγές στην οικονομία, υπόσχεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης, σε συνέντευξή του στο αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο CNBC.
Εν όψει των εκλογών φέτος, ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας δεσμεύθηκε να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της χώρας στις αγορές από το πρώτο κιόλας έτος της θητείας του.
Στόχος του κ. Κυρ. Μητσοτάκη είναι επίσης να μειώσει τους φόρους για τις εγχώριες και διεθνείς επιχειρήσεις κάνοντας λόγο για «επιθετική και ολοκληρωμένη φορολογική μεταρρύθμιση».
«Αυτό είναι κάτι που μπορούμε να κάνουμε από τον πρώτο μήνα διακυβέρνησης», δήλωσε συγκεκριμένα ο πρόεδρος της Ν.Δ.
Στο πρόγραμμα της Ν.Δ. περιλαμβάνεται σχέδιο μείωσης του συντελεστή φορολόγησης επιχειρήσεων στο 20% σε δύο χρόνια.
Στο πλαίσιο της ίδιας προσπάθειας, να καταστήσει την Ελλάδα ελκυστικότερη για τις επιχειρήσεις, σχολιάζει το CNBC, και η κυβέρνηση μειώνει σταδιακά τον συντελεστή από 29% το 2018 σε 25% το 2022.
«Θα στείλουμε επίσης ένα ξεκάθαρο μήνυμα στις κεφαλαιαγορές για το τι εννοούμε επιχειρήσεις. Έχω δεσμευτεί στον εαυτό μου η Ελλάδα να αποκτήσει επενδυτικό βαθμό σε διάστημα 18 μηνών», τονίζει ο κ. Μητσοτάκης.
Το CNBC εξηγεί ότι από την αρχή της κρίσης, το 2009, η χώρα έχει χάσει τον επενδυτικό βαθμό της από τρεις οίκους αξιολόγησης.
Ο πρόεδρος της Ν.Δ. αναφέρθηκε στους πρώτους «επίπονους» έξι μήνες του 2015, «στις υποσχέσεις της κυβέρνησης ότι θα σκίσει τα μνημόνια, ότι θα βάλει τέλος στη λιτότητα, με αποτέλεσμα την περιττή σύγκρουση με τους πιστωτές, το απολύτως περιττό δημοψήφισμα, την εντυπωσιακή στροφή 180 μοιρών τον Ιούλιο του 2015 και βεβαίως το τρίτο πρόγραμμα, το οποίο εκτιμάται ότι κόστισε στην Ελλάδα 100 δισεκατομμύρια ευρώ».
«Τεχνικά έχουμε βγει από το τρίτο πρόγραμμα, αλλά η πλήρης πρόσβαση στις αγορές δεν έχει αποκατασταθεί. Επομένως παραμένουμε σε κρίση και αναζητούμε τη σωστή κυβέρνηση και τις σωστές πολιτικές για να βάλουμε τέλος σε αυτή τη δεκαετή κρίση», υπογραμμίζει ο Κυρ. Μητσοτάκης.
Όσον αφορά το τι διαφορετικό θα είχε κάνει ο ίδιος εάν ήταν στη θέση του Αλέξη Τσίπρα το 2015, ο πρόεδρος της Ν.Δ. τονίζει ότι σε καμία περίπτωση δεν θα είχε βάλει στο υπουργείο Οικονομικών τον Γιάνη Βαρουφάκη και «σίγουρα δεν θα είχε εξαπατήσει τον λαό, το οποίο έκανε το 2014 ο νυν πρωθυπουργός της χώρας, δίνοντας υποσχέσεις που δεν μπορούσε να τηρήσει».
Σύμφωνα επίσης με τον κ. Μητσοτάκη, ο ρυθμός ανάπτυξης 2% δεν είναι αρκετός. «Αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα δεν είναι ανάπτυξη 2%. Αυτό δεν θα κάνει τη διαφορά. Χρειαζόμαστε ανάπτυξη τουλάχιστον 4% βραχυπρόθεσμα. Αυτός θα πρέπει να είναι ο στόχος μας, αυτός με τον οποίο θα είναι ευχαριστημένοι οι πιστωτές μας», επισημαίνει στο CNBC.
Τις πολύ σοβαρές αμφιβολίες του εκφράζει επίσης ο πρόεδρος της Ν.Δ. και για την υπέρβαση του δημοσιονομικού στόχου – τη δέσμευση για πλεόνασμα του προϋπολογισμού 3,5% έως το 2022 – υποστηρίζοντας ότι με αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα στέλνει το «λάθος μήνυμα».
«Ο λόγος για τον οποίο έχουμε ξεπεράσει τους στόχους ήταν επειδή η κυβέρνηση επιβάρυνε τη μεσαία τάξη και ο λόγος για τον οποίο η κυβέρνηση θέλησε να δημιουργήσει μεγαλύτερο πλεόνασμα από ό, τι πραγματικά ζητήθηκε, ήταν επειδή θέλαμε να χρησιμοποιήσουμε αυτό το πρωτογενές πλεόνασμα για να το διανείμουμε με τη μορφή εκλογικών επιδομάτων».
«Ο κ. Τσίπρας συμφώνησε σε πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% έως το 2022. Νομίζω ότι πρόκειται για πολύ αυστηρό στόχο. Έχω πει από την αρχή ότι σεβόμαστε τις συμφωνίες της σημερινής κυβέρνησης, αλλά έχω επίσης ενημερώσει τους Ευρωπαίους εταίρους μου ότι για να είμαστε σε θέση να επιτύχουμε πραγματικές μεταρρυθμίσεις, πρέπει να ανταμειφθούμε με μικρότερους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα, τουλάχιστον το 2021 και το 2022», υποστηρίζει ο κ. Μητσοτάκης.
«Δεν πρόκειται για αντιπαράθεση. Και, τελικά, αν έχουμε ένα πρωτογενές πλεόνασμα, ας πούμε το 2021, 3 ή 2,5%, δεν πρόκειται να κάνει μεγάλη διαφορά όσον αφορά τη συνολική βιωσιμότητα του χρέους μας.
»Συμβολικά ωστόσο, θα είναι μία ανταμοιβή για μια χώρα που πραγματικά συμμετέχει σε ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις», υπογράμμισε ο πρόεδρος της Ν.Δ.