Είναι κοινή διαπίστωση ότι η τεράστια επιτυχία του ελληνικού τουρισμού με τα αλλεπάλληλα ρεκόρ την τετραετία 2015-2018 στήριξε την ελληνική οικονομία και συνετέλεσε καθοριστικά για την έξοδο της χώρας από το καθεστώς τον Μνημονίων.
Ιδιαίτερα ευνοημένοι όπως είναι λογικό είναι οι επιχειρηματίες του κλάδου.
Σύμφωνα με την έρευνα της εταιρίας μελετών New Times, όπου συνέλεξε στοιχεία για την πορεία των 610 σημαντικότερων ξενοδοχειακών ομίλων της χώρας τα τελευταία 4 χρόνια, το 2017 (με βάση τους ως τις 16/11/2018 δημοσιευμένους ισολογισμούς) οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις αύξησαν τα κέρδη τους κατά 51,6% σε μία μόλις χρόνια, ενώ ανάλογη ήταν και το 2016 η αύξηση της κερδοφορίας τους κατά το επίσης απίστευτο 49,1%!
Ειδικότερα, το 2016 από τις 610 ξενοδοχειακές επιχειρήσεις του δείγματος, οι 399 εμφάνισαν κέρδη ενώ 211 παρουσίασαν ζημιές.
Αντιστοίχως το 2017 (με βάση τους ως τις 16/11/2018 δημοσιευμένους ισολογισμούς) 200 ξενοδοχειακές επιχειρήσεις αύξησαν τα κέρδη τους κατά 51,6%.
Την ίδια στιγμή τονίζεται ότι ενώ το 2010 στη χώρα μας είχαμε 140,2 εκατ. διανυκτερεύσεις, το 2016 αυτές αυξήθηκαν στα 190,4 εκατ. και το 2017 σε 209,8 εκατ.
Στο μεταξύ, τα τουριστικά έσοδα αυξήθηκαν από 9,6 δισ. ευρώ το 2010 σε 13,2 δισ. ευρώ το 2016 και σε 14,6 δισ. ευρώ το 2017 και πάνω από 16 δισ. το 2018.
Παράλληλα σημαντική εμφανίζεται η αύξηση των καθαρών κερδών, καθώς τα συνολικά καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων του δείγματος αυξήθηκαν από 83,8 εκατ. ευρώ το 2015 σε 125 εκατ. ευρώ το 2016.
Εν αναμονή της ολοκλήρωσης της δημοσίευσης των ισολογισμών του 2017, τα μέχρι στιγμής δημοσιευμένα στοιχεία αλλά και παράγοντες της αγοράς τεκμηριώνουν τη θέση ότι η αύξηση της κερδοφορίας συνεχίζεται και κατά τη χρήση του 2017.
Ανάλογη εικόνα προκύπτει και από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τα ταξιδιωτικά γραφεία, όπου το 2018 σημειώθηκε η μεγαλύτερη αύξηση (16,6% ) της τελευταίας 8ετίας που κατέγραψε ο δείκτης κύκλου εργασιών στις δραστηριότητες των ταξιδιωτικών πρακτορείων, γραφείων οργανωμένων ταξιδιών, υπηρεσιών κρατήσεων και συναφείς δραστηριότητες σε σύγκριση με το 2017.